πηγή: ΚΟΜΕΠ
Το παρόν κείμενο δεν έχει στόχο να εξαντλήσει το ζήτημα της σχέσης της οικονομίας με την εκπαίδευση συνολικά ούτε να παρουσιάσει σε όλο του το εύρος το θέμα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση. Επιδιώκει να θέσει ορισμένες μεθοδολογικές, θεωρητικές αφετηριακές αρχές που θα φωτίσουν τη σχέση οικονομίας - εκπαίδευσης στο έδαφος του καπιταλισμού και να αναδείξει τις δυο στρατηγικές για την εκπαίδευση που αντικειμενικά προκύπτουν από την καπιταλιστική ανάπτυξη στη σημερινή της φάση. Οπως άλλωστε επισημαίνεται στην εισήγηση της ΚΕ για το πρώτο θέμα του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, «το θέμα της Παιδείας αφορά κατ' εξοχήν τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, καθώς αυτός καθορίζει, με βάση το σχεδιασμό, την επαγγελματική και την επιστημονική μόρφωση, λύνει το πρόβλημα της ανεργίας και θέτει την πλήρη αξιοποίηση του παραγωγικού και γενικότερα του ανθρώπινου δυναμικού για την ικανοποίηση των υλικών και πολιτιστικών αναγκών»1.
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Αφετηρία μας είναι η θέση ότι η εκπαίδευση, το εκπαιδευτικό σύστημα, ανήκει στο εποικοδόμημα και η σχέση του με τη βάση είναι σχέση αλληλεπίδρασης, με την έννοια ότι η αλληλεπίδραση γίνεται πάντα στο έδαφος της αναγκαιότητας που καθορίζεται από την κίνηση της βάσης. Δηλαδή οι όποιες αλλαγές υφίστανται στα πλαίσια της εκπαίδευσης αντανακλούν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, διατηρώντας τον κυρίαρχο τύπο των σχέσεων παραγωγής από τις οποίες καθορίζονται.
Αυτό ισχύει πιο έντονα στις συνθήκες του καπιταλισμού απ' ό,τι σε προγενέστερες κοινωνίες, γεγονός που σχετίζεται ακριβώς με την ίδια τη λειτουργία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, με την τάση πιο βαθιάς και γρήγορης ενσωμάτωσης επιστημονικών πορισμάτων στην παραγωγή, αλλά και στη διεύθυνση της οικονομίας, με το γεγονός ότι η επιστήμη γίνεται κύρια παραγωγική δύναμη2.
Στη βάση αυτή διαμορφώνονται οι δυο κύριες οικονομικές λειτουργίες της εκπαίδευσης στον καπιταλισμό, δηλαδή α) η διαμόρφωση του αναγκαίου εργατικού δυναμικού για
την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων και β) η ανάπτυξη της επιστήμης, δηλαδή η διαμόρφωση όρων για την παραγωγική αξιοποίηση της επιστήμης στα πλαίσια των αστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων.
Αρα αυτό που μας ενδιαφέρει στο παρόν κείμενο είναι να εξετάσουμε - στο βαθμό του δυνατού - το πώς η κύρια οικονομική λειτουργία της εκπαίδευσης, που είναι η δημιουργία της κύριας παραγωγικής δύναμης του ανθρώπου, εντάσσεται στις αστικές σχέσεις παραγωγής, προσαρμόζεται στις εκάστοτε ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Με αυτή την έννοια, θα κινηθούμε αφαιρετικά, επικεντρώνοντας στο κύριο, τη σχέση οικονομίας - εκπαίδευσης, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι η εκπαίδευση, ως στοιχείο του εποικοδομήματος, έχει μια ορισμένη αυτοτέλεια που αποτυπώνει τη γενικότερη σχέση βάσης - εποικοδομήμα
τος, τους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς.
Ακόμα παραπέρα, θα παρακολουθήσουμε αυτή τη σχέση στην πιο καθαρή της μορφή, στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, καθώς ως προϊόν του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού, ορισμένα μέτρα έρχονται με σχετική καθυστέρηση σε κράτη που βρίσκονται σε ενδιάμεση ή και κατώτερη θέση στην πυραμίδα του ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Θέτουμε εισαγωγικά προς διερεύνηση ποιοι είναι οι παράγοντες που καθορίζουν τις εκάστοτε ανάγκες του κεφαλαίου και πώς επιδρούν στην εκπαιδευτική πολιτική του αστικού κράτους ως προσπάθεια ρύθμισης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας που διαμορφ
ώνεται αντικειμενικά και «αυθόρμητα» από τους μηχανισμούς της αγοράς. Χρειάζεται δηλαδή να θέσουμε επί τάπητος πώς επιδρούν στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής από το αστικό κράτος οι εξής οικονομικές νομοτέλειες: α) Η τάση αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (με συνέπεια τη σχετική μείωση της εργατικής δύναμης για να μπει σε κίνηση το οργανικό κεφάλαιο και το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους). β) Η τάση αύξησης του βαθμού της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης (απόσπαση υπεραξίας). γ) Η αναπαραγωγή του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου και η αναλογία της υποδιαίρεσης «1» (παραγωγή μέσων παραγωγής) και «2» (παραγωγή μέσων κατανάλωσης).
Οι παράγοντες αυτοί σχετίζονται άμεσα με τον αντιφατικό χαρακτήρα της κεφαλαιακής σχέσης, του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής γενικότερα, όπως έχει εντοπιστεί από τους κλασικούς του μαρξισμού ήδη από τα πρώτα βήματα του καπιταλισμού. Ο Μαρξ
υπογραμμίζει:
«Αν λοιπόν ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής είναι ένα μέσο ιστορικής σημασίας για την ανάπτυξη της υλικής παραγωγικής δύναμης και για τη δημιουργία της αντίστοιχης σ' αυτήν παγκόσμιας αγοράς, αποτελεί ταυτόχρονα τη μόνιμη αντίφαση ανάμεσα σ' αυτό το ιστορικό του καθήκον και στις αντίστοιχές του κοινωνικές σχέσεις παραγωγής»3.
Ο Λένιν συνεχίζει και εμβαθύνει στην ανάλυση του Μαρξ για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο και κάνει λόγο για την ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, για την είσοδο της ανθρωπότητας στην εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων και ακόμα παραπέρα καθορίζει τη στρατηγική τ
ων κομμουνιστικών κομμάτων ως προετοιμασία των εργατικών δυνάμεων για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Ποια είναι λοιπόν η ειδική αποστολή της εκπαίδευσης στα πλαίσια των βασικών νομοτελειών ανάπτυξης4 του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και πώς εκφράζεται αυτή σε σχέση με την αντίθεση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής; Ας παρακολουθήσουμε ορισμένους ιστορικούς σταθμούς:
Με τη βιομηχανική επανάσταση (1770-1830) σηματοδοτείται η εποχή όπου ο καπιταλισμός οικοδομείται στο έδαφος των δικών του παραγωγικών βάσεων και περνά σε μια νέα φάση ανάπτυξής του με την πιο μαζική εισαγωγή μηχανών στην παραγωγική διαδικασία. Ταυτόχρονα, η κυρίαρχη μορφή εξαναγκασμού στον καπιταλισμό, που είναι η οικονο
μική, μετατρέπεται από τυπική σε πραγματική (εκτοπισμός του ατομικού εμπορευματοπαραγωγού, σταδιακή απώλεια της μαστοριάς του εργάτη, της ικανότητάς του να έχει γνώση του συνόλου της παραγωγικής διαδικασίας, καθορισμός του ρυθμού της εργασίας από το κεφάλαιο μέσω της μηχανής, ο εργάτης γίνεται εξάρτημα της μηχανής).
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η τάση γενίκευσης της παρακολούθησης μιας πρώτης εκπαιδευτικής βαθμίδας (Δημοτικό) που στην Αγγλία, το πρότυπο της καπιταλιστικής ανάπτυξης του 19ου αιώνα, παίρνει τη μορφή νόμου για την υποχρεωτική εκπαίδευση (1870). Γέννημα αυτής της εξέλιξης είναι το Δημοτικό, όπου δίνεται ένα ελάχιστο επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων, τόσο όσο χρειαζόταν για την εύρυθμη καπιταλιστική αναπαραγωγή της εποχής και πάντα συνδεδεμένο με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της περιόδου.
Αυτήν ακριβώς την περίοδο (μέσα 19ου αιώνα) γεννιέται η ανάγκη για τη Μέση και τη
ν Τεχνική Εκπαίδευση ως διακριτές βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος, όπου πιο καθαρά αποτυπώνονται οι προοπτικές του κοινωνικού και τεχνικού καταμερισμού της εργασίας για τα μέλη της κοινωνίας.
Ιδια είναι και η πορεία της ανώτατης εκπαίδευσης γι' αυτήν την περίοδο. Η αστική τάξη μετατρέπει ριζικά τα υπάρχοντα μεσαιωνικά πανεπιστήμια και τα καθιστά κοσμικά και παραγωγικά. Εντάσσονται δηλαδή - όπως άλλωστε είναι φυσικό - οργανικά στη διαδικασία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής με εξέχουσα θέση στη δημιουργία της ελίτ της διεύθυνσης της αστικής κοινωνίας και οικονομίας και εξυπηρετούν πιο αποτελεσματικά την αναπαραγωγή της επιστήμης ως κύριας παραγωγικής δύναμης.
Συμπερασματικά, μπορούμε να κάνουμε λόγο για αστικό εκπαιδευτικό σύστημα, για
ανάπτυξή του στη βάση των δικών του ιδιαίτερων εσωτερικών αναγκών, μόνο όταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής οικοδομείται στη δική του παραγωγική - τεχνική βάση, όταν δηλαδή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων καθιστά αναγκαία και δυνατή αυτή την εκπαιδευτική δομή.