πηγή: Αυγή
του Φανη Παπαγεωργιου και του Νικολα Βαγδουτη
Σκιαγραφώντας τον νόμο Διαμαντοπούλου, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές συνιστώσες όσον αφορά την έρευνα. Πρώτον, την οικονομική-εισπρακτική διάσταση: περικοπή των κονδυλίων έρευνας και των υποτροφιών, επιβολή ή αυξήσεις διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, άνοιγμα της ερευνητικής διαδικασίας στην αγορά για προσέλκυση επενδύσεων. Δεύτερον, αποκλειστικός προσανατολισμός προς την εμπειρική-εφαρμοσμένη έρευνα, αποσύνδεση από τη βασική έρευνα. Tρίτον, προσπάθεια οριοθέτησης κάθε επιστήμης εντός του κυρίαρχου Παραδείγματος, με τη θεσμοθέτηση μιας διαδικασίας που έχει ξεκινήσει εδώ και κάποια χρόνια. Χωρίς να υποτιμάμε την πρώτη διάσταση, που παραδίδει την έρευνα στους ιδιώτες, επιβάλλει ταξικούς φραγμούς και δημιουργεί εργαζόμενους πολλών ταχυτήτων, θα εστιαστούμε στις δύο άλλες συνιστώσες.
***
Ο νόμος θεσμοποιεί το άνοιγμα της έρευνας στην αγορά, ενώ η κρατική χρηματοδότηση στοχοπροσηλώνεται στην «καινοτομία».1 Αποτυπώνεται, δηλαδή, μια σαφής στροφή προς την εμπειρική-εφαρμοσμένη έρευνα, καθώς ως «καινοτομία» νοείται η εφαρμοσμένη έρευνα που κατατείνει σε υλικά και εμπορευματικώς εκμεταλλεύσιμα αποτελέσματα. Η έμφαση στην εμπειρική-εφαρμοσμένη έρευνα, όπως θα δείξουμε, συνδέεται άμεσα με την ιδεολογική κυριαρχία εντός του υπάρχοντος Παραδείγματος.
Στην εμπειρική-εφαρμοσμένη συνιστώσα κάθε επιστήμης υπεισέρχεται αναγκαστικά το ιδεολογικό στοιχείο (Μπαλτάς 2002)· ως εκ τούτου, η βάση των επιστημονικών διαμαχών έγκειται στο ιδεολογικό στοιχείο2 και τη μη οριστικότητα των αποτελεσμάτων. Το ιδεολογικό στοιχείο εμφιλοχωρεί ανανοηματοδοτώντας και ερμηνεύοντας υπάρχουσες έννοιες και θεωρίες, και νοηματοδοτώντας ταυτόχρονα ιδεολογικά σχήματα εν τη γενέσει τους, προσδίδοντάς τους ένα μανδύα θεωρίας. Παρενθετικά, πρέπει να σημειώσουμε πως η μη οριστικότητα των αποτελεσμάτων έχει διαβαθμίσεις. Για παράδειγμα, στις ανθρωπιστικές επιστήμες και τα οικονομικά είναι σαφώς μεγαλύτερη από ό,τι στις θετικές επιστήμες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι διάφορες εκδοχές της έννοιας της αιτιότητας, τέκνο της μαθηματικοποίησης της οικονομικής θεωρίας ύστερα από την επικράτηση της νεοκλασικής σχολής. Η μαθηματικοποίηση αυτή προσπαθεί με στρεβλό τρόπο να άρει την μη οριστικότητα των αποτελεσμάτων. Αυτό γίνεται αντιληπτό αν συνυπολογίσουμε τον ρόλο της θεμελίωσης, της ακαδημαϊκής τεκμηρίωσης και της ηγεμονίας έτσι των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στη βάση των διδαγμάτων της νεοκλασικής σχολής.
του Φανη Παπαγεωργιου και του Νικολα Βαγδουτη
Σκιαγραφώντας τον νόμο Διαμαντοπούλου, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές συνιστώσες όσον αφορά την έρευνα. Πρώτον, την οικονομική-εισπρακτική διάσταση: περικοπή των κονδυλίων έρευνας και των υποτροφιών, επιβολή ή αυξήσεις διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, άνοιγμα της ερευνητικής διαδικασίας στην αγορά για προσέλκυση επενδύσεων. Δεύτερον, αποκλειστικός προσανατολισμός προς την εμπειρική-εφαρμοσμένη έρευνα, αποσύνδεση από τη βασική έρευνα. Tρίτον, προσπάθεια οριοθέτησης κάθε επιστήμης εντός του κυρίαρχου Παραδείγματος, με τη θεσμοθέτηση μιας διαδικασίας που έχει ξεκινήσει εδώ και κάποια χρόνια. Χωρίς να υποτιμάμε την πρώτη διάσταση, που παραδίδει την έρευνα στους ιδιώτες, επιβάλλει ταξικούς φραγμούς και δημιουργεί εργαζόμενους πολλών ταχυτήτων, θα εστιαστούμε στις δύο άλλες συνιστώσες.
***
Ο νόμος θεσμοποιεί το άνοιγμα της έρευνας στην αγορά, ενώ η κρατική χρηματοδότηση στοχοπροσηλώνεται στην «καινοτομία».1 Αποτυπώνεται, δηλαδή, μια σαφής στροφή προς την εμπειρική-εφαρμοσμένη έρευνα, καθώς ως «καινοτομία» νοείται η εφαρμοσμένη έρευνα που κατατείνει σε υλικά και εμπορευματικώς εκμεταλλεύσιμα αποτελέσματα. Η έμφαση στην εμπειρική-εφαρμοσμένη έρευνα, όπως θα δείξουμε, συνδέεται άμεσα με την ιδεολογική κυριαρχία εντός του υπάρχοντος Παραδείγματος.
Στην εμπειρική-εφαρμοσμένη συνιστώσα κάθε επιστήμης υπεισέρχεται αναγκαστικά το ιδεολογικό στοιχείο (Μπαλτάς 2002)· ως εκ τούτου, η βάση των επιστημονικών διαμαχών έγκειται στο ιδεολογικό στοιχείο2 και τη μη οριστικότητα των αποτελεσμάτων. Το ιδεολογικό στοιχείο εμφιλοχωρεί ανανοηματοδοτώντας και ερμηνεύοντας υπάρχουσες έννοιες και θεωρίες, και νοηματοδοτώντας ταυτόχρονα ιδεολογικά σχήματα εν τη γενέσει τους, προσδίδοντάς τους ένα μανδύα θεωρίας. Παρενθετικά, πρέπει να σημειώσουμε πως η μη οριστικότητα των αποτελεσμάτων έχει διαβαθμίσεις. Για παράδειγμα, στις ανθρωπιστικές επιστήμες και τα οικονομικά είναι σαφώς μεγαλύτερη από ό,τι στις θετικές επιστήμες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι διάφορες εκδοχές της έννοιας της αιτιότητας, τέκνο της μαθηματικοποίησης της οικονομικής θεωρίας ύστερα από την επικράτηση της νεοκλασικής σχολής. Η μαθηματικοποίηση αυτή προσπαθεί με στρεβλό τρόπο να άρει την μη οριστικότητα των αποτελεσμάτων. Αυτό γίνεται αντιληπτό αν συνυπολογίσουμε τον ρόλο της θεμελίωσης, της ακαδημαϊκής τεκμηρίωσης και της ηγεμονίας έτσι των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στη βάση των διδαγμάτων της νεοκλασικής σχολής.