του Μποαβεντουρα ντε Σουζα Σαντος
Ο Boaventura de Sousa Santos, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κόιμπρα της Πορτογαλίας είναι ένας από τους πιο διακεκριμένους διεθνώς πορτογάλους κοινωνικούς επιστήμονες. Βασικά θέματα με τα οποία ασχολείται είναι η παγκοσμιοποίηση, η κοινωνιολογία του δικαίου και του κράτους και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στο άρθρο του δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Eurozine την 1.7.2010, αφού εξετάσει τη διαδικασία εμπορευματοποίησης του πανεπιστημίου, που συστηματοποιείται και διεθνοποιείται από το 1990 και μετά, αναζητάει τους δρόμους για μια ριζοσπαστική δημοκρατική μεταρρύθμισης, που θα υπερασπίζεται το πανεπιστήμιο ως δημόσιο αγαθό, στο πλαίσιο μιας εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, ενάντια στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Στο φόντο των συνεχιζόμενων κινητοποιήσεων ενάντια στον νόμο Διαμαντοπούλου, δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το αξιόλογο αυτό κείμενο (πλήρες, στα αγγλικά εδώ), με την πρόθεση να βοηθήσουμε στο άνοιγμα της συζήτησης στις διεθνείς της διαστάσεις.
Στρ. Μπ.
Εντοπίζω δύο φάσεις στη διαδικασία εμπορευματοποίησης του δημόσιου πανεπιστημίου. Στην πρώτη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η εθνική αγορά πανεπιστημιακής εκπαίδευσης επεκτείνεται και ενοποιείται. Στη δεύτερη φάση, μαζί με την εθνική αγορά, αναδύεται με μεγάλο δυναμισμό μια διακρατική αγορά ανώτερης και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, την οποία, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου την προωθούν ως παγκόσμια λύση για τα προβλήματα της εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση του πανεπιστημίου βρίσκεται σε εξέλιξη. Πρόκειται νέο φαινόμενο. Βεβαίως, η διεθνοποίηση των πανεπιστημιακών ανταλλαγών είναι μια παμπάλαιη διαδικασία, αφού τη συναντάμε ήδη στα μεσαιωνικά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια (για να μη μιλήσουμε για τα πρώτα ισλαμικά πανεπιστήμια στην Αφρική). Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πήρε τη μορφή της επιμόρφωσης, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, φοιτητών από τις χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας στα πανεπιστήμια των μητροπολιτικών χωρών, καθώς και της συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων από διαφορετικές χώρες. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, τέτοιες διακρατικές σχέσεις έχουν φτάσει σε ένα νέο επίπεδο. Η νέα διεθνοποίηση είναι πολύ ευρύτερη από ό,τι η προγενέστερη και η λογική της είναι, σε αντίθεση με εκείνην, αποκλειστικά εμπορική.
Οι δύο καθοριστικές διαδικασίες της δεκαετίας του 1990 --η απόσυρση του κράτους από τη χρηματοδότηση του δημόσιου πανεπιστήμιο και η εμπορευματική παγκοσμιοποίηση του πανεπιστημίου-- αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι οι δύο πυλώνες ενός μεγάλου παγκόσμιου μοντέλου εκπαιδευτικής πολιτικής, που επιδιώκει να αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο έχει συγκροτηθεί το πανεπιστήμιο ως δημόσιο αγαθό, μετατρέποντάς το σε ένα τεράστιο και εξαιρετικά κερδοφόρο πεδίο για το εκπαιδευτικό καπιταλισμό. Αυτό το μεσο-μακροπρόθεσμο σχέδιο περιλαμβάνει διάφορα στάδια και μορφές εμπορευματικοποίησης του πανεπιστημίου. Στο αρχικό στάδιο, το δημόσιο πανεπιστήμιο, προκειμένου να ξεπεράσει την οικονομική κρίση, αναγκάζεται να εξεύρει δικούς του οικονομικούς πόρους, συμπράττοντας δηλαδή με το βιομηχανικό κεφάλαιο. Σε αυτό το επίπεδο, το δημόσιο πανεπιστήμιο διατηρεί την αυτονομία και τη θεσμική του ιδιαιτερότητα, ιδιωτικοποιώντας μέρος των υπηρεσιών που παρέχει. Το δεύτερο στάδιο είναι η μεθοδευμένη εξάλειψη της διάκρισης μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών πανεπιστημίων, και η μετατροπή έτσι του πανεπιστήμιου, εν συνόλω, σε επιχείρηση: έναν οργανισμό που όχι μόνο παράγει για την αγορά, αλλά και αναπαράγεται ο ίδιος ως αγορά, μια αγορά πανεπιστημιακών υπηρεσιών που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα, από τη διοίκηση, τη διδασκαλία και την υλικοτεχνική υποδομή, μέχρι την πιστοποίηση των σπουδών, την κατάρτιση των καθηγητών, την αξιολόγηση καθηγητών και φοιτητών. Το αν μπορούμε πλέον να μιλάμε για το πανεπιστήμιο ως δημόσιο αγαθό, όταν έχουμε περάσει σε αυτό το δεύτερο στάδιο, αποτελεί καθαρά ρητορική ερώτηση […].