πηγή: alterthess.gr
Ο Στάθης Κουβελάκης, καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο King's College, βρέθηκε λίγες μερες πριν στην πόλη μας. Τέσσερις συνεργάτες του αlterthess τον "ανέκριναν" σε μία συνέντευξη αρκετά εκτενή, η οποία θα δημοσιευτεί σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος αφορά κυρίως την επιχειρηματικοποίηση των πανεπιστημίων στην Αγγλία και το εκπαιδευτικό κίνημα που δημιουργήθηκε το τελευταίο διάστημα εκεί. Το δεύτερο μέρος αφορά την πολιτικοθεωρητική κρίση της Αριστεράς μέσα στην γενικότερη οικονομική κρίση ενώ το τρίτο την κατάσταση της γαλλικής Aριστεράς και κάποιες εντυπώσεις που ο ίδιος αποκόμισε από την Θεσσαλονίκη. Σήμερα δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος της συνέντευξης. Τον ευχαριστούμε ιδιαίτερα για το χρόνο που μας διέθεσε για τη συνέντευξη αυτή.
Πως εξελίχθηκε η επιχειρηματικοποίηση των πανεπιστημίων στην Αγγλία;
Πριν ακόμη από τις πρόσφατες σαρωτικές μεταρρυθμίσεις, το πανεπιστήμιο στην Αγγλία είχε ήδη μετατραπεί σε έναν αισθητό βαθμό σε ένα επιχειρηματικό πανεπιστήμιο. Η αλλαγή αυτή έγινε με δύο τρόπους. Το πρώτο βήμα έγινε το 1988 όταν ήρθη η μονιμότητα των θέσεων των μελών ΔΕΠ. Να διευκρινήσουμε εδώ ότι τα μέλη ΔΕΠ στην Αγγλία ποτέ δεν είχαν το status των δημοσίων υπαλλήλων, πάντοτε ήταν με καθεστώς συμβάσεων αορίστου χρόνου. Αυτό που υπήρχε όμως, όπως υπάρχει και εν μέρει και τώρα στην Αμερική σε ένα τμήμα των θέσεων, είναι το ονομαζόμενο tenure position, δηλαδή μία μονιμότητα της θέσης που σημαίνει ότι το πανεπιστήμιο δεν μπορεί να προχωρήσει σε απολύσεις για οικονομικούς λόγους παρά μόνο αν υπάρχει μια γενικότερη αναδιοργάνωση του τμήματος ή της σχολής και αυτό υπό κάποιες προϋποθέσεις, και με ανάλογες αποζημιώσεις. Η μονιμότητα λοιπόν ήρθη το 1988 χωρίς να προκαλέσει τότε ιδιαίτερες αντιδράσεις από τα μέλη ΔΕΠ γιατί τα πανεπιστήμια βρίσκονταν σε μια φάση εξάπλωσης. Οπότε επί συντηρητικών η μεταρρύθμιση αυτή πέρασε στα μαλακά. Εκτός όμως από αυτό το σημείο, που είναι βέβαια μεγάλης σημασίας, έστω και αν δεν εγίνε άμεσα αντιληπτό, η περίοδος της διακυβέρνησης της Θάτσερ και των συντηρητικών (1979-1997) δεν έφερε μεγάλες αλλαγές στο πανεπιστήμιο. Αυτές έγιναν από τον Μπλερ και τους Εργατικούς. Τότε είχαμε την εγκαθίδρυση ενός επιχειρηματικού μοντέλου, κατ’αρχήν μέσω της καθιέρωσης διδάκτρων, που επίσης πέρασε σε μια πρώτη φάση χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις. Αρχικά, το 2000, το ύψος τους ορίστηκε στις 1000 λίρες το χρόνο, μετά από λίγα χρόνια υπερτριπλασιάστηκε στις 3.300 για τους εντός Ευρωπαϊκής Ενωσης φοιτητές και πολύ παραπάνω για τους εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Από εκείνη τη στιγμή τα πανεπιστήμια άρχισαν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την προσέλκυση φοιτητών, που θεωρούνται πλεόν πελάτες. Η λογική του ανταγωνισμού εντάθηκε ακόμη περισσότερο με την δημιουργία ενός ολόκληρου πλέγματος συστημάτων αξιολόγησης των υποτιθέμενων «επιδόσεών» τους. Κάποια απ’αυτά τα συστήματα είναι δημόσια, όπως το περίφημο RAE που αξιολογεί υποτίθεται την επίδοση στην έρευνα του κάθε μέλους ΔΕΠ και, στη βάση αυτή, του κάθε τμήματος. Κάποια άλλα βασίζονται στους πίνακες κατάταξης των πανεπιστήμιων σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο που επεξεργάζονται διάφοροι οργανισμοί, με εντελώς ομιχλώδη κριτήρια, πάντα όμως κομμένα και ραμένα στα μέτρα των μεγάλων πανεπιστημίων των ΗΠΑ, και στους οποίους τα ΜΜΕ δίνουν τερράστια δημοσιότητα. Στο δικό μου πανεπιστήμιο π.χ., το King’s College του Λονδίνου, έγινε τερράστιος ντόρος όταν, με βάση έναν από αυτούς τους πίνακες, μπήκαμε στα «25 καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου», λες και είμαστε κάποια επιχείρηση που μέτρησε την επίδοσή της στο χρηματιστήριο.
Αυτά συνοδεύτηκαν, και αυτό είναι μια βασική πτυχή της όλης μετατροπής, με την εσωτερική αναδιάρθρωση του πανεπιστημίου σύμφωνα με το επιχειρηματικό μοντέλο δια μέσου της συγκεντροποίησης των εξουσιών προς τα πάνω, σε όργανα που κατά κανόνα δεν είναι αιρετά. Δημιουργήθηκε έτσι εντός του θεσμού ένα στρώμα managers που έχουν συγκεντρώσει τεράστια εξουσία και πολύ υψηλές απολαβές και των οποίων η θέση εξαρτάται άμεσα από την εγκαθίδρυση αυτού του μοντέλου ανταγωνιστικότητας μεταξύ των πανεπιστημίων. Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η κατάσταση που υπήρχε μέχρι τώρα, δηλαδή μία υβριδιακή κατάσταση όπου από τη μία πλευρά είχαμε την νεοφιλελεύθερη επιχειρηματική αναδιάρθρωση του πανεπιστημίου και από την άλλη μία συνεχιζόμενη επεκτατική λογική του ίδιου του θεσμού, αύξησης του φοιτητικού πληθυσμού, κάτι που συνιστούσε ένα γενικότερο ευρωπαϊκό φαινόμενο σε συνθήκες κρίσης και ανεργίας. Δημιουργήθηκε έτσι ένας κοινωνικός συμβιβασμός με μια σειρά από κοινωνικά στρώματα, συμπεριλαμβανομένου και ενός τμήματος των μεσαίων και των λαϊκών στρωμάτων, με όρους πρόσβασης στην ανώτερη εκπαίδευση και διαχείρισης της κοινωνικής κινητικότητας.
Με ποιον τρόπο έγινε αυτός ο «κοινωνικός συμβιβασμός» δεδομένου ότι τα δίδακτρα ήταν δυσβάσταχτα για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα?
Ο τρόπος με τον οποίο αυτή η επιλογή εφαρμόστηκε ήταν μέσω ενός συστήματος δανείων. Οι φοιτητές δικαιούνται σχετικά χαμηηλότοκα δάνεια για να πληρώνουν τα δίδακτρα, και γενικότερα το κόστος των σπουδών τους, και τα οποία καλούνται να πληρώσουν μετά το πέρας των σπουδών, όταν εργάζονται και ο μισθός τους ξεπερνά ένα, αρκετά χαμηλό, όριο (εως τώρα 15 χιλιάδες λίρες ετησίως). Ας μην ξεχνάμε ότι η αλλαγή που έγινε στα πανεπιστήμια εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικοποίησης των οικονομιών. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας, όπως θα ξέρετε, λειτουργεί πλέον αυτονομημένος από την υπόλοιπη οικονομία και απευθύνεται πλέον απ’ευθείας στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά. Απευθύνεται βέβαια και σε κερδοφόρες συναλλαγές που πραγματοποιούνται στην χρηματοπιστωτική σφαίρα αλλά τα νοικοκυριά, μέσω του συστήματος του δανεισμού, δηλαδή της ενθάρρυνσης του δανεισμού από όλους τους τομείς από τους οποίους αποσύρεται το κοινωνικό κράτος, αποτελούν έναν βασικό πυλώνα της εξάπλωσης της χρηματιστικοποιήσης της οικονομίας. Οι τομείς αυτοί είναι η στέγη, η υγεία, οι συντάξεις αλλά και η παιδεία. Προωθούσαν στον κόσμο την άποψη ότι θα έχεις ενδεχομένως μεγαλύτερη πρόσβαση στο πανεπιστήμιο αλλά θα πρέπει να δανειστείς για να το κάνεις αυτό, όπως δανείζεσαι για να πάρεις σπίτι, αυτοκίνητο, για να έχεις συμπληρωματική σύνταξη κλπ. Αυτό εντάσσεται σε μια γενικότερη τάση του σημερινού καπιταλισμού.
Ποιες κατά τη γνώμη σου θα είναι οι επιπτώσεις της νέας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που προσπαθούν να περάσουν στην Αγγλία δεδομένου ότι το πανεπιστήμιο εκεί έχει ήδη όλα τα χαρακτηριστικά μιας επιχείρησης και όχι ενός δημοσίου αγαθού;
Εάν περάσει η επιχειρούμενη μεταρρύθμιση το αγγλικό πανεπιστήμιο θα μετατραπεί σε κάτι ακόμα πιο καθαρά επιχειρηματικό και νεοφιλελεύθερο από το αμερικάνικο πανεπιστήμιο, με την έννοια ότι καταργείται εντελώς κάθε δημόσια χρηματοδότηση των μισθών των μελών ΔΕΠ, και περιορίζεται δραστικά η υπόλοιπη χρηματοδότηση. Το κονδύλιο του προϋπολογισμού που προβλέπεται για τους μισθούς των πανεπιστημιακών περικόπτεται κατά 80%. Το 20% που απομένει θα δίνεται μόνο σε τέσσερις τομείς: στην ιατρική, στην μηχανική, στην πληροφορική, στην φυσική. Για όλα τα υπόλοιπα δεν προβλέπεται πλέον καμμία χρηματοδότηση που σημαίνει ότι για να επιζήσουν αυτά τα τμήματα, συμπεριλαμβανομένου και μεγάλου αριθμού τμημάτων στις θετικές επιστήμες, θα πρέπει να αντλούν πόρους αποκλειστικά από τα δίδακτρα που θα επιβάλλουν στους φοιτητές. Εξ’ού και σε μία πρώτη φάση ο τριπλασιασμός των διδάκτρων από τις 3,5 στις 9 χιλιάδες λίρες Αγγλίας εντός Ε.Ε. και γύρω στις 17-18 χιλιάδες λίρες για τους εκτός Ε.Ε., με μία προοπτική εντός τριετίας τα δίδακτρα στα «καλύτερα» απ’αυτά, αρχίζοντας βέβαια από την Οξφόρδη και το Κέμπριτζ, να είναι αντίστοιχα με αυτά των αμερικάνικων πανεπιστήμιων της ονομαζόμενης Ιvy League (τύπου Χάρβαρντ, ΜΙΤ, Πρίνστον, Γέηλ κλπ), της τάξης των 20- 25 χιλιάδων λιρών το χρόνο.
Οι επιπτώσεις αυτής της μεταρρύθμισης παραμένουν άγνωστες μέχρι στιγμής. Κανείς δεν ξέρει πόσα τμήματα και πόσα πανεπιστήμια θα επιβιώσουν. Οι πιο μετριοπαθείς προβλέψεις είναι ότι το 1/3 των τμημάτων και χοντρικά μια δεκαπενταριά πανεπιστημία στη χώρα θα κλείσουν ενώ χιλιάδες πανεπιστημιακοί θα χάσουν τη δουλειά τους. Και βεβαίως η πρόσβαση στο ίδιο το πανεπιστήμιο θα μειωθεί πάρα πολύ. Δηλαδή πίσω από αυτό που παρουσιάζεται ως ένα πρόγραμμα απλών περικοπών στον προϋπολογισμό υπάρχει ένα πολύ ευρύτερο κοινωνικό σχέδιο, αφάνταστης κοινωνικής σκληρότητας και αφάνταστου κοινωνικού ρεβανσισμού που, κατά τη γνώμη μου, χρησιμοποιώντας τους όρους του Φουκώ, εντάσσεται σε ένα σχέδιο πολύ πιο κατασταλτικής και εκπειθαρχημένης διαχείρισης συνολικότερα των κοινωνικών σχέσεων. Περνάμε δηλαδή από το κράτος του welfare (το κράτος της κοινωνικής πρόνοιας και των εργατικών κατακτήσεων) στο κράτος του workfare (του καταναγκασμού προς την εργασία). Παράλληλα με αυτή τη μεταρρύθμιση οι Τόρυδες κόβουν τα επιδόματα ανεργίας, εξαναγκάζουν κόσμο να δουλεύει δωρεάν στο ιδιωτικό τομέα σε συγκεκριμένες δουλειές (π.χ. στα σούπερ-μαρκετ Τέσκο) απλά για να διατηρεί το status του απασχολήσιμου και κάποια ελάχιστα επιδόματα και παροχές που ακόμα δίνονται. Πηγαίνουμε σε κάτι που σίγουρα θυμίζει την εποχή του καπιταλισμού της βιομηχανικής επανάστασης, αυτή που περιγράφει ο Ενγκελς στην Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, με τα workhouses, τα ιδρύματα καταναγκαστικής εργασίας, τη φυλακή και τους μηχανισμούς επιτήρησης και καταστολής ως βασικούς μηχανισμούς διαχείρισης μιας εργαζόμενης μάζας χωρίς δικαιώματα και κοινωνική υπόσταση.
Υπάρχει πιστεύεις κάποια ιδιαίτερη στόχευση ενάντια στις ανθρωπιστικές επιστήμες;
Οι ανθρωπιστικές επιστήμες βρίσκονται όντως στο στόχαστρο. Αυτό είναι μια γενικότερη τάση. Εδώ και αρκετά χρόνια βλέπουμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο τους κυρίαρχους κύκλους να θεωρούν ότι η εξάπλωση του πανεπιστημίου που πραγματοποιήθηκε μεταπολεμικά, και συνεχίστηκε, έστω και υπό υβριδιακές μορφές, στην πρώτη περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, ήταν ένα μεγάλο λάθος. Πιστεύουν ότι ο θεσμός ως τέτοιος παράγει κάτι που ούτε αναγκαίο είναι από μία αυστηρά οικονομική άποψη και επιπλέον είναι ξένο και στην ουσία εχθρικό σώμα από την άποψη των ευρύτερων ιδεολογικοπολιτικών συνεπειών του. Σε μια κοινωνία σαν την αγγλική, ο μοναδικός κοινωνικός χώρος που υπάρχει ακόμα κάτι, έστω και πολύ αμυδρά, έστω και σε μία πολύ υποτονική μορφή, κάτι όμως που συνδέεται με το πνεύμα της δεκαετίας του `60 και του `70 βρίσκεται στο πανεπιστήμιο. Και αυτό δεν μπορεί πλέον να γίνει ανεκτό στο πλαίσιο της γενικότερης αναδιάρθρωσης των κοινωνικών σχέσεων που θέλουν να επιβάλλουν ως διέξοδο για την κρίση του συστήματος και για αυτό το έχουν στοχεύσει και θέλουν να το διαλύσουν.
Εξίσου όμως είναι στο στόχαστρο και οι τομείς στις θετικές επιστήμες που δεν συνδέονται άμεσα με κάποια οικονομικά οφέλη ή με ένα επιχειρηματικό πνεύμα. Έκλεισαν για παράδειγμα το τμήμα Χημείας στο πανεπιστήμιο μου, όπου ξεκίνησαν οι εργασίες που οδήγησαν στην ανακάλυψη του DNA για τις οποίες υπάρχουν τώρα αναμνηστικές επιγραφές, πλάκες, φωτογραφίες των επιστημόνων που έκαναν τις σχετικές έρευνες. Τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουν και τα τμήματα μαθηματικών. Ποιος θα πάει να κάνει τόσο δύσκολες και πολύπλοκες σπουδές, απλά, αν εξαιρέσουμε τον ειδικό τομέα της πληροφορικής, για μία θέση στη μέση εκπαίδευση; Ποιος θα δανειστεί 30 και 40 χιλιάδες λίρες για να καλύψει ένα κόστος σπουδών για να πάρει ένα τέτοιο πτυχίο; Πρόκειται λοιπόν για ένα τεράστιο άλμα στο κενό, που το μόνο βέβαιο είναι ότι θα οδηγήσει σε μια δραματική συρρίκνωση και αποσάθρωση του πανεπιστημιακού θεσμού έτσι όπως τον ξέραμε έως τώρα.
Μπορούν να μετεξελιχθούν οι εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις σε κάτι ευρύτερο που να αφορά τη συνολική επίθεση που δέχεται ο κόσμος της εργασίας; Μπορεί δηλαδή το κίνημα αυτό να συνδέσει το επιμέρους με το γενικό και να συσπειρώσει ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες;
Αυτό που είδαμε στην Αγγλία το τελευταίο διάστημα είναι ότι το αναμενόμενο τέλος της διακυβέρνησης των Εργατικών, λόγω της τεράστια απογοήτευσης και αηδίας που ένοιωθε ο κόσμος για αυτούς, θα οδηγούσε σε μία παλινόρθωση των Συντηρητικών. Γι αυτό και αρχίσαν να γίνονται σε διάφορους χώρους μια σειρά από ζυμώσεις, ξεκινώντας από τα συνδικάτα, που παραμένουν η μαζικότερη, με μεγάλη διαφορά, μορφή κοινωνικής οργάνωσης, παρά την αποδυνάμωσή τους επί Θάτσερ. Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο διάστημα σε μια σειρά από μεγάλα μαζικά συνδικάτα εκλέχτηκαν ριζοσπαστικές συνδικαλιστικές ηγεσίες. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του συνδικάτου Unite που προέρχεται από συγχώνευση δύο παλαιότερων συνδικάτων (το Amicus και το TGWU) που ήταν επίσης πολύ μαζικά. Σήμερα το Unite, με περίπου 2 εκατ. μέλη είναι το πιο μαζικό της χώρας και συνιστά από μόνο του σχεδόν το 1/3 του συνδικαλιστικού κινήματος της Αγγλίας. Ο νέος του ηγέτης Λεν ΜακΚλάσκεϊ είναι ένας άνθρωπος πολύ αριστερός για τα αγγλικά δεδομένα. Είναι ανοιχτά σοσιαλιστής με μαρξιστικές ιδέες, και τροτσικιστικό παρελθόν που δεν το έχει αρνηθεί. Κέρδισε με απόλυτη πλειοψηφία, δεύτερος, με το ¼ των ψήφων, ήρθε ένας υποψήφιος που είναι ακόμη πιο αριστερά από τον Λεν Μακ Κλάσκεϊ, και είχε την υποστήριξη του SWP, του αγγλικού ΣΕΚ, ενώ τρίτος και καταϊδρωμένος με 20% των ψήφων βρέθηκε ο υποψήφιος της δεξιάς συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Σε πρόσφατες δηλώσεις του, ο ΜακΚλάσκεϊ δήλωσε ότι οι φοιτητές δεν θα μείνουν μόνοι και προανήγγειλε κινητοποιήσεις μεγάλης κλίμακας για την επόμενη άνοιξη.
Το τελευταίο επίσης συνέδριο του TUC, της ενιαίας συνομοσπονδίας των συνδικάτων, τον περασμένο Σεπτέμβρη, τράβηξε το ενδιαφέρον γιατί κυριάρχησε ένας λόγος ασυνήθιστα ριζοσπαστικός και μαχητικός. Υπάρχει λοιπόν μία γενικότερη τάση στην κοινωνία που δείχνει ότι μπαίνουμε σε μια φάση συγκρούσεων, σε μια φάση όπου θα δεχτούμε επιθέσεις και όπου θα πρέπει να οργανώσουμε άμυνες. Αυτή η τάση μπορεί να είναι προς το παρόν μειοψηφική αλλά είναι υπαρκτή. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να μας προβληματίσει γιατί η κυβέρνηση και το κυρίαρχο μπλοκ άνοιξαν τον κοινωνικό πόλεμο βάζοντας το πανεπιστήμιο ως πρώτο στόχο. Θεωρώ αξιοπρόσεκτο ότι η πρώτη κοινωνική σύγκρουση δεν γίνεται όπως παλαιότερα με κάποιο κλάδο του δημόσιου τομέα ή του ιδιωτικού, δεν γίνεται π.χ. με το συνδικάτο των εργατών μετάλλου ή των ανθρακωρύχων όπως επί Θάτσερ ή Χηθ αλλά γίνεται με τους φοιτητές. Είναι νομίζω κάτι πολύ χαρακτηριστικό της φάσης που βρισκόμαστε σήμερα.
Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με το πρώτο φοιτητικό κίνημα στην Αγγλία από τη δεκαετία του `70 το οποίο είναι σαφώς και πιο μαζικό. Θυμίζω ότι Αγγλία δεν είχε γνωρίσει τη δεκαετία του `70 σε εθνική κλίμακα φοιτητική κινητοποίηση και ίσως τώρα έχουμε και το πρώτο μαθητικό κίνημα που υπήρξε ποτέ σε αυτή τη χώρα. Στην Αγγλία σημειωτέον δεν είχαμε ποτέ, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κανένα παρελθόν μαθητικού κινήματος. Στην καλύτερη περίπτωση είχαμε συμμετοχή μαθητών σε κάποιες ευρύτερες νεολαιίστικες κινητοποιήσεις όπως ας πούμε σε αυτή του 2003 ενάντια στο πόλεμο ή στο Poll tax το 1990 και σε διαδηλώσεις ενάντια στο πόλεμο του Βιετνάμ παλαιότερα. Άρα μιλάμε για κάτι το εντελώς πρωτοφανές. Επιπλέον είναι πολύ εντυπωσιακό ότι οι μαθητές που συμμετείχαν στις πρόσφατες κινητοποιήσεις προέρχονται από υποβαθμισμένες περιοχές του Λονδίνου και των άλλων πόλεων, είναι παιδιά που τα χτυπάει άμεσα η μεταρρύθμιση που περνάει στα πανεπιστήμια και ειδικότερα το θέμα των διδάκτρων. Τους χτυπάει άμεσα και για έναν ακόμη λόγο, διότι τους κόβει τα επιδόματα που δίνονται σε πολύ φτωχές οικογένειες των 20 ή 30 το πολύ λιρών την εβδομάδα που τους επιτρέπει να πληρώνουν τα εισιτήρια των λεωφορείων, τα οποία είναι πολύ ακριβά. Οι Εργατικοί είχαν καθιερώσει αυτό το ειδικό επίδομα (το Educational Maintenance Allowance ή EΜΑ) που δινόταν σε παιδιά από πολύ φτωχές οικογένειες. Από τις περικοπές που ανήγγειλαν τώρα πρώτη πρώτη είναι αυτή. Ο ταξικός ρεβανσισμός μια κυρίαρχης ελίτ που ζει ακόμη με τα πρότυπα της βικτωριανής εποχής είναι κάτι το τρομακτικό. Μπορεί μετά το 17ο αιώνα να μην υπάρχει στην Αγγλία επαναστατική παράδοση αντίστοιχη με αυτή των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης, υπάρχει ωστόσο μια φοβερή σκληρότητα της ταξικής σύγκρουσης και των ταξικών σχέσεων που την βλέπουμε να αποτυπώνεται πολύ έντονα π.χ. στο αγγλικό σινεμά καθώς και στην αγγλική λογοτεχνία και κουλτούρα γενικότερα.
Το τελευταίο επίσης συνέδριο του TUC, της ενιαίας συνομοσπονδίας των συνδικάτων, τον περασμένο Σεπτέμβρη, τράβηξε το ενδιαφέρον γιατί κυριάρχησε ένας λόγος ασυνήθιστα ριζοσπαστικός και μαχητικός. Υπάρχει λοιπόν μία γενικότερη τάση στην κοινωνία που δείχνει ότι μπαίνουμε σε μια φάση συγκρούσεων, σε μια φάση όπου θα δεχτούμε επιθέσεις και όπου θα πρέπει να οργανώσουμε άμυνες. Αυτή η τάση μπορεί να είναι προς το παρόν μειοψηφική αλλά είναι υπαρκτή. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να μας προβληματίσει γιατί η κυβέρνηση και το κυρίαρχο μπλοκ άνοιξαν τον κοινωνικό πόλεμο βάζοντας το πανεπιστήμιο ως πρώτο στόχο. Θεωρώ αξιοπρόσεκτο ότι η πρώτη κοινωνική σύγκρουση δεν γίνεται όπως παλαιότερα με κάποιο κλάδο του δημόσιου τομέα ή του ιδιωτικού, δεν γίνεται π.χ. με το συνδικάτο των εργατών μετάλλου ή των ανθρακωρύχων όπως επί Θάτσερ ή Χηθ αλλά γίνεται με τους φοιτητές. Είναι νομίζω κάτι πολύ χαρακτηριστικό της φάσης που βρισκόμαστε σήμερα.
Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με το πρώτο φοιτητικό κίνημα στην Αγγλία από τη δεκαετία του `70 το οποίο είναι σαφώς και πιο μαζικό. Θυμίζω ότι Αγγλία δεν είχε γνωρίσει τη δεκαετία του `70 σε εθνική κλίμακα φοιτητική κινητοποίηση και ίσως τώρα έχουμε και το πρώτο μαθητικό κίνημα που υπήρξε ποτέ σε αυτή τη χώρα. Στην Αγγλία σημειωτέον δεν είχαμε ποτέ, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κανένα παρελθόν μαθητικού κινήματος. Στην καλύτερη περίπτωση είχαμε συμμετοχή μαθητών σε κάποιες ευρύτερες νεολαιίστικες κινητοποιήσεις όπως ας πούμε σε αυτή του 2003 ενάντια στο πόλεμο ή στο Poll tax το 1990 και σε διαδηλώσεις ενάντια στο πόλεμο του Βιετνάμ παλαιότερα. Άρα μιλάμε για κάτι το εντελώς πρωτοφανές. Επιπλέον είναι πολύ εντυπωσιακό ότι οι μαθητές που συμμετείχαν στις πρόσφατες κινητοποιήσεις προέρχονται από υποβαθμισμένες περιοχές του Λονδίνου και των άλλων πόλεων, είναι παιδιά που τα χτυπάει άμεσα η μεταρρύθμιση που περνάει στα πανεπιστήμια και ειδικότερα το θέμα των διδάκτρων. Τους χτυπάει άμεσα και για έναν ακόμη λόγο, διότι τους κόβει τα επιδόματα που δίνονται σε πολύ φτωχές οικογένειες των 20 ή 30 το πολύ λιρών την εβδομάδα που τους επιτρέπει να πληρώνουν τα εισιτήρια των λεωφορείων, τα οποία είναι πολύ ακριβά. Οι Εργατικοί είχαν καθιερώσει αυτό το ειδικό επίδομα (το Educational Maintenance Allowance ή EΜΑ) που δινόταν σε παιδιά από πολύ φτωχές οικογένειες. Από τις περικοπές που ανήγγειλαν τώρα πρώτη πρώτη είναι αυτή. Ο ταξικός ρεβανσισμός μια κυρίαρχης ελίτ που ζει ακόμη με τα πρότυπα της βικτωριανής εποχής είναι κάτι το τρομακτικό. Μπορεί μετά το 17ο αιώνα να μην υπάρχει στην Αγγλία επαναστατική παράδοση αντίστοιχη με αυτή των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης, υπάρχει ωστόσο μια φοβερή σκληρότητα της ταξικής σύγκρουσης και των ταξικών σχέσεων που την βλέπουμε να αποτυπώνεται πολύ έντονα π.χ. στο αγγλικό σινεμά καθώς και στην αγγλική λογοτεχνία και κουλτούρα γενικότερα.
Πιστεύω ότι η αμηχανία ή μάλλον η ανημπόρια της Αριστεράς είναι διπλή. Είναι κατ’αρχήν αδυναμία κατανόησης του τι γίνεται. Νομίζω ότι αυτή η αμηχανία είναι ένα επαναλαμβανόμενο ιστορικό φαινόμενο: σε κάθε μεγάλη κρίση του καπιταλισμού αντιστοιχεί και μια κρίση των εργαλείων κατανόησης της πραγματικότητας από την Αριστερά. Είναι μεγάλο λάθος να νομίζουμε ότι επειδή ο μαρξισμός εξηγεί τον εμμενή χαρακτήρα της κρίσης στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, παρέχει και ένα είδος ασφάλειας ή εκ των προτέρων επάρκειας για την στρατηγική αντιμετώπιση των κρίσεων από τα πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα στα οποία αναφέρεται η Αριστερά, το εργατικό κίνημα και ο μαρξισμός γενικότερα.
Σε κάθε μεγάλη κρίση του καπιταλισμού είχαμε μια μεγάλη θεωρητική και στρατηγική κρίση του μαρξισμού. Η πρώτη μεγάλη κρίση του καπιταλισμού το 19ου αιώνα κατέληξε στην γνωστή κρίση του ρεβιζιονισμού με τη συζήτηση και την σύγκρουση που ακολούθησε γύρω από τις θέσεις του Μπερνστάϊν, ο οποίος σημειωτέον, αν και δεξιόστροφος, ήταν ένας πρωτότυπος στοχαστής που προσπάθησε να σκεφτεί τις νέες τάσεις της συγκυρίας και τουλάχιστον άνοιξε τη συζήτηση. Η επόμενη μεγάλη κρίση ήταν με τον πρώτο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τη νίκη του Οκτώβρη που ανέτρεψε πλήρως όλη τη στρατηγική της Δεύτερης Διεθνούς, αλλά τελικά άνοιξε το δρόμο σε ένα νέο θεωρητικό και πολιτικό υπόδειγμα . Η τρίτη μεγάλη κρίση ήταν αυτή του `29 με την άνοδο του φασισμού που επίσης αποπροσανατόλισε σε τεράστιο βαθμό την Αριστερά. Και μόνο μια επιφανειακή αναφορά στο έργο για παράδειγμα του Γκράμσι ή του Τρότσκι αρκεί για να δείξει πως οι μεγάλοι μαρξιστές της εποχής κατέβαλαν μια απέλπιδα προσπάθεια κατανόησης των νέων δεδομένων και των λόγων για τους οποίους το εργατικό κίνημα, με πανίσχυρα κόμματα και κινήματα, ηττάται και μάλιστα συντριπτικά, παίρνοντας ως παράδειγμα τόσο την Γερμανία αλλά και πιο πριν την Ιταλία με την επικράτηση του Μουσσολίνι. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να μπορέσουν, με τα λαϊκά μέτωπα και την ένοπλη αντιφασιστική αντίσταση, οι οργανώσεις της Αριστεράς να αρθρώσουν κάποιες πρώτες απαντήσεις σε αυτή τη συγκυρία και σε αυτό το ζήτημα.
Η κρίση της δεκαετίας του `70 έχει πολλά κοινά με τη σημερινή. Εχω προσέξει ότι πολλές φορές συγκρίνουμε την παρούσα κρίση με αυτήν του `29 και ξεχνάμε ότι η κρίση του `70 είναι μια τομή στην μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης και του κόσμου γενικότερα, που οδήγησε σε μια μεγάλη κρίση και αμηχανία του μαρξισμού. Η νέα κρίση του μαρξισμού στα τέλη της δεκαετίας του `70 εντάσσεται σε αυτά τα πλαίσια και βεβαίως στο τότε πρόβλημα των καθεστώτων του ονομαζόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και της δικής τους προϋπάρχουσας εγγενούς κρίσης. Η τωρινή κρίση απαιτεί λοιπόν μια προσπάθεια επαναθεμελίωσης και ανανέωσης των ίδιων των εργαλείων κατανόησης αυτής της πραγματικότητας. Αυτό είναι μια δουλειά που πρέπει όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τον συλλογικό διανοούμενο της Αριστεράς να τα πάρουν πολύ σοβαρά υπόψη τους με μια αίσθηση συλλογικής και ατομικής ευθύνης. Θέλω να τονίσω εδώ και την ατομικά, ηθική με μια έννοια, διάσταση αυτής της ευθύνης, την οποία θέτω με τους όρους του Σαρτρ: «τι έκανες εσύ συγκεκριμένα για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης;». Είναι μια ευθύνη που βαραίνει τον καθένα, στην κλίμακά του και από τη θέση που βρίσκεται, αλλά που ταυτόχρονα συμμετέχει στη συλλογική προσπάθεια που αναφέρεται στο εργατικό και το αριστερό κίνημα και συμβάλει στην ανασυγκρότησή του.
Η δεύτερη αφωνία της αριστεράς είναι η στρατηγική της αμηχανία. Ο πυρήνας του προβλήματος είναι απλός, τουλάχιστον στη διατύπωσή του: εδώ και καιρό η Αριστερά δεν έχει στρατηγική πρόταση γιατί δεν έχει μία πρόταση που να θέτει το θέμα της εξουσίας και της κοινωνικής αλλαγής με έναν τρόπο συγκεκριμένο και όχι με έναν τρόπο διακηρυκτικό. Τι κάνει λοιπόν η Αριστερά στερούμενη μιας τέτοιας πρότασης; Αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον κινηματισμό, δηλαδή στην αντίληψη ότι η πολιτική δεν είναι παρά μια άμεση προέκταση των κινημάτων, και στον αφηρημένο προπαγανδιστικό ορίζοντα της άλλης κοινωνίας και της επανάστασης. Τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος πόλος αυτής της ταλάντευσης είναι εξ’ίσου προβληματικοί.
Ο πρώτος αποτελεί από μόνος του μια αναίρεση της αναγκαιότητας ενός αριστερού πολιτικού υποκειμένου, εφόσον δικαίως μπορούν να του αντιτάξουν οι οπαδοί της αυτονομίας και αυτάρκειας των κινημάτων και του κοινωνικού το εξής ερώτημα: «τι να τα κάνουμε τα κόμματα; Μια χαρά είναι τα κινήματα έτσι όπως είναι, δεν έχουμε ανάγκη από κόμματα. Και για να αναπτυχθούν ανεμπόδιστα τα κινήματα, εφόσον αυτός είναι ο ορίζοντας μας, ας αποσυρθούμε από το πεδίο της πολιτικής, από το οποίο δεν έχουμε και τίποτα το θετικό να περιμένουμε, υπάρχει και η ιστορική καταστροφική εμπειρία του 20ου αιώνα, οπότε ας αρκεστούμε σε αυτό». Μια τέτοια συλλογιστική δεν είναι κάτι καινούργιο ιστορικά, αυτή ήταν πάντα στο κάτω κάτω η κλασσική λογική του ελευθεριακού και αναρχικού κινήματος από το 19ο αιώνα, να μην τίθεται το ζήτημα της εξουσίας. Αυτό δεν είναι καν λογική αριστεράς, αριστερά υπάρχει όταν τίθεται με πολιτικούς όρους το ζήτημα της εξουσίας και των ταξικών σχέσεων στην κοινωνία γενικότερα, όταν τίθεται δηλαδή εστιάζοντας στις ειδικές του μορφές συμπύκνωσης: άρα στο πεδίο του κράτους και της πολιτικής εξουσίας της κυρίαρχης τάξης και του μπλοκ δυνάμεων που τη στηρίζει.
Από την άλλη πλευρά, όπως είπα προηγουμένως, έχουμε τον αφηρημένο ορίζοντα της άλλης κοινωνίας και της επανάστασης δηλαδή έναν αφηρημένο και διακηρυκτικό προπαγανδιστικό λόγο για την επανάσταση, για τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό που μάλιστα εσχάτως πληροφορούμαστε ότι είναι «ιδέα» και όχι υπαρκτή κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Αυτή η αμφιταλάντευση ανάμεσα στους δύο πόλους θέτει εκτός πεδίου την τρίτη θέση, δηλαδή την στρατηγική πρόταση, που είναι κατά τη γνώμη ο μοναδικός δρόμος για να βγεί η Αριστερά από την σημερινή της αφωνία. Η κρίση δεν αποτελεί λοιπόν από μόνη την αιτία της αμηχανίας της Αριστεράς, αυτή προϋπήρχε της κρίσης αλλά με την κρίση φαίνεται πια ανάγλυφη. Ο βασιλιάς είναι γυμνός με δύο λόγια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου