πηγή: Κόντρα
Της Γιούλας Γκεσούλη
Η πεποίθηση ότι το «νέο σχολείο», που απαιτούν οι «σημερινές συνθήκες», πρέπει να προσφέρει αποκλειστικά δεξιότητες (λίγα ελληνικά, λίγα μαθηματικά και βασικές γνώσεις στις φυσικές επιστήμες, αγγλικά και χρήση Η/Υ), χρήσιμες για την αγορά εργασίας και ταυτόχρονα να είναι φθηνό και ευέλικτο, εκπορεύεται από κάθε ενέργεια του υπουργείου Παιδείας.
Τελευταίο δείγμα αυτής της πολιτικής είναι το νέο νομοσχέδιο που ετοιμάζει η Διαμαντοπούλου, τις βασικές αρχές του οποίου παρουσίασε στο Υπουργικό Συμβούλιο (29/12/2010).
Τελευταίο δείγμα αυτής της πολιτικής είναι το νέο νομοσχέδιο που ετοιμάζει η Διαμαντοπούλου, τις βασικές αρχές του οποίου παρουσίασε στο Υπουργικό Συμβούλιο (29/12/2010).
Κάθε παιδαγωγική αντίληψη (σε αστική, βέβαια, κατεύ-θυνση), που διέτρεχε τη διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων θεωρείται περιττή. Το νέο πρόγραμμα σπουδών είναι «πλαίσιο εκπαιδευτικών στόχων», «μετρήσιμων», σύμφωνα με όσα επιβάλλουν οι δείκτες του ΟΟΣΑ, στην υλοποίηση των οποίων εξαντλείται και ο κεντρικός σχεδιασμός και η βασική ευθύνη της Πολιτείας. Από κει και πέρα δίνονται «δυνατότητες τοπικών εφαρμογών», με παρέμβαση δημαρχαίων, περιφερειαρχών, τοπικών επιχειρηματιών, συλλόγων και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων.
Την αντίληψη αυτή υπηρετούν η κατάργηση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (ΠΙ) και του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ) (η σημειολογία αυτής της πράξης είναι εμφανής).
Το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας επικεντρώνεται σε δυο τομείς, που αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος: από τη μια μεριά το «ευέλικτο, παιδαγωγικά διαφοροποιημένο», «αποκεντρωμένο», φθηνό ταξικό σχολείο, για τη συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών των εργαζόμενων, με απώλεια κάθε ίχνους δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα και από την άλλη η εκ νέου «αναμόρφωση» των προτύπων-πειραματικών σχολείων για επιλεγμένους μαθητές που θα λειτουργήσουν ως «κυψέλες αριστείας και εφαρμογής πειραματικών εκπαιδευτικών πολιτικών».
Το πρώτο μέρος του νομοσχέδιου, με τίτλο «Αναδιάρθρωση δομών υποστήριξης του Παιδαγωγικού, Εκπαιδευτικού και Ψηφιακού σχεδιασμού του υπουργείου Παιδείας», περιέχει δυο βασικά σημεία: Πρώτον, την ίδρυση νέου φορέα, «επιτελικού και ευέλικτου», στον οποίο μεταβιβάζονται οι κύριες αρμοδιότητες τεσσάρων φορέων, που τώρα καταργούνται: του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, του Κέντρου Εκπαιδευτικής Ερευνας, του Ινστιτούτου Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης και του Οργανισμού Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών.
Το υπουργείο ομολογεί ότι την κατάργηση αυτών των φορέων (ειδικά του ΠΙ) επιβάλλει «η στενή εξειδίκευση, προς την οποία οδηγούνται ολοένα και περισσότερο οι επιστημονικοί κλάδοι». Σε επίπεδο περιεχομένου αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών, η ανάγκη αυτή αποτυπώνεται στο σχεδιασμό υλοποίησης των «μετρήσιμων εκπαιδευτικών στόχων». Ο νέος φορέας θα είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, ώστε να συνδυάζει, σύμφωνα με το κείμενο της εισήγησης, «την ασφάλεια και το κύρος του δημοσίου φορέα με την ευελιξία του ιδιωτικού».
Δεύτερον, την εξέλιξη του Ερευνητικού Ακαδημαϊκού Ινστιτούτου Τεχνολογίας Υπολογιστών (Ε.Α.Ι.Τ.Υ.) σε βασικό κόμβο συνολικών ψηφιακών εφαρμογών και μέσων στην εκπαίδευση. Με τις διατάξεις του νομοσχέδιου, η αποστολή αυτή ανατίθεται σε νέο φορέα, Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με έδρα την Πάτρα, στους σκοπούς του οποίου προστίθενται ο σχεδιασμός, η οργάνωση και ο συντονισμός της παραγωγής και διανομής των σχολικών βιβλίων τόσο σε έντυπη όσο και σε ηλεκτρονική μορφή.
Παράλληλα καταργείται ο ΟΕΔΒ, υπεύθυνος για τη Δημόσια και Δωρεάν χορήγηση σχολικών βιβλίων, ο οποίος εκδίδει ετησίως 1.200 τίτλους βιβλίων σε 45.000.000 αντίτυπα, με μέσο κόστος ανά βιβλίο πολύ πιο κάτω από ένα (1) ευρώ, όταν στην ελεύθερη αγορά στοιχίζει πολύ πιο πάνω από δέκα (10) ευρώ. Οι εργαζόμενοι στον ΟΕΔΒ καταγγέλλουν –και έχουν δίκιο– ότι η εκχώρηση των αρμοδιοτήτων του ΟΕΔΒ σ’ ένα ΝΠΙΔ είναι η απόδειξη της κατάργησης της Δημόσιας έκδοσης και διανομής των σχολικών βιβλίων (αλλιώς ποιος ο λόγος κατάργησης του ΟΕΔΒ;).
Σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας, τα έσοδα του νέου αυτού φορέα προέρχονται «από τον τακτικό προϋπολογισμό και τον προϋπολογισμό δημόσιων επενδύσεων του Υπουργείου Παιδείας, από την Ευρωπαϊκή Ενωση και ιδίως από πόρους του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (Ε.Σ.Π.Α)…» και από «την παροχή υπηρεσιών και την διάθεση προϊόντων κ.α.». Επομένως, είναι κυριολεκτικά στον αέρα η δωρεάν διανομή των σχολικών βιβλίων, αφού από τη μια οι δαπάνες της έκδοσης-διανομής τους είναι ανελαστικές και από την άλλη είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα εξασφαλιστούν οι αναγκαίοι πόροι από το ΕΣΠΑ (ειδικά μετά το τέλος του). Ετσι, το ΝΠΙΔ είναι σίγουρο ότι θα καταφύγει στην εξασφάλιση της δαπάνης από «την παροχή των υπηρεσιών και τη διάθεση των προϊόντων». Κοντολογίς, θα κληθούν οι γονείς των μαθητών, μετά το 2013 (που κουτσά-στραβά και με καθυστέρηση θα διανεμηθούν τα βιβλία), να βάλλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη.
Είναι φανερό ότι η Διαμαντοπούλου ψεύδεται όταν διαβεβαιώνει ότι «από πουθενά δεν προκύπτει η κατάργηση των δωρεάν βιβλίων». Αλλωστε, η ίδια στη συνέχεια αναιρεί αυτόν τον ισχυρισμό της, όταν δηλώνει ότι «τα βιβλία μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν» και ότι «θα διακριθούν τα σχολεία και οι μαθητές που θα παρουσιάσουν τα βιβλία στο τέλος της χρονιάς σε άριστη κατάσταση».
Στα παραπάνω συνηγορεί και το γεγονός ότι το νέο πρόγραμμα σπουδών, στο πλαίσιο του «νέου σχολείου», δεν προβλέπει τη συγγραφή νέων σχολικών βιβλίων. Η παροχή εκπαιδευτικού υλικού θα γίνεται μέσω διαδικτύου. Από κει και πέρα οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί θα κληθούν είτε να το κατεβάζουν από αυτό είτε να το αγοράζουν. Τα παραπάνω γίνονται στο όνομα της επίκλησης του «ψηφιακού άξονα του νέου σχολείου».
Το έντυπο βιβλίο, ταξιδευτής ονείρων, φαντασίας και δημιουργικής σκέψης, είναι αναντικατάστατο και οι νέες τεχνολογίες μόνο συμπληρωματικά ως προς αυτό μπορούν να λειτουργήσουν, είτε στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας είτε εκτός αυτής. Τη μοναδική αυτή αλήθεια προσπαθούν να σκεπάσουν οι νοσηροί εγκέφαλοι της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας, επειδή δε νοιάζονται για τον άνθρωπο, για τη γνώση, αλλά μόνο για τις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς, στις οποίες τυφλά υπακούουν και επειδή θέλουν να πετσοκόψουν, προς όφελος του κεφαλαίου, κάθε «παροχή» προς την εργαζόμενη κοινωνία και τη νεολαία.
Το δεύτερο μέρος του νομοσχέδιου αφορά στην «αναμόρφωση των πειραματικών-προτύπων σχολείων». Ετσι δίνεται έμφαση στον κάθετο ταξικό διαχωρισμό, που ήταν ως τώρα ορατός ανάμεσα στους δυο πόλους της εκπαίδευσης, τον δημόσιο και τον ιδιωτικό.
Στο πλαίσιο του δημόσιου σχολείου, δημιουργείται πόλος συσπείρωσης επιλεγμένων μαθητών (στο Δημοτικό η επιλογή γίνεται με κλήρωση, από κει και πέρα η παραμονή στο Γυμνάσιο-Λύκειο εξαρτάται από τις επιδόσεις του μαθητή σε εξετάσεις ή τεστ δεξιοτήτων), που θα αποτελούν την ελίτ, προερχόμενων κυρίως από μεσοαστικά ή και αστικά σ’ ένα βαθμό στρώματα. Τα σχολεία αυτά «θα γίνουν σχολεία αναφοράς ποιοτικού εκπαιδευτικού έργου με στόχο την προώθηση της αριστείας». Θα αποτελούν δε τον Δούρειο Ιππο για το πέρασμα κάθε νέας αντιεκπαιδευτικής πολιτικής.
Η Διαμαντοπούλου δήλωσε ότι θα μπορούν να αυξάνουν το ωράριό τους, να έχουν απογευματινές δραστηριότητες με τη συμμετοχή περισσότερης «κοινωνίας», συνεργασίες με «κοινωνικούς φορείς», κ.λπ., να εφαρμόζουν νέα μοντέλα διοίκησης (διευθυντές-μάνατζερ), δηλαδή να αναπτύσσουν δραστηριότητες στο πλαίσιο της ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου