Περίληψη
Στην εργασία αυτή η νοµοτελής ανάπτυξη της επιστηµονικής σκέψης εξετάζεται ως "φυσικοϊστορική" διαδικασία, στιγµές της οποίας είναι οι εκάστοτε γνωσιακές συγκυρίες, ως ιστορικά συγκεκριµένες βαθµίδες της ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας που προσδιορίζονται από: 1) Την υφή, τον χαρακτήρα, τον τρόπο συγκρότησης του αντικειµένου, το είδος των αλληλεπιδράσεων των µερών του και το επίπεδο της ανάπτυξής του. 2) Το επίπεδο ανάπτυξης της επιστηµονικής γνώσης περί του αντικειµένου, τα κεκτηµένα της επιστήµης και τους τρόπους διερεύνησής του. 3) Το επίπεδο ανάπτυξης και το είδος του υποκειµένου της έρευνας (ερευνητή), τη σχέση του µε τα θεµέλια της επιστήµης και τη µεθοδολογική αναστοχαστική του ικανότητα. 4) Την περιρρέουσα κοινωνική-πολιτισµική συγκυρία, τις ανάγκες και την (καθοριζόµενη από συσχετισµούς δυνάµεων, συµφερόντων κλπ.) δεσπόζουσα «κοινωνική ζήτηση», που προβάλλουν ως αξιώσεις προς την επιστήµη.
Εξετάζεται το φάσµα (δηµιουργικών και αυτοκαταστροφικών) δυνατοτήτων που προβάλλει ιδιαίτερα έντονα κατά τις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες.
Αναδεικνύεται η αντιφατικότητα που χαρακτηρίζει την άµεση και απροκάλυπτη υπαγωγή της επιστήµης και της εκπαίδευσης στις τρέχουσες και απώτερες ανάγκες της κερδοφορίας του ισχυρότερου µονοπωλιακού κεφαλαίου επί κεφαλαιοκρατίας, καθώς και σειρά εκφυλιστικών φαινοµένων στην επιστήµη και στην εκπαίδευση. Έµφαση δίδεται στις καθολικές δηµιουργικές δυνατότητες εντός της επιστήµης και της παιδείας, µε τις οποίες συνδέεται η προοπτική χειραφέτησης και ενοποίησης της ανθρωπότητας.
Εισαγωγή
Βάσει της «Λογικής της Ιστορίας»(Βαζιούλιν 2004), της θεωρητικής και µεθοδολογικής προσέγγισης που πρεσβεύω, η επιστήµη και η παιδεία δεν µπορούν να θεωρούνται ως µορφώµατα αποκοµµένα από την διάρθρωση της κοινωνίας και από το κοινωνικό γίγνεσθαι (βλ. και Bernal). Δεν µπορεί επίσης να εξετάζονται υπό το πρίσµα µονοµερειών, οι οποίες έχουν κατά καιρούς επικρατήσει κατά την διάρκεια του 20ου αι., όπως λ.χ. αυτών που ανάγουν την επιστήµη σε φορµαλισµούς της τυπικής λογικής (όπως στον λογικό θετικισµό, βλ. σχετικά: Carnap, Κράφτ, Πάνου), σε «συµβολικές κατασκευές», είτε σε κοινωνικο-ψυχολογικές συµβάσεις (βλ. π.χ. Kuhn).
Η επιστήµη συνιστά ένα µόρφωµα της κοινωνικής συνείδησης (Πατέλης 1998). Η τελευταία συγκροτείται µέσω µιας διττής αποβλεπτικότητας. Αφ’ ενός µεν είναι σχέση νοητικής προσοικείωσης, πρόσκτησης αντικειµένων (συν-ειδέναι), αφ’ ετέρου δε, συνιστά συνειδητοποίηση αυτού του υποκειµένου ως υποκειµένου και της σχέσης του µε άλλα υποκείµενα (συν-ειδέναι), µια λειτουργία που προορίζεται για την ρύθµιση των σχέσεων µεταξύ των ανθρώπων ως υποκειµένων.
Προϊούσης της διαδικασίας του καταµερισµού εργασίας εντός του ιστορικού γίγνεσθαι, αυτονοµείται σχετικά η συνδεόµενη µε την σκοποθεσία νοητική προσοικείωση της πραγµατικότητας, το ειδέναι, συστηµατική έκφανση του οποίου σε κοινωνίες µε ανεπτυγµένο και δη, ανταγωνιστικού χαρακτήρα καταµερισµό της εργασίας, είναι η επιστήµη. Η κίνηση αυτή πραγµατοποιείται µέσα από αλλεπάλληλες ποιοτικές, ουσιώδεις και ανατροφοδοτούµενες αναβαθµίσεις των συστηµάτων εµπράγµατης (τεχνολογικής) και ιδεατής (νοητικής) διαµεσολάβησης της (πρωτίστως εργασιακής) σχέσης του ανθρώπου µε τη φύση, αλλά και των σχέσεων µεταξύ των ανθρώπων. Αρχικά η γνώση αποτελεί συνιστώσα (µέσο) της σκοποθεσίας της εργασίας για την λήψη του επιθυµητού αποτελέσµατος. Με την σχετική αυτονόµηση της επιστήµης, σκοπός της τελευταίας γίνεται η διαφόρων επιπέδων γνώση περί του αντικειµένου της. Στην επιστηµονικά συγκροτηµένη τεχνολογία, η εφαρµοσµένες εκδοχές του εκάστοτε διαθέσιµου διεπιστηµονικού κεκτηµένου, χρησιµοποιούνται ως µέσο για την επίτευξη του ζητούµενου κατασκευαστικού σκοπού. Για τους λόγους αυτούς, µαζί µε τα βασικά είδη εργασίας (εργασία για την παραγωγή αγαθών προς κατανάλωση και µέσων και αντικειµένων παραγωγής) διακρίνεται και η εργασία για την προπαρασκευή-κατάρτιση του ανθρώπου ως υποκειµένου της εργασίας, µέσω της παραγωγής, αναπαραγωγής και διάδοσης (επιστηµονικών και µη) γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων.
Αυτή η εργασιακή συνιστώσα της εκπαίδευσης, δηλαδή η εργασία για την παραγωγή και αναπαραγωγή της βασικής παραγωγικής δύναµης –του ανθρώπου της εργασίας, φορέα συγκεκριµένων ιδιοτήτων– είναι η ουσιωδέστερη και στρατηγικής εµβέλειας διάσταση της εκπαίδευσης, παράγωγα της οποίας είναι όλες οι υπόλοιπες λειτουργίες της τελευταίας, µε προεξάρχουσα τη λειτουργία της παραγωγής και αναπαραγωγής του υποκειµένου των σχέσεων παραγωγής και του όλου πλέγµατος των κοινωνικών σχέσεων, του υλικού και πνευµατικού πολιτισµού. Απ’ αυτή την εργασιακή συνιστώσα απορρέει και σ’ αυτήν κατατείνει και προσανατολίζεται µε ποικίλους τρόπους η οργανικά συνδεόµενη µε την επιστήµη οργανωµένη εκπαίδευση, η οποία συνιστά «επεξεργασία» ανθρώπων και επεξεργασία γνώσεων, δεξιοτήτων, ικανοτήτων.
Η νοµοτελής ανάπτυξη της επιστήµης και η γνωσιακή συγκυρία.
Η επιστήµη προβάλλει ως συστηµατική παραγωγή αντικειµενικής, τεκµηριωµένης και αληθούς γνώσης περί του µέρους εκείνου του επιστητού που αποτελεί το γνωστικό της αντικείµενο. Η επιστήµη είναι µεν γνωστική σχέση του υποκειµένου προς το αντικείµενο (ειδέναι), η οποία όµως διαµεσολαβείται πάντοτε από κοινωνικά-πολιτισµικά επεξεργασµένα νοητικά είτε και τεχνικά µέσα και τρόπους προσοικείωσης του αντικειµένου, αλλά συµβάλλει και στη συνειδητοποίηση της σχέσης µεταξύ υποκειµένων (ως υποκειµένων της δραστηριότητας που αναπτύσσουν και των σχέσεων που συνάπτουν) και ως εκ τούτου, είναι και µορφή κοινωνικής συνείδησης, η οποία συνδέεται µε τις λοιπές µορφές του κοινωνικού συν-ειδέναι: ηθική, πολιτική, δίκαιο, αισθητική, θρησκεία και φιλοσοφία. Η σύνδεση αυτή της επιστήµης µε τις µορφές του κοινωνικού συν-ειδέναι, είτε ανακύπτει αυθόρµητα, οπότε η συνειδητοποίηση της κοινωνικής θέσης και του ρόλου της επιστήµης και του επιστήµονα λαµβάνει χώρα µε τους όρους της αγοραίας καθηµερινής συνείδησης και του κοινού νου (και τις συνακόλουθες µονοµέρειες, προκαταλήψεις, κ.ο.κ.), είτε αποκαθίσταται συνειδητά, κυρίως µέσω του µεθοδολογικού και φιλοσοφικού αναστοχασµού. Στο βαθµό που η επιστήµη καθίσταται άµεση παραγωγική δύναµη, παρατηρείται διεύρυνση και εµβάθυνση αυτής της διαµεσολάβησης.