Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Το πανεπιστήμιο στον 21ο αιώνα: σκέψεις για μια εναλλακτική παγκοσμιοποίησή του

πηγή: avgi.gr
του Μποαβεντουρα ντε Σουζα Σαντος

Ο Boaventura de Sousa Santos, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κόιμπρα της Πορτογαλίας είναι ένας από τους πιο διακεκριμένους διεθνώς πορτογάλους κοινωνικούς επιστήμονες. Βασικά θέματα με τα οποία ασχολείται είναι η παγκοσμιοποίηση, η κοινωνιολογία του δικαίου και του κράτους και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στο άρθρο του δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Eurozine την 1.7.2010, αφού εξετάσει τη διαδικασία εμπορευματοποίησης του πανεπιστημίου, που συστηματοποιείται και διεθνοποιείται από το 1990 και μετά, αναζητάει τους δρόμους για μια ριζοσπαστική δημοκρατική μεταρρύθμισης, που θα υπερασπίζεται το πανεπιστήμιο ως δημόσιο αγαθό, στο πλαίσιο μιας εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, ενάντια στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Στο φόντο των συνεχιζόμενων κινητοποιήσεων ενάντια στον νόμο Διαμαντοπούλου, δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το αξιόλογο αυτό κείμενο (πλήρες, στα αγγλικά εδώ), με την πρόθεση να βοηθήσουμε στο άνοιγμα της συζήτησης στις διεθνείς της διαστάσεις.
Στρ. Μπ.

Εντοπίζω δύο φάσεις στη διαδικασία εμπορευματοποίησης του δημόσιου πανεπιστημίου. Στην πρώτη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η εθνική αγορά πανεπιστημιακής εκπαίδευσης επεκτείνεται και ενοποιείται. Στη δεύτερη φάση, μαζί με την εθνική αγορά, αναδύεται με μεγάλο δυναμισμό μια διακρατική αγορά ανώτερης και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, την οποία, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου την προωθούν ως παγκόσμια λύση για τα προβλήματα της εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση του πανεπιστημίου βρίσκεται σε εξέλιξη. Πρόκειται νέο φαινόμενο. Βεβαίως, η διεθνοποίηση των πανεπιστημιακών ανταλλαγών είναι μια παμπάλαιη διαδικασία, αφού τη συναντάμε ήδη στα μεσαιωνικά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια (για να μη μιλήσουμε για τα πρώτα ισλαμικά πανεπιστήμια στην Αφρική). Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πήρε τη μορφή της επιμόρφωσης, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, φοιτητών από τις χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας στα πανεπιστήμια των μητροπολιτικών χωρών, καθώς και της συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων από διαφορετικές χώρες. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, τέτοιες διακρατικές σχέσεις έχουν φτάσει σε ένα νέο επίπεδο. Η νέα διεθνοποίηση είναι πολύ ευρύτερη από ό,τι η προγενέστερη και η λογική της είναι, σε αντίθεση με εκείνην, αποκλειστικά εμπορική.
Οι δύο καθοριστικές διαδικασίες της δεκαετίας του 1990 --η απόσυρση του κράτους από τη χρηματοδότηση του δημόσιου πανεπιστήμιο και η εμπορευματική παγκοσμιοποίηση του πανεπιστημίου-- αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι οι δύο πυλώνες ενός μεγάλου παγκόσμιου μοντέλου εκπαιδευτικής πολιτικής, που επιδιώκει να αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο έχει συγκροτηθεί το πανεπιστήμιο ως δημόσιο αγαθό, μετατρέποντάς το σε ένα τεράστιο και εξαιρετικά κερδοφόρο πεδίο για το εκπαιδευτικό καπιταλισμό. Αυτό το μεσο-μακροπρόθεσμο σχέδιο περιλαμβάνει διάφορα στάδια και μορφές εμπορευματικοποίησης του πανεπιστημίου. Στο αρχικό στάδιο, το δημόσιο πανεπιστήμιο, προκειμένου να ξεπεράσει την οικονομική κρίση, αναγκάζεται να εξεύρει δικούς του οικονομικούς πόρους, συμπράττοντας δηλαδή με το βιομηχανικό κεφάλαιο. Σε αυτό το επίπεδο, το δημόσιο πανεπιστήμιο διατηρεί την αυτονομία και τη θεσμική του ιδιαιτερότητα, ιδιωτικοποιώντας μέρος των υπηρεσιών που παρέχει. Το δεύτερο στάδιο είναι η μεθοδευμένη εξάλειψη της διάκρισης μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών πανεπιστημίων, και η μετατροπή έτσι του πανεπιστήμιου, εν συνόλω, σε επιχείρηση: έναν οργανισμό που όχι μόνο παράγει για την αγορά, αλλά και αναπαράγεται ο ίδιος ως αγορά, μια αγορά πανεπιστημιακών υπηρεσιών που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα, από τη διοίκηση, τη διδασκαλία και την υλικοτεχνική υποδομή, μέχρι την πιστοποίηση των σπουδών, την κατάρτιση των καθηγητών, την αξιολόγηση καθηγητών και φοιτητών. Το αν μπορούμε πλέον να μιλάμε για το πανεπιστήμιο ως δημόσιο αγαθό, όταν έχουμε περάσει σε αυτό το δεύτερο στάδιο, αποτελεί καθαρά ρητορική ερώτηση […].


Η απάντηση: μια διαφορετική παγκοσμιοποίηση του πανεπιστημίου
Όπως έχω εισηγηθεί και για άλλους τομείς της κοινωνίας, πιστεύω ότι ο μόνος τρόπος, που μπορεί να φανεί αποτελεσματικός και συγχρόνως συντελεστικός σε ένα χειραφετητικό όραμα, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, είναι να αντιπαραθέσουμε σε αυτήν ένα εναλλακτικό σχέδιο παγκοσμιοποίησης, ενάντια στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Μια τέτοια, αντίπαλη στην κυρίαρχη, παγκοσμιοποίηση του πανεπιστημίου ως δημοσίου αγαθού σημαίνει ότι οι μεταρρυθμίσεις του δημόσιου πανεπιστημίου σε κάθε χώρα πρέπει να εντάσσονται σε ένα εθνικό σχέδιο επικεντρωμένο σε πολιτικές επιλογές που λαμβάνουν υπόψη τους την ένταξη της χώρας στις ολοένα και πιο διεθνοποιούμενες διαδικασίες παραγωγής και διάδοσης της γνώσης. Οι διαδικασίες αυτές θα πολώνονται ολοένα και περισσότερα ανάμεσα στις δύο αντιφατικές τάσεις της παγκοσμιοποίησης: την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, και την παγκοσμιοποίηση που συντελείται ενάντια σε αυτήν. Αυτό το εθνικό σχέδιο πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ενός μεγάλου πολιτικού και κοινωνικού συμφώνου, που θα απαρτίζεται από πολλά επιμέρους σύμφωνα -- ανάμεσά τους και ένα εκπαιδευτικό σύμφωνο, σύμφωνα με τους όρους του οποίου το δημόσιο πανεπιστήμιο νοείται ως συλλογικό αγαθό. Η μεταρρύθμιση πρέπει να επικεντρωθεί και να ανταποκριθεί στην κοινωνική ζήτηση για τον ριζικό εκδημοκρατισμό του πανεπιστημίου, βάζοντας τέλος στην ιστορία του αποκλεισμού των κοινωνικών ομάδων και της γνώσης τους, γεγονός για το οποίο το πανεπιστήμιο υπήρξε υπεύθυνο για μεγάλο διάστημα, και μάλιστα πολύ πριν από την τρέχουσα φάση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Από τώρα και στο εξής, η εθνική και η υπερεθνική κλίμακα της μεταρρύθμισης αλληλοδιαπλέκονται στενά. Μια αυστηρά εθνική λύση, στο πλαίσιο ενός κράτους, είναι αδύνατη.
Η παγκοσμιοποίηση του πανεπιστημίου ενάντια στην κυρίαρχη παγκοσμιοποίηση, μια παγκοσμιοποίησή του ως δημόσιου αγαθού συνιστά, λοιπόν, ένα απαιτητικό πολιτικό πρόταγμα, το οποίο, προκειμένου να είναι αξιόπιστο, πρέπει να ξεπεράσει δύο αντικρουόμενες, αλλά εξίσου ριζωμένες, προκαταλήψεις. Αφενός, ότι μόνο η πανεπιστημιακή κοινότητα μπορεί να μεταρρυθμίσει το πανεπιστήμιο και, αφετέρου, ότι δεν πρόκειται ποτέ να μεταρρυθμιστεί από μόνο του. Και οι δύο αυτές προκαταλήψεις είναι πολύ ισχυρές. Ας δούμε επί τροχάδην τις κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες μπορούν να κινητοποιηθούν για την αντιμετώπισή τους.

Οι κοινωνικές δυνάμεις μιας νέας δημοκρατικής μεταρρύθμισης
Η πρώτη είναι η ίδια η πανεπιστημιακή κοινότητα· και, πιο συγκεκριμένα, εκείνοι που ενδιαφέρονται, στους κόλπους της, για μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση του πανεπιστημίου. Το δημόσιο πανεπιστήμιο σήμερα είναι ένας εξαιρετικά κατακερματισμένος κοινωνικός χώρος, στο εσωτερικό του οποίου πολεμούν μεταξύ τους αντιτιθέμενοι τομείς και συμφέροντα. Σε πολλές χώρες, ιδίως της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας, οι εν λόγω αντιθέσεις βρίσκονται ακόμα σε λανθάνουσα μορφή. Εκεί κυριαρχούν συχνά αμυντικές θέσεις, που υπερασπίζονται το status quo και απορρίπτουν την παγκοσμιοποίηση, είτε νεοφιλελεύθερη είτε εναλλακτική. Πρόκειται για μια συντηρητική θέση, όχι μόνο επειδή συντείνει στον εξωραϊσμό του status quo, αλλά κυρίως επειδή, καθώς δεν εισηγείται καμιά ρεαλιστική εναλλακτική λύση, αργά ή γρήγορα θα υποκύψει, παραδιδόμενη στα σχέδια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίηση του πανεπιστημίου. Οι πανεπιστημιακοί που δεν συμμερίζονται μια τέτοια συντηρητική στάση ενώ, ταυτόχρονα, απορρίπτουν την ιδέα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση θα είναι οι πρωταγωνιστές της προοδευτικής μεταρρύθμισης την οποία προτείνω.
Η δεύτερη κοινωνική δύναμη σε μια τέτοια μεταρρύθμιση είναι το ίδιο το κράτος, σε όποιες περιπτώσεις μπορεί να πιεστεί να ταχθεί υπέρ της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης του πανεπιστημίου. Αν δεν κάνει αυτή την επιλογή, το εθνικό κράτος καταλήγει είτε να υιοθετήσει --θέτοντας περισσότερους ή λιγότερους όρους-- είτε να αποδεχθεί --περισσότερο ή λιγότερο διστακτικά-- τις πιέσεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης· έτσι, σε κάθε περίπτωση, θα μετατραπεί το ίδιο σε εχθρό του δημόσιου πανεπιστημίου, ανεξάρτητα από τις όποιες διακηρύξεις του περί του αντιθέτου. Δεδομένης της στενής σχέσης αγάπης-μίσους που διατηρούσε το κράτος με το πανεπιστήμιο καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, οι εξελίξεις μπορεί να πάρουν δραματική τροπή.
Τέλος, η τρίτη κοινωνική δύναμη για την πραγματοποίηση της μεταρρύθμισης είναι οι πολίτες που οργανώνονται σε συλλογικότητες, συνδικάτα, κοινωνικά κινήματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις και τα δίκτυά τους, καθώς και τοπικές προοδευτικές αρχές, που ενδιαφέρονται να εγκαθιδρύσουν σχέσεις συνεργασίας μεταξύ του πανεπιστημίου και των κοινωνικών συμφερόντων που εκπροσωπούν. Σε αντίθεση με το κράτος, αυτή η τρίτη κοινωνική δύναμη είχε ιστορικά μια μακρινή και μερικές φορές ακόμα και εχθρική σχέση με το πανεπιστήμιο, ακριβώς λόγω του ελιτισμού του δεύτερου και της απόστασης που καλλιεργήθηκε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, όσον αφορά τα λεγόμενα «ακαλλιέργητα» στρώματα της κοινωνίας. Αυτή είναι μια κοινωνική δύναμη που μπορεί να κερδηθεί αν υπερβούμε την κρίση νομιμοποίησης του θεσμού, μέσω μιας πρόσβασης στο πανεπιστήμιο που δεν θα αναπαράγει ταξικούς, φυλετικούς, έμφυλους και εθνοκεντρικούς περιορισμούς, καθώς και ενός συνόλου πρωτοβουλιών που θα ενισχύουν την κοινωνική ευθύνη του πανεπιστημίου […]
Εκτός από αυτές τις τρεις δυνάμεις, στις χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας υπάρχει ένας τέταρτος παράγοντας, που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε, κάπως πρόχειρα, «εθνικό καπιταλισμό». Βεβαίως, οι πιο δυναμικοί κλάδοι του εθνικού κεφαλαίου έχουν διεθνοποιηθεί και, ως εκ τούτου, αποτελούν τμήμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και είναι εχθρικοί σε μια μεταρρύθμιση του πανεπιστημίου που υπηρετεί το χειραφετητικό σχέδιο. Ωστόσο, στις χώρες αυτές, η διαδικασία της ενσωμάτωσής τους στη διεθνή αγορά αυτών των κλάδων πραγματοποιείται με πολλές εντάσεις. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τέτοιες εντάσεις μπορεί να οδηγήσουν τους εν λόγω κλάδους να δείξουν ένα ενδιαφέρον στην υπεράσπιση του μοντέλου του δημόσιου πανεπιστημίου ως δημόσιου αγαθού -- ειδικά σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν ρεαλιστικές εναλλακτικές λύσεις έξω από το δημόσιο πανεπιστήμιο για την παραγωγή του είδους των τεχνολογικών γνώσεων που απαιτούνται προκειμένου να ενισχυθεί η θέση τους κατά τη διαδικασία της ενσωμάτωσης στην παγκόσμια οικονομία.

Μετάφραση: Στρ. Μπουλαλάκης
[Σχόλια και συζήτηση για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου