Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Πώς επηρεάζει ο νόμος Διαμαντοπούλου τους μεταπτυχιακούς φοιτητές και την επιστημονική έρευνα

πηγή: Red Notebook
του Σταύρου Παναγιωτίδη

Πέρα από την εργασιακή εκμετάλλευση των ερευνητών, αλλά και την υποχρέωση προσαρμογής της δουλειάς τους στις παραγγελίες της αγοράς και όχι στις κοινωνικές και επιστημονικές ανάγκες, πιθανότατα θα υπάρξει και στενός έλεγχος επί των πορισμάτων των ερευνών

Ο νέος νόμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει αναλυθεί εξαντλητικά από όλες σχεδόν τις σκοπιές. Ηχηρή είναι όμως η απουσία μίας προσέγγισης ως προς τις επιπτώσεις στις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές και  τους εμπλεκόμενους σε αυτές. Προφανώς αυτή η έλλειψη αντανακλά την απουσία οργανωμένης και συστηματικής παρέμβασης των μεταπτυχιακών φοιτητών, καθώς και τον μικρό αριθμό των σχετικών συλλόγων.

Η πρώτη σαφής συνέπεια προκύπτει από την υποχρηματοδότηση των ιδρυμάτων και είναι η ακόμη μεγαλύτερη πιθανότητα για επιβολή διδάκτρων ή αύξηση των ήδη υπαρχόντων. Αυτή η προοπτική πιθανότατα θα ενισχυθεί από τη στάση ορισμένων μελών ΔΕΠ που με τα δίδακτρα θα βρουν την ευκαιρία να αντισταθμίσουν τις μειώσεις που έχει δεχθεί το εισόδημα τους. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και μία πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση λόγω της αποδυνάμωσης της φοιτητικής μέριμνας (σίτιση, στέγαση) την οποία το πιθανότερο είναι πως θα υποστούν πρώτοι οι μεταπτυχιακοί, ως μικρότερο σώμα, καθώς και η αφαίρεση του πάσο από ένα πολύ μεγάλο τμήμα των υποψηφίων διδακτόρων, λόγω της επιβολής του ηλικιακού περιορισμού των 29 ετών.

Εκτός όμως από την επιβολή διδάκτρων, ο νόμος ανοίγει το δρόμο για την περαιτέρω είσοδο των επιχειρήσεων στα πανεπιστήμια και ειδικά στον τομέα της έρευνας. Δεδομένου ότι η κρατική χρηματοδότηση θα εξαρτάται από το κατά πόσο ένα ίδρυμα καταφέρνει να προσελκύει ιδιωτικά κεφάλαια, τα ΑΕΙ θα αναγκάζονται να οργανώνουν τα ερευνητικά προγράμματα που θα τους ζητούν οι επιχειρήσεις, στερώντας πόρους και ανθρώπινο δυναμικό από άλλες, κοινωνικά πολύτιμες έρευνες. Αυτό γίνεται και τώρα, όμως με την εφαρμογή του νόμου θα πραγματοποιείται σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Ξέρουμε πως πολλοί υποψήφιοι διδάκτορες εξαρτούν το διδακτορικό τους (ακόμη και ως προς το θέμα του) από τα ερευνητικά προγράμματα τα οποία έχει αναλάβει εργολαβικά το τμήμα τους και στα οποία συνήθως δουλεύουν με κακοπληρωμένη εργασία, αφού το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων το παρακρατούν οι υπεύθυνοι καθηγητές. Με το νέο θεσμικό πλαίσιο η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται, αφού το πανεπιστήμιο θα προσφέρεται πλέον στις επιχειρήσεις ως μία δεξαμενή μαζικής και φτηνής ερευνητικής εργασίας υποψηφίων διδακτόρων, τον οποίων οι διατριβές θα πρέπει να εντάσσονται σε (άρα και να εξαρτώνται από) κάποιο ιδιωτικό ερευνητικό πρόγραμμα.

Πέρα από την εργασιακή εκμετάλλευση των ερευνητών αλλά και την υποχρέωση προσαρμογής της δουλειάς τους στις παραγγελίες της αγοράς και όχι στις κοινωνικές και επιστημονικές ανάγκες, πιθανότατα θα υπάρξει και μεγάλος έλεγχος επί των πορισμάτων των ερευνών. Δυστυχώς αυτό δεν συνιστά φτηνή κινδυνολογία. Σε πρόσφατο άρθρο τους οι New York Times ανέφεραν πως το κύρος της επιστημονικής έρευνας στις ΗΠΑ πλήττεται έντονα επειδή λίγες κολοσσιαίες επιχειρήσεις ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της στα πανεπιστήμια της χώρας, φτάνοντας να προκαθορίζουν ακόμη και τα αποτελέσματα τους. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης, που μπορεί να δημιουργήσουν κινδύνους ακόμη και για τη δημόσια υγεία.

Στον νέο νόμο υπάρχει πρόβλεψη για τη δυνατότητα οργάνωσης καλοκαιρινών μαθημάτων. Προφανώς σε αυτά δεν θα διδάσκουν μέλη ΔΕΠ. Η διαφαινόμενη εξέλιξη είναι πως σε αυτά θα κληθούν να διδάξουν υποψήφιοι διδάκτορες (ή νέοι διδάκτορες) με ελάχιστη αποζημίωση και με την ελπίδα πως έτσι θα δημιουργήσουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τον μελλοντικό διορισμό τους στο ίδρυμα. Να σημειώσουμε πως είναι πάγιο αίτημα των Συλλόγων Μεταπτυχιακών να μπορούν να ασκούν οι υποψήφιοι διδάκτορες διδακτικό έργο, αλλά βοηθητικό (να μην τους φορτώνεται δηλαδή όλη η διδακτική υποχρέωση του καθηγητή) και έμμισθα. Επίσης, η κατάργηση των συμβασιούχων διδασκόντων (ΠΔ 407) αλλά και της βαθμίδας των λεκτόρων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να διορίζονται, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους οι Σχολές, ως εντεταλμένοι διδασκαλίας νέοι διδάκτορες, οι οποίοι θα είναι χαμηλόμισθοι ενώ ταυτόχρονα με αυτόν τον τρόπο θα μειώνονται οι πιθανότητες προκήρυξης θέσης επίκουρων καθηγητών άρα και ασφαλούς επαγγελματικής αποκατάστασης των ίδιων διδακτόρων.

Ο νόμος τέλος προβλέπει ότι στους καθηγητές που «διακρίνονται για τις ερευνητικές τους επιδόσεις» (που στη γλώσσα του νόμου σημαίνει όσους ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο πλην του διδακτικού τους έργου, αλλά φέρνουν έτσι τα χρήματα των επιχειρήσεων στο πανεπιστήμιο) θα δίνονται κάποια πριμ, που μπορεί να είναι ακόμη και υποτροφίες για τους υποψήφιους διδάκτορες τους. Πέρα από το καταφανώς απαράδεκτο του να εξαρτάται η λήψη της υποτροφίας όχι από τις ανάγκες και τις επιδόσεις του φοιτητή αλλά από αυτές του επιβλέποντα καθηγητή του, υπάρχει και άλλο ένα αρνητικό στοιχείο. Η κυβέρνηση προσπαθεί να αναγκάσει τους φοιτητές να πιέζουν οι ίδιοι τους καθηγητές τους για να παίρνουν δουλειές από τις εταιρείες και να κάνουν δημόσιες σχέσεις εκτός πανεπιστημίου (με όλες τις σχετικές συνέπειες για την ανεξαρτησία και την φερεγγυότητα της πανεπιστημιακής έρευνας) μπας και μπορέσουν να διασφαλίσουν και οι ίδιοι μία υποτροφία που θα τους επιτρέψει την ολοκλήρωση των σπουδών τους.

Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε και κάποια ακόμη στοιχεία, όπως ότι πλέον οι διατριβές δεν θα αξιολογούνται από 7μελή επιτροπή αλλά από μία τριμελή, στην οποία θα συμμετέχει υποχρεωτικά καθηγητής από πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Προφανώς εδώ ο νομοθέτης θέλει να δώσει την εντύπωση πως πλήττει τη διαφθορά και καθιστά αδιάβλητη τη διαδικασία αποτίμησης της διατριβής. Όμως, το τελικό αποτέλεσμα είναι αστείο αφού ενώ ο καθ’ ύλην αρμόδιος (ο επιβλέπων καθηγητής) αποκλείεται από την αξιολόγηση της διατριβής, διατηρεί ταυτόχρονα το δικαίωμα να προτείνει τους κριτές! Η μείωση του αριθμού των κριτών από επτά σε τρεις κατά κανένα τρόπο δεν βελτιώνει την αξιολόγηση του διδακτορικού, ενώ δεν διευκρινίζεται αν η υποχρεωτική συμμετοχή κριτή από το εξωτερικό (σταθερό στοιχείο του αρχοντοχωριατισμού που δεσπόζει στο κείμενο του νόμου και επανέρχεται διαρκώς), θα σημαίνει και την αντίστοιχη υποχρέωση να γράφονται οι διατριβές και σε δύο γλώσσες.

Είναι καθαρό πως τις επιπτώσεις του νόμου στις μεταπτυχιακές σπουδές και την έρευνα δεν θα τις υποστεί μόνο το σώμα των μεταπτυχιακών φοιτητών, το οποίο άλλωστε μόνο μικρό δεν είναι, αφού κάθε χρόνο ανέρχεται περί τις 70.000. Πρόκειται για συνέπειες που θα πλήξουν ολόκληρο το πανεπιστήμιο και το κοινωνικό συμφέρον που καλείται να υπηρετήσει. Μικρό το κακό για κάποιους. Ειδικά για όσους προτιμούν να αντικαταστήσουν το κοινωνικό συμφέρον με τα υποκριτικά βραβεία “εταιρικής κοινωνικής ευθύνης” που ανταλλάσουν μεταξύ τους οι επιχειρήσεις. Στο τέλος όμως, καθείς και το συμφέρον του, καθείς και η ευθύνη του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου