πηγή: Αυγή
Του Νάσου Ηλιόπουλου
Το νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί τη φυσική κατάληξη της εκπαιδευτικής πολιτικής που με συνέπεια έχουν ακολουθήσει εδώ και αρκετά χρόνια οι κυβερνήσεις του δικομματισμού. Τα κριτήρια και οι στόχοι της συγκεκριμένης πολιτικής έχουν αποτυπωθεί ξεκάθαρα ήδη από το 1999 στο κείμενο που υπογράφηκε από 29 υπουργούς Παιδείας χωρών της Ευρώπης στην ιταλική πόλη της Μπολόνια. Η κρισιμότητα του κειμένου ήταν τέτοια που ολόκληρη η διαδικασία αναδιάρθρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ονομάστηκε «διαδικασία της Μπολόνια».
Οποιαδήποτε προσπάθεια κατανόησης των συγκεκριμένων αλλαγών είναι καταδικασμένη να αποτύχει αν περιορίσει την οπτική της στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού μηχανισμού, χωρίς να εξετάσει δηλαδή την τεράστια αλλαγή παραδείγματος που συντελείται στον χώρο της εργασίας. Είναι ξεκάθαρο ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία μετάλλαξη των εργασιακών σχέσεων η οποία επιβάλλεται από την ανάγκη διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και καθίσταται δυνατή από τους αρνητικούς για τις δυνάμεις της εργασίας και της νεολαίας ταξικούς συσχετισμούς που έχουν διαμορφωθεί.
Η πρώτη «ανάγκη» στην οποία η αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού μηχανισμού έρχεται να απαντήσει είναι η παραγωγή ενός νέου μοντέλου εργαζομένου. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία διαδικασία μετατροπής των σχολών σε κέντρα κατάρτισης για τη γενιά της επισφάλειας. Τα προγράμματα σπουδών γίνονται πιο «ευέλικτα» παρέχοντας πολλούς τίτλους πτυχίων ενσωματώνοντας ουσιαστικά μία διαφορετικού τύπου ιεραρχία που αντιστοιχεί στην ιεραρχία στο εσωτερικό της παραγωγής. Στον νέο νόμο προβλέπεται η δυνατότητα παροχής πτυχίων σύντομου κύκλου στα ένα ή δύο χρόνια, καθώς και το σπάσιμο του μέχρι τώρα ενιαίου βασικού πτυχίου στα τρία χρόνια συν ένα που θα θεωρείται ως μεταπτυχιακό και για το οποίο θα καταβάλλονται δίδακτρα. Ταυτόχρονα η γενίκευση των πιστωτικών μονάδων ανοίγει τον δρόμο για ακόμα μεγαλύτερο κατακερματισμό των πτυχίων.
Το πρώτο αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας θα είναι η παραγωγή ενός στενά ειδικευμένου εργατικού δυναμικού πάνω στις εφήμερες ανάγκες της αγοράς εργασίας χωρίς συλλογική κατοχύρωση στους χώρους δουλειάς. Ενός εργατικού δυναμικού που στο σύνολο του εργασιακού του βίου θα είναι αναγκασμένο συνεχώς να επανακαταρτίζεται. Τη συγκεκριμένη «ανάγκη» έρχονται να καλύψουν οι σχολές δια βίου εκπαίδευσης προφανώς με δίδακτρα. Μέσα από την παραπάνω διαδικασία έχουμε άλλη μία μεταφορά κόστους από την εργοδοσία, το κόστος ειδίκευσης του εργατικού δυναμικού, το οποίο φορτώνεται στον ίδιο τον εργαζόμενο που θα διαγράφει με συνέχειες τον κύκλο κατάρτιση - επισφάλεια - ανεργία - νέα κατάρτιση. Η συγκεκριμένη εξέλιξη αποτελεί μια ευθεία υποτίμηση τόσο σε εργασιακό όσο και σε μορφωτικό επίπεδο των νέων αποφοίτων.
Από τα παραπάνω προκύπτει ξεκάθαρα ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξέλιξη όξυνσης των ταξικών φραγμών στην εκπαίδευση η οποία απορρέει από την σκλήρυνση του ίδιου του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Οι μακροχρόνιες σπουδές αντιμετωπίζονται ως μία άχρηστη δαπάνη η οποία πρέπει να περιοριστεί σε όσο το δυνατό λιγότερους φοιτητές. Για την τεράστια πλειοψηφία αρκεί πλέον η ταχύρυθμη κατάρτιση. Το κύριο αστικό επιχείρημα που επιστρατεύεται για να υπερασπιστεί τις συγκεκριμένες αλλαγές είναι αυτό της «σύνδεσης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας» έτσι ώστε «να μη βγαίνουν άνεργοι από τα πανεπιστήμια». Η συγκεκριμένη θέση ισχυρίζεται ότι η ανεργία θα μειωθεί όταν υπάρχουν εργαζόμενοι με τις κατάλληλες δεξιότητες για να καλύψουν τις κενές θέσεις στην αγορά εργασίας. Είναι τουλάχιστον προκλητικό σε μία περίοδο που η επίσημη ανεργία για τους νέους 18-25 έχει αγγίξει το 40% και η συνολική ανεργία αναμένεται να ξεπεράσει τους ένα εκατομμύριο εργαζομένους οι θιασώτες της «σύνδεσης με την αγορά» να ισχυρίζονται ότι ευθύνονται οι άνεργοι και το εκπαιδευτικό σύστημα που δεν έχουν τα κατάλληλα προσόντα. Ο εκπαιδευτικός μηχανισμός κατανέμει του εκπαιδευόμενους στις θέσεις που παράγει και αναπαράγει ο κοινωνικός και τεχνικός καταμερισμός εργασίας, δεν τις δημιουργεί.
Ο δεύτερος στόχος της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης που υλοποιείται στο ακέραιο από τον συγκεκριμένο νόμο είναι η χάραξη του συνόλου των εκπαιδευτικών και ερευνητικών διαδικασιών των ιδρυμάτων με μοναδικό κριτήριο τη δυνατότητα δημιουργίας και συσσώρευσης κερδών είτε για τα ίδια είτε για συνεργαζόμενους «φορείς». Η εφαρμογή του συγκεκριμένου πλαισίου θα οδηγήσει σε έναν νέου τύπου σκοταδισμό στο εσωτερικό των σχολών. Ένα σκοταδισμό που μπορεί να μην στηρίζεται σε θρησκευτικές βάσεις αλλά θα είναι εξίσου σκληρός. Η ελευθερία έρευνας, διδασκαλίας και κριτικού αναστοχασμού της ίδιας της κοινωνικής πραγματικότητας θα συρρικνωθεί μέχρι εξαφανίσεως μπροστά στις επιταγές της θεολογίας της αγοράς. Η γνώση θα παράγεται μόνο με όρους οικονομικής ή κοινωνικής εξουσίας και οποιαδήποτε ανταγωνιστική προς τις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις προσέγγιση θα εξοντώνεται.
Στην περίπτωση π.χ. που το τμήμα πολιτικών μηχανικών του ΕΜΠ θα γνωμοδοτούσε με επιστημονικά κριτήρια ενάντια στη δημιουργία της χωματερής στην Κερατέα θα μπορούσε να χάσει την πιστοποίηση και άρα και την χρηματοδότηση του. Παρόμοια παραδείγματα για τον καθολικό έλεγχο της εκπαιδευτικής και ερευνητικής διαδικασίας που θα αποκτήσει η πολιτική και οικονομική εξουσία πάνω στο πανεπιστήμιο μπορούν να είναι δεκάδες για κάθε τμήμα. Με το νέο θεσμικό πλαίσιο ακόμα και η εκκλησία έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία εδρών σε σχολές π.χ. στο ιστορικό αρχαιολογικό με θέμα τη «μελέτη της προσφοράς της εκκλησίας στην επανάσταση του 1821» οδηγώντας σε μία ακραία αναθεώρηση της ίδια της ιστορικής γνώσης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση των παραπάνω αποτελεί η κατάργηση κάθε δημοκρατικής διαδικασίας στο εσωτερικό των σχολών, (εκλεγμένα όργανα, σύλλογοι, άσυλο) παράλληλα με τον έλεγχο της χρηματοδότησης μέσω της αξιολόγησης και της πιστοποίησης.
Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι η εφαρμογή του νέου νόμου θα αποτελέσει ένα τεράστιο κτύπημα στα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας. Δημιουργεί ένα εργατικό δυναμικό χωρίς δυνατότητα συλλογικής διεκδίκησης στους χώρους εργασίας, μετατρέπει τη μόρφωση σε προνόμιο, καταργεί την ελευθερία διδασκαλίας και έρευνας, καταργεί ακόμα και το δικαίωμα στην κριτική σκέψη χτυπώντας παράλληλα κάθε έννοια επιστημονικής πειθαρχίας. Τα αποτελέσματα της υλοποίησης του νόμου θα φέρουν μία τεράστια αρνητική μετατόπιση των συσχετισμών και στο επίπεδο της ιδεολογίας, επιβάλλοντας μία νέα ακραία μορφή αγοραίου φονταμενταλισμού όπου διάφοροι νεοφώτιστοι manager θα απολαμβάνουν τις εξουσίες των μουλάδων του Ιράν. Η ανατροπή του, μαζί με την ανατροπή της σημερινής κυβέρνησης και της πολιτικής της, αποκτά σήμερα τεράστια σημασία.
Το νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί τη φυσική κατάληξη της εκπαιδευτικής πολιτικής που με συνέπεια έχουν ακολουθήσει εδώ και αρκετά χρόνια οι κυβερνήσεις του δικομματισμού. Τα κριτήρια και οι στόχοι της συγκεκριμένης πολιτικής έχουν αποτυπωθεί ξεκάθαρα ήδη από το 1999 στο κείμενο που υπογράφηκε από 29 υπουργούς Παιδείας χωρών της Ευρώπης στην ιταλική πόλη της Μπολόνια. Η κρισιμότητα του κειμένου ήταν τέτοια που ολόκληρη η διαδικασία αναδιάρθρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ονομάστηκε «διαδικασία της Μπολόνια».
Οποιαδήποτε προσπάθεια κατανόησης των συγκεκριμένων αλλαγών είναι καταδικασμένη να αποτύχει αν περιορίσει την οπτική της στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού μηχανισμού, χωρίς να εξετάσει δηλαδή την τεράστια αλλαγή παραδείγματος που συντελείται στον χώρο της εργασίας. Είναι ξεκάθαρο ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία μετάλλαξη των εργασιακών σχέσεων η οποία επιβάλλεται από την ανάγκη διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και καθίσταται δυνατή από τους αρνητικούς για τις δυνάμεις της εργασίας και της νεολαίας ταξικούς συσχετισμούς που έχουν διαμορφωθεί.
Η πρώτη «ανάγκη» στην οποία η αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού μηχανισμού έρχεται να απαντήσει είναι η παραγωγή ενός νέου μοντέλου εργαζομένου. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία διαδικασία μετατροπής των σχολών σε κέντρα κατάρτισης για τη γενιά της επισφάλειας. Τα προγράμματα σπουδών γίνονται πιο «ευέλικτα» παρέχοντας πολλούς τίτλους πτυχίων ενσωματώνοντας ουσιαστικά μία διαφορετικού τύπου ιεραρχία που αντιστοιχεί στην ιεραρχία στο εσωτερικό της παραγωγής. Στον νέο νόμο προβλέπεται η δυνατότητα παροχής πτυχίων σύντομου κύκλου στα ένα ή δύο χρόνια, καθώς και το σπάσιμο του μέχρι τώρα ενιαίου βασικού πτυχίου στα τρία χρόνια συν ένα που θα θεωρείται ως μεταπτυχιακό και για το οποίο θα καταβάλλονται δίδακτρα. Ταυτόχρονα η γενίκευση των πιστωτικών μονάδων ανοίγει τον δρόμο για ακόμα μεγαλύτερο κατακερματισμό των πτυχίων.
Το πρώτο αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας θα είναι η παραγωγή ενός στενά ειδικευμένου εργατικού δυναμικού πάνω στις εφήμερες ανάγκες της αγοράς εργασίας χωρίς συλλογική κατοχύρωση στους χώρους δουλειάς. Ενός εργατικού δυναμικού που στο σύνολο του εργασιακού του βίου θα είναι αναγκασμένο συνεχώς να επανακαταρτίζεται. Τη συγκεκριμένη «ανάγκη» έρχονται να καλύψουν οι σχολές δια βίου εκπαίδευσης προφανώς με δίδακτρα. Μέσα από την παραπάνω διαδικασία έχουμε άλλη μία μεταφορά κόστους από την εργοδοσία, το κόστος ειδίκευσης του εργατικού δυναμικού, το οποίο φορτώνεται στον ίδιο τον εργαζόμενο που θα διαγράφει με συνέχειες τον κύκλο κατάρτιση - επισφάλεια - ανεργία - νέα κατάρτιση. Η συγκεκριμένη εξέλιξη αποτελεί μια ευθεία υποτίμηση τόσο σε εργασιακό όσο και σε μορφωτικό επίπεδο των νέων αποφοίτων.
Από τα παραπάνω προκύπτει ξεκάθαρα ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξέλιξη όξυνσης των ταξικών φραγμών στην εκπαίδευση η οποία απορρέει από την σκλήρυνση του ίδιου του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Οι μακροχρόνιες σπουδές αντιμετωπίζονται ως μία άχρηστη δαπάνη η οποία πρέπει να περιοριστεί σε όσο το δυνατό λιγότερους φοιτητές. Για την τεράστια πλειοψηφία αρκεί πλέον η ταχύρυθμη κατάρτιση. Το κύριο αστικό επιχείρημα που επιστρατεύεται για να υπερασπιστεί τις συγκεκριμένες αλλαγές είναι αυτό της «σύνδεσης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας» έτσι ώστε «να μη βγαίνουν άνεργοι από τα πανεπιστήμια». Η συγκεκριμένη θέση ισχυρίζεται ότι η ανεργία θα μειωθεί όταν υπάρχουν εργαζόμενοι με τις κατάλληλες δεξιότητες για να καλύψουν τις κενές θέσεις στην αγορά εργασίας. Είναι τουλάχιστον προκλητικό σε μία περίοδο που η επίσημη ανεργία για τους νέους 18-25 έχει αγγίξει το 40% και η συνολική ανεργία αναμένεται να ξεπεράσει τους ένα εκατομμύριο εργαζομένους οι θιασώτες της «σύνδεσης με την αγορά» να ισχυρίζονται ότι ευθύνονται οι άνεργοι και το εκπαιδευτικό σύστημα που δεν έχουν τα κατάλληλα προσόντα. Ο εκπαιδευτικός μηχανισμός κατανέμει του εκπαιδευόμενους στις θέσεις που παράγει και αναπαράγει ο κοινωνικός και τεχνικός καταμερισμός εργασίας, δεν τις δημιουργεί.
Ο δεύτερος στόχος της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης που υλοποιείται στο ακέραιο από τον συγκεκριμένο νόμο είναι η χάραξη του συνόλου των εκπαιδευτικών και ερευνητικών διαδικασιών των ιδρυμάτων με μοναδικό κριτήριο τη δυνατότητα δημιουργίας και συσσώρευσης κερδών είτε για τα ίδια είτε για συνεργαζόμενους «φορείς». Η εφαρμογή του συγκεκριμένου πλαισίου θα οδηγήσει σε έναν νέου τύπου σκοταδισμό στο εσωτερικό των σχολών. Ένα σκοταδισμό που μπορεί να μην στηρίζεται σε θρησκευτικές βάσεις αλλά θα είναι εξίσου σκληρός. Η ελευθερία έρευνας, διδασκαλίας και κριτικού αναστοχασμού της ίδιας της κοινωνικής πραγματικότητας θα συρρικνωθεί μέχρι εξαφανίσεως μπροστά στις επιταγές της θεολογίας της αγοράς. Η γνώση θα παράγεται μόνο με όρους οικονομικής ή κοινωνικής εξουσίας και οποιαδήποτε ανταγωνιστική προς τις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις προσέγγιση θα εξοντώνεται.
Στην περίπτωση π.χ. που το τμήμα πολιτικών μηχανικών του ΕΜΠ θα γνωμοδοτούσε με επιστημονικά κριτήρια ενάντια στη δημιουργία της χωματερής στην Κερατέα θα μπορούσε να χάσει την πιστοποίηση και άρα και την χρηματοδότηση του. Παρόμοια παραδείγματα για τον καθολικό έλεγχο της εκπαιδευτικής και ερευνητικής διαδικασίας που θα αποκτήσει η πολιτική και οικονομική εξουσία πάνω στο πανεπιστήμιο μπορούν να είναι δεκάδες για κάθε τμήμα. Με το νέο θεσμικό πλαίσιο ακόμα και η εκκλησία έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία εδρών σε σχολές π.χ. στο ιστορικό αρχαιολογικό με θέμα τη «μελέτη της προσφοράς της εκκλησίας στην επανάσταση του 1821» οδηγώντας σε μία ακραία αναθεώρηση της ίδια της ιστορικής γνώσης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση των παραπάνω αποτελεί η κατάργηση κάθε δημοκρατικής διαδικασίας στο εσωτερικό των σχολών, (εκλεγμένα όργανα, σύλλογοι, άσυλο) παράλληλα με τον έλεγχο της χρηματοδότησης μέσω της αξιολόγησης και της πιστοποίησης.
Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι η εφαρμογή του νέου νόμου θα αποτελέσει ένα τεράστιο κτύπημα στα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας. Δημιουργεί ένα εργατικό δυναμικό χωρίς δυνατότητα συλλογικής διεκδίκησης στους χώρους εργασίας, μετατρέπει τη μόρφωση σε προνόμιο, καταργεί την ελευθερία διδασκαλίας και έρευνας, καταργεί ακόμα και το δικαίωμα στην κριτική σκέψη χτυπώντας παράλληλα κάθε έννοια επιστημονικής πειθαρχίας. Τα αποτελέσματα της υλοποίησης του νόμου θα φέρουν μία τεράστια αρνητική μετατόπιση των συσχετισμών και στο επίπεδο της ιδεολογίας, επιβάλλοντας μία νέα ακραία μορφή αγοραίου φονταμενταλισμού όπου διάφοροι νεοφώτιστοι manager θα απολαμβάνουν τις εξουσίες των μουλάδων του Ιράν. Η ανατροπή του, μαζί με την ανατροπή της σημερινής κυβέρνησης και της πολιτικής της, αποκτά σήμερα τεράστια σημασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου