Συμπληρώνοντας περίπου δύο εβδομάδες από την έναρξη του νέου ανοδικού κύματος του φοιτητικού κινήματος είναι, κατά τη γνώμη μας, ιδιαίτερα σημαντικό να γίνει μια συνολική αποτίμηση της κατάστασης, των δυνατοτήτων και αδυναμιών του κινήματος, των ισχυρών και ευάλωτων σημείων του αντιπάλου, των στόχων που επιδιώκονται καθώς και των μέσων που είναι κατάλληλα για την επίτευξή τους. Στο κείμενο που ακολουθεί θα επιχειρήσουμε μια τέτοια γενική σκιαγράφηση ευελπιστώντας ότι η συνειδητοποίηση της συνολικής κατάστασης μπορεί να συμβάλλει στη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των αναπτυσσόμενων αγώνων των φοιτητών. Στην ανάλυσή μας θα αναφερθούμε στην εμπειρία όχι μόνο του παρόντος φοιτητικού κινήματος, αλλά και αυτού που αναπτύχθηκε το 2006-7 ενάντια στο νόμο-πλαίσιο της Γιαννάκου και στην αναθεώρηση του άρθρου 16, καθώς θεωρούμε ότι υπάρχουν πολύ σημαντικές ομοιότητες ανάμεσα στις δύο αυτές διαδικασίες.
Πού βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή;
Μετά από τις πρώτες 15 ημέρες συνελεύσεων, καταλήψεων και κινητοποιήσεων φαίνεται ότι το κίνημα πλέον έχει απλωθεί σε πανελλαδικό επίπεδο (ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις) τόσο στα πανεπιστήμια όσο και (σε μικρότερο βαθμό) στα ΤΕΙ. Προς το παρόν υπάρχει μια ανοδική τάση όσον αφορά τον αριθμό των καταλήψεων (ένας από τους σημαντικότερους δείκτες όσον αφορά τη δυναμική του κινήματος). Κυριαρχώντας σε περίπου 200 σχολές μέσα στην πρώτη εβδομάδα φτάσαμε τον αριθμό των 300 σχολών στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας. Καταρχήν είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι οι φοιτητές μπόρεσαν να κινητοποιηθούν τόσο άμεσα ξεκινώντας στην ουσία μέσα στον Αύγουστο. Θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε βάσιμα (και με βάση την εμπειρία και του προηγούμενου φοιτητικού κινήματος) ότι ο αριθμός των υπό κατάληψη σχολών θα σταθεροποιηθεί γύρω στις 300 (με πιθανές μικρές διακυμάνσεις) για τις επόμενες (τουλάχιστον) 20-30 ημέρες, χωρίς να αποκλείεται και εξάπλωσή τους σε ακόμη περισσότερες σχολές. Αυτή τη στιγμή έχει σχηματιστεί στις περισσότερες σχολές μπλοκ κατά του νομοσχεδίου και υπέρ των καταλήψεων και των κινητοποιήσεων, ενώ το αντίπαλο στρατόπεδο (σε επίπεδο φοιτητικού πληθυσμού) δεν είναι ακόμη ιδιαίτερα συγκροτημένο. Σε πολιτικό επίπεδο στην ουσία καμία φοιτητική παράταξη δεν υποστηρίζει το νομοσχέδιο. Υπάρχουν πολλές σχολές που η ΠΑΣΠ στηρίζει τις κινητοποιήσεις (και τα κοινά πλαίσια) ενώ σε ορισμένες το ίδιο κάνει ακόμη και η ΔΑΠ. Σε κάποιες σχολές έχουν εμφανιστεί συσπειρώσεις φοιτητών κατά της κατάληψης με επιχειρήματα να μη χαθεί η εξεταστική και το εξάμηνο κτλ. Ωστόσο και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει πολιτική τοποθέτηση υπέρ του νομοσχεδίου. Έτσι σε πολιτικό-ιδεολογικό επίπεδο η απόρριψη του νομοσχεδίου από τους φοιτητές (οργανωμένους και μη) είναι σχεδόν καθολική. Η κατάσταση δε διαφοροποιείται σημαντικά ως προς αυτό και στους καθηγητές. Ακόμη και η ξεπουλημένη ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ απέρριψε το νομοσχέδιο, ενώ το ίδιο έχει κάνει επανειλημμένα και η σύνοδος των πρυτάνεων. Στο σώμα των καθηγητών πολλοί λίγοι είναι εκείνοι που αποδέχονται (έστω και με επιφυλάξεις) το νομοσχέδιο. Στην ουσία λοιπόν αυτή τη στιγμή το υπουργείο δεν έχει καθόλου εσωτερικούς συμμάχους στο πανεπιστήμιο που να μπορούν να συμβάλλουν στην εφαρμογή του νέου νόμου, κάτι που πιθανόν να του δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα και να οδηγήσει σε επιμέρους τροποποιήσεις για να διαμορφωθεί και ένα εσωτερικό (ενδοπανεπιστημιακό) μέτωπο υπέρ των επιχειρούμενων αλλαγών.
Ενώ στο εσωτερικό του πανεπιστημίου αυτή τη στιγμή η μάχη (προς το παρόν) έχει κερδηθεί, σε γενικότερο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο τα πράγματα είναι εξαιρετικά δυσκολότερα. Το νομοσχέδιο έχει ήδη ψηφιστεί κάτι που καθιστά πολύ δυσκολότερη την ανατροπή του, ενώ το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι η επιδιωκόμενη απόσυρσή του να προϋποθέτει την πτώση της κυβέρνησης. Βέβαια, με δεδομένο ότι το νομοσχέδιο ψηφίστηκε από το σύνολο των δυνάμεων του μαύρου μπλοκ (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ-Ντόρα), ακόμη και ενδεχόμενη αλλαγή κυβέρνησης δεν διασφαλίζει την κατάργησή του. Επομένως η υλοποίηση του βασικού στόχου του φοιτητικού κινήματος, της ανατροπής του νομοσχεδίου δηλαδή, φαντάζει πάρα πολύ δύσκολη. Ταυτόχρονα σε κοινωνικό επίπεδο υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας που λόγω κοινωνικού αυτοματισμού και συνεχούς πλύσης εγκεφάλου (για το άσυλο, τους καθηγητές, τις συντεχνίες, τις παρατάξεις, τη βία στα πανεπιστήμια κτλ) πιθανόν να τάσσεται θετικά απέναντι στις επιχειρούμενες αλλαγές (τουλάχιστον με τον στρεβλό τρόπο που παρουσιάζονται αυτές από κυβέρνηση και ΜΜΕ). Απαραίτητη προϋπόθεση για να αυξήσουμε τις πιθανότητες επιτυχούς έκβασης της αναμέτρησης αυτής είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αλλαγή κλίματος στην κοινωνία. Σε αυτό βέβαια συμβάλλει και η διογκούμενη εναντίωση απέναντι στο σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής.
Τι μπορούμε να κάνουμε για να νικήσουμε;
Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου φοιτητικού κινήματος κυριάρχησε ως μορφή κινητοποιήσεων η διεξαγωγή επαναλαμβανόμενων πορειών ανά εβδομάδα στο κέντρο των πόλεων. Ταυτόχρονα έγιναν εξορμήσεις σε σχολεία (χωρίς τελικά να επιτύχουν την αφύπνιση του μαθητικού κινήματος), συναυλίες, λίγοι αποκλεισμοί δρόμων, παρεμβάσεις σε ραδιοφωνικούς (ή και τηλεοπτικούς) σταθμούς και πολύ λίγες καταλήψεις εκτός πανεπιστημίου (όπως η κινητοποίηση στο κέντρο ερευνών στη Θεσσαλονίκη). Σε γενικές γραμμές και παρά το δυναμισμό και τη διάθεση των πρώτων ημερών θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε ότι υπήρχε μια γενική αδυναμία να διοχετευθεί όλο το δυναμικό των φοιτητικών συλλόγων σε δράσεις συντονισμένες και αποτελεσματικές που θα πίεζαν με συστηματικό τρόπο την κυβέρνηση. Από ένα σημείο και μετά κυριάρχησε ένα κλίμα στασιμότητας όπου το μόνο που επαναλαμβανόταν τακτικά ήταν οι καθιερωμένες πορείες, ενώ και μέσα στις σχολές οι καταλήψεις απομαζικοποιήθηκαν, καθώς δεν υπήρχε πλούσιο πρόγραμμα δράσεων.
Η μάχη που διεξάγεται αυτή την περίοδο είναι εξαιρετικά δυσκολότερη και γι’ αυτό απαιτεί πολύ εντονότερη δραστηριοποίηση των αγωνιζόμενων φοιτητών με συντονισμό και αποτελεσματικότητα. Είναι απαραίτητο να αποφευχθούν οι αδυναμίες του προηγούμενου φοιτητικού κινήματος και να αναπτυχθεί πληθώρα δράσεων που θα ασκεί συστηματική πίεση στην κυβέρνηση και θα μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες επιτυχίας του αγώνα μας. Οι στοχεύσεις αυτών των δράσεων πρέπει να είναι οι εξής:
-η ενημέρωση και η συστράτευση και άλλων κομματιών της κοινωνίας στο πλευρό μας. Η κατάκτηση ευνοϊκής στάσης της υπόλοιπης κοινωνίας απέναντι στον αγώνα που διεξάγεται στο πανεπιστήμιο.
-η συμπαράταξη και η συνεργασία με άλλα αγωνιζόμενα τμήματα εργαζομένων και άλλων κοινωνικών ομάδων (πχ ταξίτζηδες, γιατροί, δάσκαλοι, εφοριακοί, μαθητές κτλ)
-η άσκηση πίεσης στην κυβέρνηση μέσα από συγκεκριμένες κινήσεις με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποφυγή ταλαιπωρίας των συμπολιτών μας.
Παραδείγματα συγκεκριμένων δράσεων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση είναι:
-οι μαζικές εξορμήσεις ομάδων φοιτητών στα κέντρα των πόλεων, καθώς και σε άλλους χώρους (ιδιαίτερης σημασίας αυτή την περίοδο είναι τα σχολεία, με στόχο την ανάπτυξη ταυτόχρονα και μαθητικού κινήματος-το χάος με την έλλειψη βιβλίων, καθηγητών και η γενικότερη δυσαρέσκεια κατά της κυβέρνησης αυξάνει τις πιθανότητες για ένα τέτοιο ενδεχόμενο)
-κινητοποιήσεις με στόχο το μπλοκάρισμα του εισπρακτικού μηχανισμού του κράτους με ταυτόχρονη οικονομική ανακούφιση των συμπολιτών μας (τέτοιες δράσεις θα μπορούσαν να έχουν ως στόχο τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα νοσοκομεία, τα διόδια, τα δικαστήρια, τις εφορίες κτλ)
-συγκεκριμένες δράσεις για ανάπτυξη συνεργασίας με τις άλλες κοινωνικές ομάδες που κινητοποιούνται αυτή την περίοδο. Αυτό προϋποθέτει ομάδες φοιτητών να προσεγγίζουν αυτά τα αγωνιζόμενα τμήματα της κοινωνίας και να διερευνήσουν τις δυνατότητες ανάπτυξης κοινών αγώνων (και δεν αναφερόμαστε απλά σε κοινές πορείες). Ιδιαίτερα θα πρέπει να τονιστεί η κοινότητα των στοχεύσεων καθώς ο αντίπαλος είναι κοινός.
-κεντρικές εκδηλώσεις ανοιχτές στην υπόλοιπη κοινωνία (ιδιαίτερα θετική ήταν για παράδειγμα η εμπειρία συναυλίας που πραγματοποιήθηκε το 2007 στη Θεσσαλονίκη με συμμετοχή γνωστών καλλιτεχνών).
Φυσικά δε θεωρούμε ότι ο προηγούμενος κατάλογος είναι πλήρης. Εδώ έχει τεράστια σημασία η κατάθεση πρωτότυπων ιδεών, η μεταφορά εμπειρίας από αντίστοιχες κινητοποιήσεις στο παρελθόν (στην Ελλάδα ή το εξωτερικό) κτλ. Σε κάθε περίπτωση πρέπει όλοι να προβληματιστούμε για το πώς θα πετύχουμε τη βέλτιστη αξιοποίηση των δυνάμεών μας. Η κυριαρχία των καταλήψεων σε 300 σχολές σημαίνει την αποδέσμευση από άλλες υποχρεώσεις μιας πολύ μεγάλης μάζας φοιτητών, πολλοί από τους οποίους έχουν διάθεση να προβούν σε κινητοποιήσεις για την επίτευξη των στόχων που έχουν μπει. Είναι κρίμα αυτό το δυναμικό ανθρώπων να μην βρίσκει χώρο και τρόπο δράσης, να «λιμνάζει» στις καταλήψεις ή το σπίτι του και να κατεβαίνει απλά σε μια πορεία μια φορά τη βδομάδα. Είναι ανάγκη, με δεδομένη και την τεράστια δυσκολία του αγώνα αυτού, να αξιοποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο.
Το ζήτημα του συντονισμού του κινήματος
Η ανάπτυξη κινητοποιήσεων και δράσεων όπως αυτές που προτάθηκαν προηγουμένως προϋποθέτει το (σε κάποιο βαθμό) συντονισμό μεταξύ των διαφόρων σχολών κατ’ αρχήν σε επίπεδο πόλης και δευτερευόντως (για δράσεις μεγαλύτερης κλίμακας) σε πανελλαδικό επίπεδο. Το ζήτημα του συντονισμού ήταν ίσως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του προηγούμενου φοιτητικού κινήματος και ένας από τους σοβαρότερους ανασταλτικούς παράγοντες στην ανάπτυξη περισσότερων και πιο πολύμορφων δράσεων.
Το πρόβλημα εκφράστηκε με ιδιαίτερη οξύτητα στη λειτουργία των συντονιστικών γενικών συνελεύσεων (τόσο των συντονιστικών πόλης, όσο και των πανελλαδικών συντονιστικών). Η εικόνα που αναπτυσσόταν στο εσωτερικό τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως διαλυτική: αρχικά αναπτυσσόταν ένας μακρύς κύκλος τοποθετήσεων από τα διάφορα συντονιστικά των σχολών, όπου παρουσιαζόταν στην ουσία το πλαίσιο που ψηφίστηκε από τη συνέλευση (σπανίως υπήρχε και κάποια επιπλέον πρόταση από κάποιο συντονιστικό). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το 90% των τοποθετήσεων να είναι κοινό και να επαναλαμβάνεται συνεχώς, κάτι που οδηγούσε σε μια πολύωρη και βαρετή διαδικασία όπου παραγνωριζόταν το κύριο: ότι όσοι συμμετείχαν στο συντονιστικό δεν είχαν πάει εκεί για να καθορίσουν το γενικό πολιτικό πλαίσιο (κάτι που είχε γίνει ήδη στις συνελεύσεις των συλλόγων και με βάση τις αποφάσεις όλοι πάνω-κάτω συμφωνούσαν στα βασικά) αλλά για να συντονίσουν με πιο αποτελεσματικό τρόπο τις δράσεις τους για την επίτευξη των στοχεύσεων που είχαν μπει. Στη συνέχεια ακολουθούσαν οι δευτερολογίες που σε πολλές περιπτώσεις επαναλάμβαναν τα ίδια πράγματα. Ταυτόχρονα βασικό πρόβλημα που ποτέ δεν επιλύθηκε ήταν η απουσία κοινά αποδεκτού τρόπου για τη λήψη αποφάσεων. Υπήρχε μια υπόρρητη (και κάποιες φορές σαφώς εκφρασμένη) παραδοχή ότι οι αποφάσεις πρέπει να βγαίνουν με σύνθεση, συνδιαμόρφωση κτλ. Ωστόσο, αν και σε κάποια θέματα κάτι τέτοιο μπορεί να είναι εφικτό, δεν μπορούν οι αποφάσεις για όλα τα ζητήματα να ληφθούν με αυτό τον τρόπο. Ιδιαίτερα το πρόβλημα επιτεινόταν όταν η θέση της μιας πλευράς ερχόταν εκ των πραγμάτων σε αντίθεση με τη θέση μιας άλλης πλευράς (για παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη ένα τέτοιο ζήτημα ήταν το αν θα γίνει πορεία στην πόλη ή αν θα κατέβουμε στην Αθήνα για κεντρική κινητοποίηση). Επίσης η συνδιαμόρφωση προϋποθέτει καλή προαίρεση από τις αντιτιθέμενες πλευρές κάτι που ιδιαίτερα μεταξύ οργανώσεων είναι απολύτως ουτοπικό (όπως αποδείχθηκε επανειλημμένα). Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ένα συντονιστικό που αδυνατούσε να λάβει αποφάσεις ακόμη και για το πιο απλό ζήτημα, με αποτέλεσμα πολύωρες διαδικασίες (υπήρξε συντονιστικό πόλης στη Θεσσαλονίκη που διήρκεσε πάνω από 15 ώρες!!), απογοήτευση και κόπωση για όλους τους συμμετέχοντες, με συνέπεια την αδυναμία ανάπτυξης πολύμορφων δράσεων και πρωτοβουλιών. Δεν είναι τυχαίο που πολλές δράσεις αποφασίζονταν εκτός κεντρικού συντονιστικού με πρωτοβουλία επιμέρους συντονιστικών σχολών. Μετά από όλα αυτά, τα συντονιστικά, ενώ αρχικά ήταν πολύ μαζικά με συμμετοχή πολλών ανένταχτων, κατέληξαν σε εντελώς άμαζες διαδικασίες όπου συμμετείχαν μόνο οι οργανωμένοι. Αντίστοιχη ήταν η εικόνα και των πανελλαδικών συντονιστικών που μετά από πολύωρες και κουραστικές διαδικασίες κατέληγαν (με τη συνήθη κοπτοραπτική μεταξύ οργανώσεων) σε ένα κείμενο-απόφαση, με γενικές εξαγγελίες, χωρίς ποτέ να λαμβάνονται αποφάσεις για πανελλαδικό συντονισμό κινητοποιήσεων (πλην των πανελλαδικών πορειών στην Αθήνα).
Η κατάσταση αυτή φαίνεται ότι επανεμφανίζεται και σε αυτό το φοιτητικό κίνημα και αν δεν αντιμετωπιστεί σύντομα θα αποτελέσει βασικό ανασταλτικό παράγοντα στην ανάπτυξη και την αποτελεσματικότητά του. Τελευταίο κρούσμα αυτής της παρακμιακής κατάστασης ήταν το συντονιστικό πόλης στη Θεσσαλονίκη που έγινε την Παρασκευή 9/11 και τα όσα τραγελαφικά επακολούθησαν στην πορεία της ΔΕΘ. Συγκεκριμένα ενώ το συντονιστικό διήρκεσε 7-8 ώρες και ενώ συζητήθηκε κυρίως ένα ζήτημα (το αν η πορεία των φοιτητικών συλλόγων για τη ΔΕΘ θα επιστρέψει στο πανεπιστήμιο σε μια κίνηση υπεράσπισης του ασύλου) τελικά δεν επετεύχθη μια κοινά αποδεκτή απόφαση (καθώς δεν υπάρχει σαφής τρόπος λήψης αποφάσεων), με αποτέλεσμα το ζήτημα να λυθεί στη διασταύρωση Εθν. Αμύνης με Εγνατία στο τέλος της πορείας για τη ΔΕΘ με ένταση, διαπληκτισμούς (μεταξύ όσων ισχυρίζονταν ότι πρέπει να επιστρέψουμε στο πανεπιστήμιο και όσους διαφωνούσαν) και με την υπόλοιπη πορεία που ακολουθούσε να έχει κολλήσει στην Αγγελάκη σε στενό αστυνομικό κλοιό, με άμεσο κίνδυνο να δεχτεί επίθεση ανά πάσα στιγμή.
Υπάρχει δυνατότητα δημοκρατικής λειτουργίας των δομών του φοιτητικού κινήματος;
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η οργανωτική δομή του φοιτητικού κινήματος πάσχει σοβαρά με βλαπτικές επιπτώσεις στην όλη λειτουργία και αποτελεσματικότητά του. Και το πρόβλημα ξεκινάει από τη βάση: από τη λειτουργία των συντονιστικών των σχολών. Όπως και στα συντονιστικά πόλης έτσι και στα συντονιστικά των σχολών θεωρείται αυτονόητη η λήψη αποφάσεων με συνδιαμόρφωση. Κάτι τέτοιο είναι σίγουρα ευκολότερο σε αυτό το επίπεδο (ιδιαίτερα αν συμμετέχουν πολλοί ανένταχτοι) ωστόσο και εδώ η προϋπόθεση της συνδιαμόρφωσης οδηγεί πολλές φορές στην αδυναμία λήψης αποφάσεων. Ακόμη και αν παρθεί απόφαση για κάποια δράση και προταθεί αυτή στο κεντρικό συντονιστικό λόγω της προβληματικής λειτουργίας του τελευταίου, αυτή κατά κανόνα αγνοείται και δεν μπορεί να υλοποιηθεί.
Βασικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτή η διαλυτική κατάσταση είναι η αλλαγή του τρόπου λήψης αποφάσεων από (καταρχήν) τα συντονιστικά των σχολών. Θα πρέπει εκτός από τη συμφωνία όλων σε μια απόφαση ή τη συνδιαμόρφωση να υπάρχει τρόπος λήψης αποφάσεων και στις περιπτώσεις που τα προηγούμενα δε μπορούν να εφαρμοστούν: και αυτός δε μπορεί να είναι άλλος από την ψηφοφορία και τη λήψη αποφάσεων με βάση την άποψη της πλειοψηφίας. Φυσικά δεν είναι απαραίτητο να παίρνονται όλες οι αποφάσεις με αυτό τον τρόπο, αλλά σίγουρα αυτό θα πρέπει να ισχύει για τα ζητήματα που κάθε άλλος τρόπος λήψης απόφασης είναι ανέφικτος. Αντίστοιχα θα πρέπει να λειτουργεί και το συντονιστικό πόλης, αλλά και το πανελλαδικό συντονιστικό (σε αυτά ιδιαίτερα λόγω της εντονότερης παρουσίας οργανώσεων η συνδιαμόρφωση είναι ακόμη δυσκολότερη). Ωστόσο για να εκφράζει πραγματικά τις διαθέσεις των φοιτητών (και τις αποφάσεις των συντονιστικών των σχολών) θα πρέπει δικαίωμα ψήφου σε αυτό να έχουν μόνο αιρετοί και ανακλητοί αντιπρόσωποι των σχολών που θα προβάλλουν τις αποφάσεις των συλλόγων τους. Αν γινόταν ψηφοφορία στα κεντρικά συντονιστικά υπό τις παρούσες συνθήκες (όπου συμμετέχει όποιος θέλει, με ένα σώμα που μεταβάλλεται συνεχώς) δε θα μπορούσε να διασφαλιστεί ότι εκφράζεται η επιθυμία της βάσης. Το ζήτημα της συμμετοχής αιρετών και ανακλητών αντιπροσώπων θέτει μια σειρά ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν όπως: πόσους αντιπροσώπους θα στέλνει η κάθε σχολή; Μέσα από ποια διαδικασία θα εκλέγονται αυτοί; κ.α. Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση θα μπορούσε να είναι είτε η κάθε σχολή να στέλνει έναν αντιπρόσωπο ανεξαρτήτως μεγέθους είτε να στέλνει αντιπροσώπους ανάλογα με το μέγεθος της (πχ να χωριστούν οι σχολές σε 3 κατηγορίες ανάλογα με τον αριθμό των εισακτέων σε αυτές και αναλόγως να στέλνουν 1, 2 ή 3 αντιπροσώπους. Άλλη εκδοχή θα ήταν να στέλνονται αντιπρόσωποι με βάση τους συμμετέχοντες στη συνέλευση-κάτι που θεωρούμε πιο δύσκολο καθώς ο αριθμός αυτός μεταβάλλεται ανά εβδομάδα). Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα τίθεται το ζήτημα ποιο σώμα θα εκλέγει τους αντιπροσώπους, αν αυτό θα είναι η γενική συνέλευση ή το συντονιστικό της σχολής. Με δεδομένο ότι την οργάνωση της δράσης του συλλόγου την αναλαμβάνει το συντονιστικό της σχολής και ότι το αντικείμενο της συνέλευσης είναι κατά κανόνα η επικράτηση επί των αντίπαλων δυνάμεων στα πανεπιστήμια, κρίνουμε ότι το συντονιστικό της σχολής θα πρέπει να είναι το πρωτοβάθμιο όργανο που θα εκλέγει τους αντιπροσώπους για τα κεντρικά συντονιστικά, ενώ θα είναι και αυτό που θα αποφασίζει για τις θέσεις που αυτοί θα προβάλλουν στα συντονιστικά αυτά (για όσα θέματα δεν υπάρχει δεσμευτική απόφαση της γενικής συνέλευσης).
Τα προηγούμενα σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ένα πλήρες και ολοκληρωμένο σχέδιο αλλά θέτουν κάποιους βασικούς άξονες για τη δημιουργία μιας πιο λειτουργικής και αποτελεσματικής δομής του φοιτητικού κινήματος. Η δομή αυτή δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο στους διάφορους συνδικαλιστικούς ή και πολιτικούς αγώνες. Το αντίθετο μάλιστα: πληθώρα τέτοιων αγώνων ιστορικά αναγκάστηκε να υιοθετήσει ένα τέτοιο σχήμα για την αποτελεσματικότερη επίτευξη των στόχων που τίθονταν κάθε φορά. Κατά τη γνώμη μας η εξέλιξη των οργανωτικών δομών του φοιτητικού κινήματος προς μια τέτοια κατεύθυνση θα αποτελούσε βήμα ωρίμανσής του, τόσο στα πλαίσια του αγώνα που διεξάγεται σήμερα όσο και εν όψει των σκληρών μελλοντικών αναμετρήσεων που έρχονται.
Τέλος, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν είναι απαραίτητο κάθε κινητοποίηση να πρέπει να εγκριθεί από το συντονιστικό πόλης. Για κινητοποιήσεις μικρότερης κλίμακας αρκεί η πρωτοβουλία και η αυτενέργεια των συντονιστικών των σχολών, ακόμη και η οριζόντια συνεννόηση ανάμεσα σε κάποια από αυτά. Ωστόσο κρίνουμε ότι σε γενικές γραμμές η καλύτερη λειτουργία και του κεντρικού συντονιστικού θα άνοιγε μεγαλύτερες δυνατότητες τόσο για κεντρικότερες κινητοποιήσεις σε επίπεδο πόλης (ή και σε πανελλαδικό επίπεδο), όσο και για πιο αποτελεσματικό συντονισμό των επιμέρους μικρότερων δράσεων.
Τελικά μπορεί το φοιτητικό κίνημα να νικήσει;
Η αναμέτρηση που έχει ξεκινήσει είναι αναμφισβήτητα η δυσκολότερη αλλά και η κρισιμότερη που έδωσε το φοιτητικό κίνημα στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Για να έχει πραγματικά ελπίδες επιτυχίας θα πρέπει να αξιοποιήσει το μέγιστο των δυνατοτήτων του, να εξελιχθεί και το ίδιο ώστε να γίνει πιο απειλητικό και αποτελεσματικό. Ένα κίνημα επανάληψη του 2006-7 κατά τη γνώμη μας δε θα μπορέσει να επιβληθεί απέναντι σε έναν πιο αποφασισμένο και ισχυρό αντίπαλο. Είναι αναγκαίο τα πιο δημιουργικά στοιχεία που συμμετέχουν σε αυτό το κίνημα (είτε πρόκειται για οργανωμένες δυνάμεις και συλλογικότητες είτε για ανένταχτους αγωνιστές) να πάρουν πρωτοβουλίες τόσο για την εντονότερη και πιο πολύμορφη δραστηριοποίηση των φοιτητών, όσο και για την πιο αποτελεσματική και δημοκρατική οργανωτική τους συγκρότηση. Αν κάτι τέτοιο δε συμβεί (και μάλιστα άμεσα) τότε οι πιθανότητες επιτυχίας του φοιτητικού κινήματος θα μειωθούν σημαντικά.
Γ. Κ.
12/9/2011
Απαικτο. Αυτή η βλακεία είναι ανίκητη http://www.ellinofreneia.net/sound.php?id=567#.Tm89n54LN4s.facebook
ΑπάντησηΔιαγραφήσε γενικές γραμμές δεν νομίζω να διαφωνεί κανείς με το κείμενο, αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε οι οργανωμένες πολιτικές (κομματικές) δυνάμεις του κινήματος είναι αυτές που βάζουν αναχώματα σε οποιαδήποτε δημιουργική πρωτοβουλία. Θέλουν να ελέγχουν πλήρως κάθε στιγμή του αγώνα, για αυτό ενοχλούνται όταν ομάδες ατόμων από τις καταλήψεις προβαίνουν σε δράσεις. Και το χειρότερο είναι ότι σαμποτάρουν και τις πρωτοβουλίες ατόμων ορισμένες φορές... (και δεν τα λέω έτσι έχω συγκεκριμένα παραδείγματα στο μυαλό μου)
ΑπάντησηΔιαγραφή@Ανώνυμος των 3:49
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί όμως είναι πώς θα μπορέσουμε να αλλάξουμε αυτη την κατάσταση. Γιατι αν δεν το κανούμε εμείς δε θα το κάνει κανένας και αν δε γίνει τότε το φοιτητικό κίνημα δε θα μπορέσει να γίνει όσο αποτελεσματικό και απειλητικό χρειάζεται για να έχει ελπίδες επιτυχίας.
Δεν μπορεί η εκλογή των αντιπροσώπων να γίνεται από την συντονιστική!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό είναι γραφειοκρατία μέχρι τα μπούνια.
Οι αντιπρόσωποι ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΚΛΕΓΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ. Αυτή είναι το σώμα και αυτήν πρέπει να εκφράζουν.
Η εκλογή από τη συντονιστική είναι άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Η συνέλευση έχει 100 και η συντονιστική 20 άτομα (τους πιο ψημένους). Οι 20 θα εκλέξουν τους αντιπροσώπους των 100?
Επίσης την συντονιστική ποιος την ορίζει?
Σοβαρευτείτε ορισμένοι!
σ. Γ.Κ. που ανήκεις πολιτικά, αν ανήκεις κάπου?
Το ζήτημα του σώματος που θα εκλέγει τους αντιπροσώπους για τα συντονιστικά πόλης και τα πανελλαδικά συντονιστικά σηκώνει συζήτηση αν και το πιθανότερο είναι τελικά να λυθεί με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο στην πράξη (αν το δούμε ποτέ να γίνεται). Αν και δε θεωρώ δεδομένο ότι πρέπει οι αντιπρόσωποι να εκλέγονται από τα συντονιστικά των σχολών, θα παραθέσω μερικές ενστάσεις/προβληματισμούς επιπλέον σχετικά με τη διαδικασία εκλογής αντιπροσώπων από τις γενικές συνελεύσεις (ΓΣ):
ΑπάντησηΔιαγραφή1)το σώμα των ΓΣ δεν αποτελείται μόνο από όσους στηρίζουν τις κινητοποιήσεις αλλά και από αυτούς που ψηφίζουν εναντίον τους. Πώς γίνεται να ψηφίζουν και αυτοί για τους αντιπροσώπους; Θα έχουμε και φοιτητές που είναι ενάντια στις κινητοποιήσεις στους εκλεγμένους αντιπροσώπους στα κεντρικά συντονιστικά;
2)στις ΓΣ το κύριο επίδικο είναι αν θα κυριαρχήσει το πλαίσιο που στηρίζει κινητοποιήσεις, καταλήψεις κτλ ή το πλαίσιο που υποστηρίζει την παύση τους. Ωστόσο στο εσωτερικό του πρώτου πλαισίου τα πράγματα δεν είναι απολύτως ενιαία και αδιαφοροποίητα. Και μεταξύ των δυνάμεων που στηρίζουν τις κινητοποιήσεις υπάρχουν διαφορές (οι οποίες προς το παρόν εκδηλώνονται κατά κανόνα-ευτυχώς- εκτός των ΓΣ και κυρίως στα συντονιστικά). Η εκλογή αντιπροσώπων από τη ΓΣ ενέχει τον κίνδυνο να πρέπει να αποφασίζουμε για όλα (ακόμη και για ζητήματα που διαφωνούν μεταξύ τους οι αριστερές παρατάξεις) μέσα στη ΓΣ, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε διάσπαση το ενιαίο μπλοκ των καταλήψεων, με συνέπεια την απώλεια των συνελεύσεων.
3)Υπάρχουν μια σειρά θέματα που εκ των πραγμάτων προκύπτουν μέσα στην εβδομάδα ανάμεσα στις 2 ΓΣ (μιλάμε για πρακτικά ζητήματα κυρίως, όπως το που θα γίνει πορεία, αν θα οργανωθούν κάποιες επιπλέον κινητοποιήσεις κτλ). Για όλα αυτά τα θέματα το κατάλληλο όργανο για να αποφασίσει είναι το συντονιστικό της σχολής (που συνεδριάζει τακτικά) και στη συνέχεια στο συντονιστικό πόλης. Γι αυτό και πρέπει οι αντιπρόσωποι να στέλνονται μετά από τη σχετική συζήτηση και με βάση τις θέσεις που εκφράζουν επί των συγκεκριμένων ζητημάτων που τέθηκαν. Κάτι τέτοιο δε μπορεί να γίνει από τη ΓΣ.
Επίσης θα πρέπει να επισημάνω ότι η κατάσταση που περιγράφεις για τα συντονιστικά των σχολών προκύπτει συνήθως λόγω της διαλυτικής κατάστασης που επικρατεί σε αυτά εξαιτίας της αδυναμίας λήψης οποιασδήποτε απόφασης. Φυσικά ποτέ στα συντονιστικά δε θα συμμετέχουν όλοι όσοι ψηφίζουν το πλαίσιο στη συνέλευση, αλλά η εμπειρία μας δείχνει ότι τα πρώτα συντονιστικά (πριν να ξενερώσει ο κόσμος) είναι αρκετά μαζικά. Θεωρώ ότι αν τα συντονιστικά μπορούσαν να λειτουργήσουν στα σοβαρά ως όργανα λήψης αποφάσεων και οργάνωσης του αγώνα η συμμετοχή θα ήταν πολύ μεγαλύτερη.
Κλείνοντας να ξεκαθαρίσω ότι δε θεωρώ ότι το ζήτημα έχει λήξει (ελπίζω η συζήτηση να συνεχιστεί), απλά κρίνω ότι θα πρέπει όσοι προτείνουν την εκλογή αντιπροσώπων από τις ΓΣ να απαντήσουν στους παραπάνω προβληματισμούς.
Γ.Κ.
Υγ: Δεν είμαι ενταγμένος σε καμία πολιτική οργάνωση ή κόμμα. Ιδεολογικά θα τοποθετούσα τον εαυτό μου στην κομμουνιστική αριστερά.