Ένα από τα κύρια, για να μην πω το κυριότερο, επιχείρημα που το επικαλούνται όσοι επιχειρούν να στηλιτεύσουν και ν’ απαξιώσουν το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι ότι «παρέχει πτυχία χωρίς αντίκρισμα», το οποίον μεθευρμηνευόμενο, παραπέμπει σε κοπρίτες, τόσο πανεπιστημιακούς δασκάλους, όσο και φοιτητές.
Ένα πτυχίο όμως για να μην έχει αντίκρισμα, θα πρέπει να συμβαίνουν δυο τινά: είτε το γνωσιακό περιεχόμενο των αποφοίτων είναι πολύ πενιχρό και αναντίστοιχο του τίτλου που φέρουν, οπότε και εκ των πραγμάτων καθίστανται μη-απορροφήσιμοι από την αγορά εργασίας, είτε, το μεν γνωσιακό περιεχόμενο είναι επαρκές, η δε αντίστοιχη αγορά εργασίας ανύπαρκτη.
Τι από τα δυο συμβαίνει; Πόσο πολύ η ανεργία των νέων που συνεχώς διογκώνεται οφείλεται στο χαμηλό επίπεδο δεξιοτήτων που το ελληνικό πανεπιστήμιο τους παρέχει; Το ερώτημα δεν είναι δύσκολο ν’ απαντηθεί, μιας και υπάρχουν αρκετές επί μέρους μελέτες για να μας απαλλάξουν από το δίλημμα.
Α.
Αν υποθέσουμε ότι οι προπτυχιακές σπουδές είναι όντως για τα σκουπίδια, και ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι νέοι πτυχιούχοι εκδιώκονται από την αγορά εργασίας, τότε πώς συμβαίνει και η ανεργία εξελίσσεται αντιστρόφως ανάλογα του αριθμού των νέων που ακολουθούν μεταπτυχιακά προγράμματα;
Για παράδειγμα, ενώ το 2000 οι μεταπτυχιακοί φοιτητές στην Ελλάδα αποτελούσαν το 8,7% των προπτυχιακών, το 2006 ανήλθαν στο 22%, και σε απόλυτα νούμερα στους 74,300. Πιο πρόσφατη εικόνα έχουμε από το ρεπορτάζ του Χρ. Κάτσικα στα «ΝΕΑ»:
«…Τον αριθμό-ρεκόρ των 87.958 έχουν φτάσει οι νέοι και οι νέες που κάνουν μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές. Από αυτούς, 52.000 φοιτούν στα 459 προγράμματα σπουδών των ελληνικών πανεπιστημίων, 11.000 στα 26 προγράμματα του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και περίπου 25.000 σε πανεπιστήμια του εξωτερικού (οι περισσότεροι στο Ηνωμένο Βασίλειο).
Παράλληλα, το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010 υπολογίζεται ότι ο αριθμός των πτυχιούχων που κατέθεσαν αίτηση για τη διεκδίκηση μιας θέσης στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών των ελληνικών πανεπιστημίων ξεπέρασε τις 100.000, καθώς είναι πλέον συνηθισμένο φαινόμενο για τις 25 ή 30 θέσεις ενός μεταπτυχιακού προγράμματος να κατατίθενται έως και δεκαπλάσιες αιτήσεις. Για παράδειγμα, μόνο στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών του ΕΑΠ κατατέθηκαν τον Δεκέμβριο 2009 περίπου 45.000 αιτήσεις και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών περίπου 10.000 αιτήσεις…»
Τι γίνεται λοιπόν με τους τόσους αποφοίτους μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών; Άχρηστα κι αυτά; Μάλλον δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι γνώσεις που αποκτώνται και η εκπαίδευση που παρέχεται, δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις και τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Β.
Ας ρίξουμε επίσης μια ματιά και στην ανεργία των νέων πτυχιούχων. Πάλι από έρευνα του Χρ. Κάτσικα στα «ΝΕΑ».
«…Στο 9,8% ανήλθε το ποσοστό ανεργίας τον Οκτώβριο του 2009, από 7,4% που ήταν ένα χρόνο νωρίτερα και 9,1% που ήταν το Σεπτέμβριο του 2009, όπως ανακοινώθηκε σήμερα από την ΕΣΥΕ. Οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 123.935 άτομα σε σχέση με το Οκτώβριο του 2008 (αύξηση 33,8%) και κατά 34.336 άτομα σε σχέση με το Σεπτέμβριο του 2009 (αύξηση 7,5%). Εκεί που κάνει θραύση είναι στους νέους 15-24 ετών όπου έφτασε το 27,5% και στα άτομα 25-34 ετών (12,6%).
Όλα αυτά επισήμως. Γιατί ανεπισήμως τα πράγματα είναι χειρότερα και αναμένεται να γίνουν ακόμη πιο χειρότερα καθώς επίσης το 29,2% των νέων μεταξύ 15-24 ετών στην Ελλάδα εργάζεται σε θέση επισφαλούς εργασίας ή με συμβόλαιο προσωρινής απασχόλησης. Δεν έχει κανείς παρά να δει τι γίνεται με τους πτυχιούχους ακόμη και με αυτούς που θεωρούνται «ισχυρές ομάδες». Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, η γνωστή Εurostat, επισημαίνει ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα ανάμεσα στις 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου τα ποσοστά ανεργίας δεν μειώνονται ανάλογα με την απόκτηση περισσότερων τυπικών προσόντων και, συνολικά, δεν διαφοροποιούνται σημαντικά…»
Κι αν νομίζετε ότι η ανεργία περιορίζεται σε τίποτε «παρακμιακές» σχολές των ανθρωπιστικών σπουδών, θα βρεθείτε γελασμένοι. Η ανεργία φωλιάζει τόσο στους γιατρούς, όσο και στους αποφοίτους σχολών νέων τεχνολογιών.
Επομένως, και με τη βούλα της Eurostat, όπως είδαμε στην προηγούμενη παράγραφο, αλλά και με τα στοιχεία που παραθέσαμε, η αυξανόμενη ανεργία των αποφοίτων όχι μόνο καμία σχέση δεν έχει με το μορφωτικό τους επίπεδο, αλλά τουναντίον είναι και αντιστρόφως ανάλογη αυτού. Πέρα όμως από τα νούμερα, αυτή είναι και η καθημερινή εμπειρία των περισσοτέρων.
Γ.
Ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο σκέλος του διλήμματος, δηλαδή, στο κατά πόσον η αγορά εργασίας, πλέον, αντιστοιχεί στο επίπεδο εκπαίδευσης των αποφοίτων. Και εδώ τα πράγματα είναι δραματικά. Και πάλι η κοινή εμπειρία, ως προς τον εκσυγχρονισμό και τις παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες, δεν λαθεύει.
Παλιότερα είχαμε παρουσιάσει από ΕΔΩ, αποσπάσματα έκθεσης του ΙΟΒΕ σχετικά με τις ανάγκες των επιχειρήσεων, όπου γίνονταν σαφές, ότι η ανεργία των πτυχιούχων δεν είναι θέμα ανεπάρκειας του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά διάρθρωσης της παραγωγικής οικονομίας. Μάλιστα! Η έρευνα είχε στηριχτεί σε δείγμα 200 επιχειρήσεων παραδοσιακών και υψηλής τεχνολογίας, με συνολικό αριθμό εργαζομένων ίσο με 50,000
Στη σ. 2,
«... Τα υπάρχοντα δεδομένα, [ωστόσο], συνηγορούν στη διαπίστωση ότι το πρόβλημα δεν οφείλεται τόσο στην αδυναμία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες απαιτήσεις, όσο στην καθυστέρηση και το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης σημαντικού μέρους του παραγωγικού τομέα της οικονομίας, που οδηγεί σε μειωμένη ζήτηση για εργασία υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου, σε αντίθεση με μια συνεχώς αυξανόμενη προσφορά ανθρώπινου δυναμικού υψηλών τυπικών προσόντων (υψηλών βαθμίδων εκπαίδευσης) ...»
Λίγο παρακάτω:
«... το σημαντικότερο μέρος της ζήτησης εργατικού δυναμικού καταλαμβάνουν επαγγέλματα χαμηλού εκπαιδευτικού επιπέδου. Ειδικότερα, σε πολλούς νομούς και περιφέρειες της χώρας η ζήτηση ατόμων με ειδικότητες για τις οποίες κατά κανόνα επαρκεί η υποχρεωτική εκπαίδευση, ξεπερνά το 80% της συνολικής ζήτησης. Αυτό σημαίνει ότι οι κυριότεροι λόγοι της ανεργίας των νέων πτυχιούχων δεν πρέπει να αναζητηθούν καταρχήν στο εκπαιδευτικό σύστημα αλλά μάλλον στις συνθήκες της οικονομίας...»
Όπου δε παρατηρείται έλλειμμα ικανοτήτων-δεξιοτήτων ανάμεσα στους αποφοίτους, αυτό
«... δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στις ελλείψεις του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και σε άλλης μορφής ανεπάρκειες που προσδιορίζουν την απασχολησιμότητα ...»
Δεν θα συνεχίσω άλλο, διότι νομίζω ότι και δια στόματος IOBE έχουν γίνει πέρα από κατανοητοί οι παράγοντες που παρκάρουν τους αποφοίτους στις καφετέριες.
Δ.
Γιατί λοιπόν το Υπ. Παιδείας εμμένει στην απαξίωση των πανεπιστημίων και του έργου που επιτελούν, εφ’ όσον κάθε άλλο παρά έλλειμμα γνώσεων και δεξιοτήτων παρατηρείται ανάμεσα στους αποφοίτους; Γιατί συνεχίζουν ακόμα και έγκριτοι δημοσιογράφοι να διογκώνουν μεμονωμένες περιπτώσεις κατάχρησης θέσης και κακοδιοίκησης και ό,τι άλλο επιλήψιμο υπάρχει να τους προσάψουμε, γεγονός που συμβαίνει και στα καλύτερα τα σπίτια που λένε, ενώ συγχρόνως αγνοούν τους χιλιάδες άλλους των 40 ΑΕΙ και ΤΕΙ που κάνουν τη δουλειά τους όσο καλά μπορούν; Προφανώς σε ένα επαγγελματικό χώρο, θα υπάρχουν και κακοί, και καλοί και άχρηστοι και άριστοι, όπως συμβαίνει παντού. Δεν είναι όλοι ιδίων ικανοτήτων και διαθέσεων και προφανώς δεν περιμένουμε στα πανεπιστήμια να προσλαμβάνονται και να διδάσκουν μόνο κάτοχοι βραβείων Νόμπελ.
Αν το Υπ. Παιδείας θεωρεί ότι τα πανεπιστήμια δεν ανταποκρίνονται στο ρόλο τους, που για το υπουργείο είναι η στελέχωση της αγοράς, τότε όλα τα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι είναι και βαθιά νυχτωμένοι και ότι κοιτάνε σε λάθος μεριά.
Πού κατά τη γνώμη του Υπουργείου χωλαίνουν τα πανεπιστήμια; Για να το απαλλάξω από τον κόπο θα δώσω ένα hint: σ' ολόκληρο το δυτικό κόσμο υπάρχει αυτή τη στιγμή μια παραζάλη και μια αναστάτωση για αλλαγή του εκπαιδευτικού τους συστήματος, αλλού στις κάτω βαθμίδες, αλλού στις πάνω, κι αλλού, σ' όλες μαζί. Ο λόγος, ότι το σχολείο δεν ανταποκρίνεται στου καιρούς! Φυσικά και δεν ανταποκρίνεται. Πρώτα γιατί δεν είναι αυτοί "καιροί" για να εκτιμήσουν το Σχολείο. Και δεύτερο, γιατί ό,τι και να κάνουν στο σχολείο δεν είναι εκεί το πρόβλημα, αλλά στην οικονομία και την παραγωγή. Παντού!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου