πηγή: Red Notebook
Του Νικόλα Βαγδούτη
Σκέψεις για την υπερπροβολή και την απήχηση των «ανεξάρτητων» φοιτητών
Το νέο πολιτικό συμβάν στο χώρο των Πανεπιστημίων λέγεται «Πρωτοβουλία Ανεξάρτητων Φοιτητών». Ένα φαινόμενο που στην αρχή φάνηκε περισσότερο ως πρωτοβουλία του συγκροτήματος Αλαφούζου, αλλά που πλέον είναι υπαρκτό στις συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων, όντας το υποκείμενο που κυρίως προσπαθεί να ανακόψει το φοιτητικό κίνημα. Το κύριο ερώτημα είναι το εξής: Σε ποια βάση συγκροτείται η πολιτική επιρροή της πρωτοβουλίας αυτής και πώς πρέπει το φοιτητικό κίνημα, και δη η Αριστερά, να το αντιμετωπίσει πολιτικά;
Νομίζω ότι η συγκρότηση και παρουσίαση των «ανεξάρτητων φοιτητών» παρουσιάζει αναλογίες με την αρχική φάση του «Συντάγματος». Οι αναλογίες αυτές έχουν να κάνουν με την υπερπροβολή της ανεξάρτητης-ακομμάτιστης μορφής των συγκεκριμένων πρωτοβουλιών επί του υπόρρητου ιδεολογικού τους περιεχομένου - ενός περιεχομένου που, ωστόσο, είναι εντελώς αντίθετο από αυτό που το Σύνταγμα πήρε στην ύστερη φάση του. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το Σύνταγμα προέβαλε τελικά ως κυρίαρχο ιδεολογικό σύνθημα τη μεγαλύτερη συμμετοχή της κοινωνίας στην «κυρίως» πολιτική («πραγματική δημοκρατία»), η πρωτοβουλία των «ανεξάρτητων φοιτητών», με το αίτημα «θέλω μόνο να σπουδάσω, η πολιτική δεν έχει χώρο στο πανεπιστήμιο», προτάσσει το ακριβώς αντίθετο ιδεολογικό αίτημα: αυτό της εκχώρησης των αποφάσεων, όχι μόνο αυτών που σχετίζονται με την κυρίως πολιτική, αλλά ακόμη και εκείνων που αφορούν την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία, σε ειδικούς.
Αν ισχύουν αυτά, ο μόνος τρόπος που έχει το φοιτητικό κίνημα να σταθεί ηγεμονικά απέναντι σε τέτοιου τύπου πρωτοβουλίες είναι να επικεντρωθεί και να αντιπαρατεθεί στο ιδεολογικό τους αίτημα, επαναφέροντας στο επίκεντρο τη συζήτηση για τον μη ουδέτερο ρόλο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και επαναδιατυπώνοντας την αντίληψή μας για τη δημοκρατία.
***
Όπως έχει αναπτυχθεί και προηγούμενα στο Red Notebook [1], το Σύνταγμα είχε ως κύριο χαρακτηριστικό του την ανάδειξη ενός πολιτικού υποκειμένου, το οποίο σε μια πρώτη φάση διεκδικούσε απλώς την είσοδό του στην πολιτική και τη δημόσια σφαίρα με όρους άρνησης, χωρίς δηλαδή ένα από τα πριν καθορισμένο και συγκεκριμένο πολιτικό στόχο, αίτημα ή στρατηγική. Αν όμως αυτό το «queer» υποκείμενο, το υποκείμενο χωρίς συγκροτημένη ταυτότητα, δεν είχε εξαρχής συγκεκριμένη πολιτική αιτηματολογία, αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν tabula rasa. Η μεγάλη πολιτική επιρροή του βασίστηκε στην αγανάκτηση απέναντι στην επιδείνωση των υλικών όρων ζωής των εργαζομένων, αλλά και σε μεγάλο βαθμό στην αντι-κομματική μορφή του, που συγκροτούσε από την πίσω πόρτα μια νέα εθνική αφήγηση απέναντι στους «τριακόσιους προδότες».
Από την άλλη πλευρά, η πολιτική κατεύθυνση που πήρε σε δεύτερο χρόνο το Σύνταγμα (η υιοθέτηση ενός ταξικά μεροληπτικού λόγου, μιας αριστερής συνθηματολογίας και η σύνδεση με τα συνδικάτα), χάρη και στην ανάμειξη της οργανωμένης αριστεράς στο εγχείρημα, αλλά και η σαφέστερη αντικυβερνητική πολιτική του στοχοθεσία απέδειξαν ότι η άρνηση είναι δυνατό να αποτελέσει το πρώτο βήμα προς την αποδέσμευση των υποτελών από τη «νομοτέλεια» του υπάρχοντος – με άλλα λόγια, ένα βήμα προς την επανατοποθέτησή τους στη λογική της υπεράσπισης των ταξικών τους συμφερόντων. Όπως σημειώνει ο Κ. Δουζίνας, «το να λες «όχι», «φτάνει πια», «μέχρι εδώ και μη παρέκει», όχι μόνο δεν είναι απολίτικο, αλλά αποτελεί τη βάση της κλασικής αριστερής πολιτικής: η άρνηση ήταν πάντα το πρώτο βήμα της διαλεκτικής σύνθεσης και υπέρβασης» [2].
Εδώ, όμως, βρισκόμαστε στο κρίσιμο σημείο: παρά την αισιόδοξη εμπειρία του Συντάγματος, το πολιτικό περιεχόμενο που μπορεί να πάρει τελικά αυτή η άρνηση είναι πάντα υπό διακύβευση - ειδικά δε εντός μιας συγκυρίας όπου κάθετί ανεξάρτητο αποθεώνεται ως τέτοιο, ανεξαρτήτως δηλαδή του ιδεολογικού του προσήμου.
Είναι λοιπόν εμφανές ότι υπάρχει ένα κοινό σημαίνον μεταξύ των ανεξάρτητων φοιτητών και των Αγανακτισμένων του Συντάγματος: είναι το κομματικά «ακηδεμόνευτο» και των δύο. Πρόκειται για τη χάραξη μιας νέας διαχωριστικής γραμμής από τους ανεξάρτητους φοιτητές, αυτή τη φορά μέσα στα πανεπιστήμια, η οποία παίρνει υπόψιν της την πολιτική κρίση και, σχηματικά, ορίζει το δίπολο «κομματικοποίηση του πανεπιστημίου-ανεξάρτητοι φοιτητές». Πρόκειται, με βάση και τα παραπάνω, για μιαν άρνηση που συγκροτείται κυρίαρχα πάνω στη μορφή. Σ’ αυτήν ακριβώς την επικράτηση της «ανεξάρτητης» μορφής επί του περιεχομένου πάτησε και η αρχική στήριξη, από τα ΜΜΕ, του Συντάγματος.
***
Μολονότι οι αναλογίες είναι εμφανείς (περιληπτικά: γενικευμένη αγανάκτηση εναντίον των υπαρχόντων πολιτικών σχηματισμών και πρωτοβουλία από τα κάτω), κανένα από τα κυρίαρχα ΜΜΕ (που στην αρχή αβάνταραν και το Σύνταγμα, όπως τώρα τους αγανακτισμένους φοιτητές) δεν έχει αναφερθεί σε αυτές. Ο λόγος είναι ότι πέρα από τη μορφή, το πολιτικό περιεχόμενο που τελικά πήρε το Σύνταγμα ως κριτική της αστικής αντιπροσώπευσης από τη σκοπιά της δημοκρατίας, αλλά και η συνακόλουθη πολιτική «επικινδυνότητα» του Συντάγματος, ανάγκασαν τα ΜΜΕ να σιωπούν πλέον σε σχέση με το «Συμβάν Σύνταγμα».
Οι ανεξάρτητοι φοιτητές φαίνεται, λοιπόν, να χρησιμοποιούν ακριβώς την ίδια μορφή, αλλά με ένα περιεχόμενο που έχει ακριβώς το αντίθετο πρόσημο. Σε αντίθεση με το αίτημα των πλατειών για εφ’ όλης της ύλης συμμετοχή και πραγματική δημοκρατία, αυτοί ουσιαστικά προτάσσουν το αίτημα της «εκχώρησης» της «κυρίως» πολιτικής στη διαχείριση. Ουσιαστικά μας λένε: «δεν θέλω να ξέρω, δεν θέλω να ασχοληθώ: θέλω μόνο να σπουδάσω». Έτσι, η ταύτιση των ανεξάρτητων φοιτητών με τον περιρρέοντα αντικομματισμό ανασημασιοδοτείται από το περιεχόμενο του προτασσόμενου αιτήματος, το οποίο είναι βγαλμένο στην καλύτερη των περιπτώσεων από οργανικούς διανοούμενους του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ (ανάθεση της κυρίως πολιτικής σε τεχνοκράτες) και, στη χειρότερη, από τις κραυγές της Καθημερινής για το κόστος της δημοκρατίας σε συνθήκες κρίσης.
***
Είναι σε αυτό το σημείο που ανοίγει η συζήτηση για το πώς η αριστερά μπορεί να απαντήσει στην ομολογουμένως πρωτόφαντη πρωτοβουλία εντός των συλλόγων. Το να εξαντλούμαστε σε μια συνωμοσιολογία περί ...πρακτόρων του Αλαφούζου και σε μια φρασεολογία της αποκάλυψης μάλλον δεν αφορά όσους συμμετέχουν σε αυτή την πρωτοβουλία και σίγουρα δεν συνιστά πειστική απάντηση για τους φοιτητές που επιλέγουν να συνταχθούν με αυτή. Το να τους λέμε επίσης ότι εκ του αποτελέσματος και λόγω στάσης (υποστήριξη της παύσης των καταλήψεων) βοηθούν να εφαρμοστεί ο νόμος, είναι μεν πιο αποτελεσματικό, αλλά και πάλι δεν αρκεί για να αναμετρηθούμε με το ιδεολογικό αίτημα που υπόρρητα κομίζουν, φτάνουμε έτσι να κάνουμε λήψη του ζητουμένου.
Είναι για τους λόγους αυτούς που πρέπει να αναμετρηθούμε στα αμφιθέατρα, και μάλιστα για πρώτη φορά με τέτοια ένταση, με την κρίση της πολιτικής αντιπροσώπευσης και το αστάθμητο στοιχείο που αυτή συνεπιφέρει. Η αναμέτρηση αυτή δεν μπορεί παρά να γίνει διά της επιστροφής του πολιτικού, με την πιο ευρεία έννοια, στις διαδικασίες του φοιτητικού κινήματος και στον τρόπο με τον οποίο αυτό συγκροτείται. Η απεύθυνση σε κάθε λογής ανεξάρτητες πρωτοβουλίες που συγκροτούνται πρέπει να γίνεται κυρίως, όχι με βάση την κριτική στη μορφή τους, αλλά μέσω μιας παρέμβασης που να αναδεικνύει (και να αποδομεί) το ιδεολογικό τους περιεχόμενο. Ο ισχυρισμός τους, ότι ουσιαστικά η πολιτική και η δημοκρατία είναι αχρείαστες μέσα στο Πανεπιστήμιο, γιατί το τελευταίο είναι ουδέτερος μηχανισμός παροχής αντικειμενικής γνώσης, είναι αυτός που πρωταρχικά χρήζει αντιμετώπισης. Η ανάδειξη του ρόλου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ως μη ουδέτερης αλλά κοινωνικά-ταξικά φορτισμένης διαδικασίας, η έμφαση στο τι αποφοίτους και με τι δικαιώματα παράγει το Πανεπιστήμιο, καθώς και στο πώς, αποτελούν θεμελιώδη ιδεολογικά ζητήματα που πρέπει πια να τίθενται επιτακτικά.
Με αυτή την έννοια, είναι σαφές ότι ο νέος νόμος έρχεται να επικυρώσει ένα Πανεπιστήμιο που θα παράγει αναλώσιμους, ευέλικτους και με κατακερματισμένα επαγγελματικά δικαιώματα νέους εργαζόμενους και, την ίδια στιγμή, μιαν αντίληψη ότι η δημοκρατία μέσα στο Πανεπιστήμιο δεν χωράει, γιατί ο ρόλος του φοιτητή πρέπει να εξαντλείται στην τυπική γνώση, δηλαδή στη γνώση που η αγορά και οι ανάγκες της έχουν καταξιώσει. Το πώς λοιπόν παίρνονται οι αποφάσεις για την εκπαιδευτική διαδικασία, από το ποιος και με ποιο κριτήριο επιλέγει το σύγγραμμα που πρέπει οι φοιτητές να διαβάσουν, μέχρι το με ποια κριτήρια χρηματοδοτούνται ερευνητικά προγράμματα, έρχεται να το λύσει ο νόμος, καταργώντας ουσιαστικά τον δημοκρατικό τρόπο λήψης αποφάσεων στα Πανεπιστήμια (γενικές συνελεύσεις τμήματος), αλλά και εκχωρώντας μεγάλο μερίδιο εξουσίας και «αλήθειας» στους παράγοντες της αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, οι ανεξάρτητοι φοιτητές, με το αίτημα «όχι άλλη πολιτική εντός των Πανεπιστημίων», δεν κάνουν άλλο από το να εναρμονίζονται πλήρως, σε ιδεολογικό επίπεδο, τόσο με τη φιλοσοφία του νέου νόμου–πλαίσιο, όσο και με τη συνολική στάση της κυβέρνησης και των ΜΜΕ (κυρίως της Καθημερινής) απέναντι τελικά στην έννοια της δημοκρατίας και την αντίληψη περί της βέλτιστης διαδικασίας λήψης των αποφάσεων.
***
Ενώ ισχύουν τα παραπάνω, την ίδια στιγμή χρειάζεται ένα ακόμα: να αντιμετωπίζουμε τη συνολική παρουσία των ανεξάρτητων φοιτητών με βάση τη πραγματική της διάσταση. Παρά την υπερπροβολή και τη στήριξή τους από τα ΜΜΕ, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν φαινόμενο που ηγεμονεύει στο Πανεπιστήμιο. Οι φοιτητικοί σύλλογοι, παρά τις αδυναμίες και τις παθογένειες τους, συγκροτούν μια δημόσια σφαίρα δημοκρατίας που αναγκάζει τα υποκείμενα να μιλούν πολιτικά, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που εκθέτει τέτοιου τύπου πρωτοβουλίες και τις αναγκάζει να μιλούν και για το ιδεολογικό τους πλαίσιο. Η παρέμβαση των ανεξάρτητων δεν εξαντλείται βεβαίως στη διαπάλη εντός των φοιτητικών συλλόγων, αντίθετα, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο να αποκόψει το φοιτητικό κίνημα από τις κοινωνικές του συμμαχίες, καθώς, δεδομένης της συκρότησης και υπερπροβολής τους, ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεταιστο δίπολο ανεξάρτητοι-κόμματα, με αποτέλεσμα την ισχυροποίηση της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας, σύμφωνα με την οποία αυτοί που αντιστέκονται στο νέο νόμο είναι οι κομματικές συντεχνίες που θέλουν να διατηρήσουν προνόμια.
Ας συνοψίσουμε: Στο Σύνταγμα, παρότι η άρνηση ήταν αρχικά σαφώς ηγεμονευόμενη από τον αντικομματισμό που τα ΜΜΕ αναπαρήγαν, έγινε το πρώτο βήμα για να κυριαρχήσει τελικά το αίτημα για περισσότερη δημοκρατία. Τώρα, η επιρροή των ανεξάρτητων φοιτητών, τόσο στους φοιτητικούς χώρους όσο και στην κοινωνία, συγκροτείται ακριβώς πάνω στην ανεξάρτητη μορφή τους και παραμερίζεται το υπερσυντηρητικό ιδεολογικό τους αίτημα. Για το φοιτητικό κίνημα και την αριστερά είναι, λοιπόν, η ώρα να μιλήσουν ξανά ανοιχτά: για το ρόλο του Πανεπιστημίου ως κατανεμητικού και ιδεολογικού μηχανισμού, για το Πανεπιστήμιο που θέλουν, για τη δημοκρατία ως ζήτημα συνδεόμενο άρρηκτα, τόσο με την εκπαιδευτική διαδικασία, όσο και με το πώς αντιλαμβανόμαστε την διαχείριση της «κυρίως πολιτικής». Σε τελική ανάλυση, η μάχη ενάντια στο νόμο Διαμαντοπούλου δεν είναι μόνο μια μάχη για το δημόσιο Πανεπιστήμιο. Είναι, ταυτόχρονα, μια μάχη υπεράσπισης της ίδιας της δημοκρατίας, σε μια συγκυρία όπου, όποιο κομμάτι της κοινωνίας υπερασπίζεται τα αυτονότητα εργασιακά δικαιώματά του και το δικαίωμα του να έχει λόγο στη δημόσια διαβούλευση, κατασυκοφαντείται ως « συντεχνία».
[1] Νικόλας Σεβαστάκης, «Η αγία καθαρολογία και οι πλατείες της αγανάκτησης», Red Notebook. Βλ. επίσης Άκης Γαβριηλίδης, «Φαλλογοκεντρισμός, η γεροντική ασθένεια του μοντερνισμού: φλυαρίες (περί) αγανακτισμένων», Νomadic Universality
[2] Κώστας Δουζίνας, «Το πλήθος στην πλατεία και στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων», Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής, 5.6.2011
Του Νικόλα Βαγδούτη
Σκέψεις για την υπερπροβολή και την απήχηση των «ανεξάρτητων» φοιτητών
Το νέο πολιτικό συμβάν στο χώρο των Πανεπιστημίων λέγεται «Πρωτοβουλία Ανεξάρτητων Φοιτητών». Ένα φαινόμενο που στην αρχή φάνηκε περισσότερο ως πρωτοβουλία του συγκροτήματος Αλαφούζου, αλλά που πλέον είναι υπαρκτό στις συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων, όντας το υποκείμενο που κυρίως προσπαθεί να ανακόψει το φοιτητικό κίνημα. Το κύριο ερώτημα είναι το εξής: Σε ποια βάση συγκροτείται η πολιτική επιρροή της πρωτοβουλίας αυτής και πώς πρέπει το φοιτητικό κίνημα, και δη η Αριστερά, να το αντιμετωπίσει πολιτικά;
Νομίζω ότι η συγκρότηση και παρουσίαση των «ανεξάρτητων φοιτητών» παρουσιάζει αναλογίες με την αρχική φάση του «Συντάγματος». Οι αναλογίες αυτές έχουν να κάνουν με την υπερπροβολή της ανεξάρτητης-ακομμάτιστης μορφής των συγκεκριμένων πρωτοβουλιών επί του υπόρρητου ιδεολογικού τους περιεχομένου - ενός περιεχομένου που, ωστόσο, είναι εντελώς αντίθετο από αυτό που το Σύνταγμα πήρε στην ύστερη φάση του. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το Σύνταγμα προέβαλε τελικά ως κυρίαρχο ιδεολογικό σύνθημα τη μεγαλύτερη συμμετοχή της κοινωνίας στην «κυρίως» πολιτική («πραγματική δημοκρατία»), η πρωτοβουλία των «ανεξάρτητων φοιτητών», με το αίτημα «θέλω μόνο να σπουδάσω, η πολιτική δεν έχει χώρο στο πανεπιστήμιο», προτάσσει το ακριβώς αντίθετο ιδεολογικό αίτημα: αυτό της εκχώρησης των αποφάσεων, όχι μόνο αυτών που σχετίζονται με την κυρίως πολιτική, αλλά ακόμη και εκείνων που αφορούν την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία, σε ειδικούς.
Αν ισχύουν αυτά, ο μόνος τρόπος που έχει το φοιτητικό κίνημα να σταθεί ηγεμονικά απέναντι σε τέτοιου τύπου πρωτοβουλίες είναι να επικεντρωθεί και να αντιπαρατεθεί στο ιδεολογικό τους αίτημα, επαναφέροντας στο επίκεντρο τη συζήτηση για τον μη ουδέτερο ρόλο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και επαναδιατυπώνοντας την αντίληψή μας για τη δημοκρατία.
***
Όπως έχει αναπτυχθεί και προηγούμενα στο Red Notebook [1], το Σύνταγμα είχε ως κύριο χαρακτηριστικό του την ανάδειξη ενός πολιτικού υποκειμένου, το οποίο σε μια πρώτη φάση διεκδικούσε απλώς την είσοδό του στην πολιτική και τη δημόσια σφαίρα με όρους άρνησης, χωρίς δηλαδή ένα από τα πριν καθορισμένο και συγκεκριμένο πολιτικό στόχο, αίτημα ή στρατηγική. Αν όμως αυτό το «queer» υποκείμενο, το υποκείμενο χωρίς συγκροτημένη ταυτότητα, δεν είχε εξαρχής συγκεκριμένη πολιτική αιτηματολογία, αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν tabula rasa. Η μεγάλη πολιτική επιρροή του βασίστηκε στην αγανάκτηση απέναντι στην επιδείνωση των υλικών όρων ζωής των εργαζομένων, αλλά και σε μεγάλο βαθμό στην αντι-κομματική μορφή του, που συγκροτούσε από την πίσω πόρτα μια νέα εθνική αφήγηση απέναντι στους «τριακόσιους προδότες».
Από την άλλη πλευρά, η πολιτική κατεύθυνση που πήρε σε δεύτερο χρόνο το Σύνταγμα (η υιοθέτηση ενός ταξικά μεροληπτικού λόγου, μιας αριστερής συνθηματολογίας και η σύνδεση με τα συνδικάτα), χάρη και στην ανάμειξη της οργανωμένης αριστεράς στο εγχείρημα, αλλά και η σαφέστερη αντικυβερνητική πολιτική του στοχοθεσία απέδειξαν ότι η άρνηση είναι δυνατό να αποτελέσει το πρώτο βήμα προς την αποδέσμευση των υποτελών από τη «νομοτέλεια» του υπάρχοντος – με άλλα λόγια, ένα βήμα προς την επανατοποθέτησή τους στη λογική της υπεράσπισης των ταξικών τους συμφερόντων. Όπως σημειώνει ο Κ. Δουζίνας, «το να λες «όχι», «φτάνει πια», «μέχρι εδώ και μη παρέκει», όχι μόνο δεν είναι απολίτικο, αλλά αποτελεί τη βάση της κλασικής αριστερής πολιτικής: η άρνηση ήταν πάντα το πρώτο βήμα της διαλεκτικής σύνθεσης και υπέρβασης» [2].
Εδώ, όμως, βρισκόμαστε στο κρίσιμο σημείο: παρά την αισιόδοξη εμπειρία του Συντάγματος, το πολιτικό περιεχόμενο που μπορεί να πάρει τελικά αυτή η άρνηση είναι πάντα υπό διακύβευση - ειδικά δε εντός μιας συγκυρίας όπου κάθετί ανεξάρτητο αποθεώνεται ως τέτοιο, ανεξαρτήτως δηλαδή του ιδεολογικού του προσήμου.
Είναι λοιπόν εμφανές ότι υπάρχει ένα κοινό σημαίνον μεταξύ των ανεξάρτητων φοιτητών και των Αγανακτισμένων του Συντάγματος: είναι το κομματικά «ακηδεμόνευτο» και των δύο. Πρόκειται για τη χάραξη μιας νέας διαχωριστικής γραμμής από τους ανεξάρτητους φοιτητές, αυτή τη φορά μέσα στα πανεπιστήμια, η οποία παίρνει υπόψιν της την πολιτική κρίση και, σχηματικά, ορίζει το δίπολο «κομματικοποίηση του πανεπιστημίου-ανεξάρτητοι φοιτητές». Πρόκειται, με βάση και τα παραπάνω, για μιαν άρνηση που συγκροτείται κυρίαρχα πάνω στη μορφή. Σ’ αυτήν ακριβώς την επικράτηση της «ανεξάρτητης» μορφής επί του περιεχομένου πάτησε και η αρχική στήριξη, από τα ΜΜΕ, του Συντάγματος.
***
Μολονότι οι αναλογίες είναι εμφανείς (περιληπτικά: γενικευμένη αγανάκτηση εναντίον των υπαρχόντων πολιτικών σχηματισμών και πρωτοβουλία από τα κάτω), κανένα από τα κυρίαρχα ΜΜΕ (που στην αρχή αβάνταραν και το Σύνταγμα, όπως τώρα τους αγανακτισμένους φοιτητές) δεν έχει αναφερθεί σε αυτές. Ο λόγος είναι ότι πέρα από τη μορφή, το πολιτικό περιεχόμενο που τελικά πήρε το Σύνταγμα ως κριτική της αστικής αντιπροσώπευσης από τη σκοπιά της δημοκρατίας, αλλά και η συνακόλουθη πολιτική «επικινδυνότητα» του Συντάγματος, ανάγκασαν τα ΜΜΕ να σιωπούν πλέον σε σχέση με το «Συμβάν Σύνταγμα».
Οι ανεξάρτητοι φοιτητές φαίνεται, λοιπόν, να χρησιμοποιούν ακριβώς την ίδια μορφή, αλλά με ένα περιεχόμενο που έχει ακριβώς το αντίθετο πρόσημο. Σε αντίθεση με το αίτημα των πλατειών για εφ’ όλης της ύλης συμμετοχή και πραγματική δημοκρατία, αυτοί ουσιαστικά προτάσσουν το αίτημα της «εκχώρησης» της «κυρίως» πολιτικής στη διαχείριση. Ουσιαστικά μας λένε: «δεν θέλω να ξέρω, δεν θέλω να ασχοληθώ: θέλω μόνο να σπουδάσω». Έτσι, η ταύτιση των ανεξάρτητων φοιτητών με τον περιρρέοντα αντικομματισμό ανασημασιοδοτείται από το περιεχόμενο του προτασσόμενου αιτήματος, το οποίο είναι βγαλμένο στην καλύτερη των περιπτώσεων από οργανικούς διανοούμενους του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ (ανάθεση της κυρίως πολιτικής σε τεχνοκράτες) και, στη χειρότερη, από τις κραυγές της Καθημερινής για το κόστος της δημοκρατίας σε συνθήκες κρίσης.
***
Είναι σε αυτό το σημείο που ανοίγει η συζήτηση για το πώς η αριστερά μπορεί να απαντήσει στην ομολογουμένως πρωτόφαντη πρωτοβουλία εντός των συλλόγων. Το να εξαντλούμαστε σε μια συνωμοσιολογία περί ...πρακτόρων του Αλαφούζου και σε μια φρασεολογία της αποκάλυψης μάλλον δεν αφορά όσους συμμετέχουν σε αυτή την πρωτοβουλία και σίγουρα δεν συνιστά πειστική απάντηση για τους φοιτητές που επιλέγουν να συνταχθούν με αυτή. Το να τους λέμε επίσης ότι εκ του αποτελέσματος και λόγω στάσης (υποστήριξη της παύσης των καταλήψεων) βοηθούν να εφαρμοστεί ο νόμος, είναι μεν πιο αποτελεσματικό, αλλά και πάλι δεν αρκεί για να αναμετρηθούμε με το ιδεολογικό αίτημα που υπόρρητα κομίζουν, φτάνουμε έτσι να κάνουμε λήψη του ζητουμένου.
Είναι για τους λόγους αυτούς που πρέπει να αναμετρηθούμε στα αμφιθέατρα, και μάλιστα για πρώτη φορά με τέτοια ένταση, με την κρίση της πολιτικής αντιπροσώπευσης και το αστάθμητο στοιχείο που αυτή συνεπιφέρει. Η αναμέτρηση αυτή δεν μπορεί παρά να γίνει διά της επιστροφής του πολιτικού, με την πιο ευρεία έννοια, στις διαδικασίες του φοιτητικού κινήματος και στον τρόπο με τον οποίο αυτό συγκροτείται. Η απεύθυνση σε κάθε λογής ανεξάρτητες πρωτοβουλίες που συγκροτούνται πρέπει να γίνεται κυρίως, όχι με βάση την κριτική στη μορφή τους, αλλά μέσω μιας παρέμβασης που να αναδεικνύει (και να αποδομεί) το ιδεολογικό τους περιεχόμενο. Ο ισχυρισμός τους, ότι ουσιαστικά η πολιτική και η δημοκρατία είναι αχρείαστες μέσα στο Πανεπιστήμιο, γιατί το τελευταίο είναι ουδέτερος μηχανισμός παροχής αντικειμενικής γνώσης, είναι αυτός που πρωταρχικά χρήζει αντιμετώπισης. Η ανάδειξη του ρόλου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ως μη ουδέτερης αλλά κοινωνικά-ταξικά φορτισμένης διαδικασίας, η έμφαση στο τι αποφοίτους και με τι δικαιώματα παράγει το Πανεπιστήμιο, καθώς και στο πώς, αποτελούν θεμελιώδη ιδεολογικά ζητήματα που πρέπει πια να τίθενται επιτακτικά.
Με αυτή την έννοια, είναι σαφές ότι ο νέος νόμος έρχεται να επικυρώσει ένα Πανεπιστήμιο που θα παράγει αναλώσιμους, ευέλικτους και με κατακερματισμένα επαγγελματικά δικαιώματα νέους εργαζόμενους και, την ίδια στιγμή, μιαν αντίληψη ότι η δημοκρατία μέσα στο Πανεπιστήμιο δεν χωράει, γιατί ο ρόλος του φοιτητή πρέπει να εξαντλείται στην τυπική γνώση, δηλαδή στη γνώση που η αγορά και οι ανάγκες της έχουν καταξιώσει. Το πώς λοιπόν παίρνονται οι αποφάσεις για την εκπαιδευτική διαδικασία, από το ποιος και με ποιο κριτήριο επιλέγει το σύγγραμμα που πρέπει οι φοιτητές να διαβάσουν, μέχρι το με ποια κριτήρια χρηματοδοτούνται ερευνητικά προγράμματα, έρχεται να το λύσει ο νόμος, καταργώντας ουσιαστικά τον δημοκρατικό τρόπο λήψης αποφάσεων στα Πανεπιστήμια (γενικές συνελεύσεις τμήματος), αλλά και εκχωρώντας μεγάλο μερίδιο εξουσίας και «αλήθειας» στους παράγοντες της αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, οι ανεξάρτητοι φοιτητές, με το αίτημα «όχι άλλη πολιτική εντός των Πανεπιστημίων», δεν κάνουν άλλο από το να εναρμονίζονται πλήρως, σε ιδεολογικό επίπεδο, τόσο με τη φιλοσοφία του νέου νόμου–πλαίσιο, όσο και με τη συνολική στάση της κυβέρνησης και των ΜΜΕ (κυρίως της Καθημερινής) απέναντι τελικά στην έννοια της δημοκρατίας και την αντίληψη περί της βέλτιστης διαδικασίας λήψης των αποφάσεων.
***
Ενώ ισχύουν τα παραπάνω, την ίδια στιγμή χρειάζεται ένα ακόμα: να αντιμετωπίζουμε τη συνολική παρουσία των ανεξάρτητων φοιτητών με βάση τη πραγματική της διάσταση. Παρά την υπερπροβολή και τη στήριξή τους από τα ΜΜΕ, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν φαινόμενο που ηγεμονεύει στο Πανεπιστήμιο. Οι φοιτητικοί σύλλογοι, παρά τις αδυναμίες και τις παθογένειες τους, συγκροτούν μια δημόσια σφαίρα δημοκρατίας που αναγκάζει τα υποκείμενα να μιλούν πολιτικά, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που εκθέτει τέτοιου τύπου πρωτοβουλίες και τις αναγκάζει να μιλούν και για το ιδεολογικό τους πλαίσιο. Η παρέμβαση των ανεξάρτητων δεν εξαντλείται βεβαίως στη διαπάλη εντός των φοιτητικών συλλόγων, αντίθετα, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο να αποκόψει το φοιτητικό κίνημα από τις κοινωνικές του συμμαχίες, καθώς, δεδομένης της συκρότησης και υπερπροβολής τους, ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεταιστο δίπολο ανεξάρτητοι-κόμματα, με αποτέλεσμα την ισχυροποίηση της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας, σύμφωνα με την οποία αυτοί που αντιστέκονται στο νέο νόμο είναι οι κομματικές συντεχνίες που θέλουν να διατηρήσουν προνόμια.
Ας συνοψίσουμε: Στο Σύνταγμα, παρότι η άρνηση ήταν αρχικά σαφώς ηγεμονευόμενη από τον αντικομματισμό που τα ΜΜΕ αναπαρήγαν, έγινε το πρώτο βήμα για να κυριαρχήσει τελικά το αίτημα για περισσότερη δημοκρατία. Τώρα, η επιρροή των ανεξάρτητων φοιτητών, τόσο στους φοιτητικούς χώρους όσο και στην κοινωνία, συγκροτείται ακριβώς πάνω στην ανεξάρτητη μορφή τους και παραμερίζεται το υπερσυντηρητικό ιδεολογικό τους αίτημα. Για το φοιτητικό κίνημα και την αριστερά είναι, λοιπόν, η ώρα να μιλήσουν ξανά ανοιχτά: για το ρόλο του Πανεπιστημίου ως κατανεμητικού και ιδεολογικού μηχανισμού, για το Πανεπιστήμιο που θέλουν, για τη δημοκρατία ως ζήτημα συνδεόμενο άρρηκτα, τόσο με την εκπαιδευτική διαδικασία, όσο και με το πώς αντιλαμβανόμαστε την διαχείριση της «κυρίως πολιτικής». Σε τελική ανάλυση, η μάχη ενάντια στο νόμο Διαμαντοπούλου δεν είναι μόνο μια μάχη για το δημόσιο Πανεπιστήμιο. Είναι, ταυτόχρονα, μια μάχη υπεράσπισης της ίδιας της δημοκρατίας, σε μια συγκυρία όπου, όποιο κομμάτι της κοινωνίας υπερασπίζεται τα αυτονότητα εργασιακά δικαιώματά του και το δικαίωμα του να έχει λόγο στη δημόσια διαβούλευση, κατασυκοφαντείται ως « συντεχνία».
[1] Νικόλας Σεβαστάκης, «Η αγία καθαρολογία και οι πλατείες της αγανάκτησης», Red Notebook. Βλ. επίσης Άκης Γαβριηλίδης, «Φαλλογοκεντρισμός, η γεροντική ασθένεια του μοντερνισμού: φλυαρίες (περί) αγανακτισμένων», Νomadic Universality
[2] Κώστας Δουζίνας, «Το πλήθος στην πλατεία και στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων», Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής, 5.6.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου