Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Υπέρ καταλήψεων συνηγορία: Ανοιχτή επιστολή σε συναδέλφους και συναδέλφισσες

πηγή: avgi.gr
Του Κώστα Κωνσταντακόπουλου*

Αγαπητέ μου συνάδελφε,

Διάβασα με ενδιαφέρον το δημόσιο κείμενό σου, όπου, μαζί με άλλους συναδέλφους και συναδέλφισσες, τασσόσασταν ενάντια στις καταλήψεις. Υπάρχουν πράγματα στα οποία συμφωνούμε και πράγματα στα οποία διαφωνούμε. Δυστυχώς, για μένα, αυτά στα οποία συμφωνούμε είναι πολύ λίγα. Συμφωνούμε ότι οι καταλήψεις έχουν πολύ λίγο κόσμο. Διαφωνούμε όμως στο τι πρέπει να κάνουμε απέναντι σε αυτές. Ας αρχίσω με αυτά στα οποία διαφωνούμε.

Σκεφτόμουνα, διόλου τυχαίο, τις μέρες αυτές τον Μάη του ’68. Σήμερα τον δοξολογεί ολόκληρη η Αριστερά. Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο να τον δοξολογούν και φιλελεύθεροι στοχαστές ή ακόμα και ακροδεξιοί, εντάσσοντάς τον βέβαια στη δική τους οπτική. Ξέρεις πόσες αστοχίες των φοιτητών υπήρχαν τις μέρες εκείνες. Επίτρεψε μου να ασχοληθώ με μία μόνον από αυτές. Όταν ο Κον-Μπεντίτ και η παρέα του βγήκαν από τη Σορβόννη τιμωρημένοι από το πειθαρχικό, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκαν οι συγκεντρωμένοι απ’ έξω φοιτητές ήταν να στήσουν οδοφράγματα. Το ίδιο έκαναν και τις επόμενες μέρες. Δεν υπήρχε πιο αλλόκοτο πράγμα από αυτό. Όταν οι πρόγονοι τους επαναστάτες του 1848 η αργότερα, το 1871, στη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας, ύψωναν οδοφράγματα είχαν ως στόχο να εμποδίσουν τα άλογα των δυνάμεων καταστολής να τους προσεγγίσουν καθώς και τις σφαίρες που η τροχιά τους κινιόταν σε ευθεία γραμμή να τους πλήξουν. Το ’68 όμως η αστυνομία είχε αύρες στη διάθεση της και ο στρατός τανκς που κανένα οδόφραγμα δεν θα μπορούσε να τα σταματήσει, ενώ τα δακρυγόνα, έτσι όπως εκτοξεύονται, μπορούν να πλήξουν τους διαδηλωτές όσο ψηλό και να είναι το οδόφραγμα που έχουν σηκώσει. Επιπλέον, πολλές φορές στήνανε τα οδοφράγματα χωρίς να έχουν εξασφαλίσει πίσω τους δρόμους διαφυγής με αποτέλεσμα, μόλις η αστυνομία τα γκρέμιζε να τους λιανίζει με μια αγριότητα που ο μακαρίτης ο Ελεφάντης, αυτόπτης μάρτυρας, όταν τη συνέκρινε με αυτή των δικών μας, θεωρούσε τους Έλληνες συναδέλφους τους παιδιά της χορωδίας.

Απέναντι, λοιπόν, στους εξεγερμένους γάλλους φοιτητές του Μάη μπορείς να διαλέξεις ανάμεσα σε δυο στάσεις. Η πρώτη είναι να τους οικτίρεις για την αφέλειά τους, η δεύτερη είναι να καταλάβεις ότι ακόμη και οι πιο πρωτοπόροι δεν ξεφεύγουν από ένα συλλογικό πολιτικό υποσυνείδητο που περιέχει μέσα του τις μνήμες επαναστατικών αναστατώσεων του παρελθόντος.

Πάμε στα δικά μας. Ας περιοριστώ στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Εξάλλου, οι έλληνες φοιτητές δεν διαθέτουν τις «ευκολίες» των γάλλων συναδέλφων τους, δηλαδή, τα ιστορικά έργα του Μαρξ, για να ταξιδέψουν στις αναστατώσεις του πιο μακρινού τους παρελθόντος. Για δες. Στη διάρκεια της χούντας, και η Νομική και το Πολυτεχνείο καταλήψεις ήταν. Το 1979, ο «ελληνικός Μάης», με καταλήψεις ακύρωσε έναν ψηφισμένο νόμο, τον 815. Το 1990-1991 το πολυνομοσχέδιο του Κοντογιαννόπουλου, μετά από καταλήψεις και τη δολοφονία του Τεμπονέρα, αποσύρεται. Το 2006, το ΠΑΣΟΚ αναγκάζεται να αποσύρει την υποστήριξη του στη ΝΔ για κατάργηση του άρθρου 16, μετά από ένα μεγάλο κίνημα, όπου τον τόνο δίναν οι καταλήψεις. Και μην μου πεις, όπως μου έχεις ξαναπεί, αν το ΠΑΣΟΚ δεν απέσυρε την υποστήριξή του, δεν θα γινόταν τίποτα. Γιατί θα σου ανταπαντήσω ότι αν δεν προηγούνταν οι ζυμώσεις και οι μετατοπίσεις που προκάλεσαν οι καταλήψεις, κανένα ΠΑΣΟΚ δεν θα απέσυρε τίποτα.


Απέναντι στις τωρινές καταλήψεις έχεις λοιπόν να διαλέξεις ανάμεσα σε δύο δρόμους. Ο πρώτος είναι να τις καταδικάσεις όπως κάνουν οι «ιδεολόγοι» του «ανοιχτού» πανεπιστημίου. Δεν λέω, είναι αρκετά καλοί στην πολεμική και τα όποια ψεγάδια τους τα διορθώνουν τα παντοδύναμα ΜΜΕ που εκπέμπουν μόνο τη φωνή τους με αποτέλεσμα να νομίζουν ότι οι κραυγές τους είναι η μοναδική αλήθεια. Αλλά από θεωρητική πρωτοτυπία δεν έχεις πολλά να τους ζηλέψεις. Αυτοί οι προάγγελοι του μέλλοντος που θέλουν τις μεταρρυθμίσεις για να προετοιμάσουν το αύριο, αναμασούν τα πεπαλαιωμένα πλέον ποπεριανής έμπνευσης ψυχροπολεμικά κλισέ περί ανοιχτού και περί κλειστού, λες και πρόκειται για την καινοτομία που θα συγκλονίσει τον κόσμο.

Ο άλλος δρόμος συνίσταται στο να καταλάβεις ότι οι καταλήψεις αποτελούν οργανικό κομμάτι του πολιτικού υποσυνείδητου των ελλήνων φοιτητών: έχοντας αποτελέσει σπουδαίες εμπειρίες αυτενέργειας και αυτοοργάνωσης των φοιτητών, αποτελούν ιστορικά δικαιωμένες μορφές πάλης.

Αν δεν έχουμε κάτι να αντιπροτείνουμε ως μέσο αγώνα, καλό είναι να τις αποδεχθούμε. Ακούμε και διαβάζουμε τις μέρες αυτές ανθρώπους που αντιτίθενται στο νόμο Διαμαντοπούλου-Γεωργιάδη να τάσσονται κατά των καταλήψεων. Δεν μας αντιπροτείνουν όμως κάτι στη θέση τους. Μας λένε γενικά και αόριστα ότι με ανοιχτά πανεπιστήμια θα κάνουμε ότι μπορούμε για να τον διορθώσουμε. Πώ; Με το διάλογο; Μα τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούν να κάνουν διάλογο με το Υπουργείο και εισέπραξαν ένα… γύρισμα της πλάτης. Οι ίδιοι το ομολογούν. Μια κυβέρνηση, λοιπόν, η οποία δεν διαλέγεται στα προπαρασκευαστικά στάδια κατάρτισης ενός νόμου, είναι δυνατόν να κάνει διάλογο και επιπλέον διορθωτικές κινήσεις στα στάδια εφαρμογής του; Ποια πολιτική εμπειρία μας επιτρέπει να υποθέσουμε κάτι τέτοιο;

Ας έρθουμε σε αυτό που στην αρχή του γράμματος μου όρισα ως το σημείο συμφωνίας μας: τον άμαζο χαρακτήρα των καταλήψεων. Ας συνεννοηθούμε σε κάτι. Άμαζη είναι η καθημερινότητα των καταλήψεων και όχι οι συνελεύσεις που τις αποφασίζουν. Αυτές οι τελευταίες είναι ιδιαίτερα μαζικές. Χίλια επτακόσια άτομα συμμετείχαν τη βδομάδα που μας πέρασε στη φοιτητική συνέλευση του Οικονομικού Πανεπιστήμιου Αθηνών πάνω από χίλια άτομα ήταν στην συνέλευση που αποφάσισε την κατάληψη στο Ρέθυμνο και ασφαλώς θα σε κούραζα αναφέροντας σου και άλλα παραδείγματα.

Όσον αφορά την καθημερινότητα τους. Στις καταλήψεις του 1979, αυτές που ακύρωσαν την ουσία του νόμου 815, συμμετείχα και εγώ ως φοιτητής και ήμασταν πολλοί μέσα στο πανεπιστήμιο. Για δες τις διαφορές με το σήμερα. Τότε στην Αθήνα υπήρχαν δυο σινεμά «τέχνης» το «Στούντιο» και η «Αλκυονίδα», στην τηλεόραση υπήρχαν μόνον δυο κανάλια --αλλιώτικα απωθητικά από τα σημερινά--, τα μπαρ μόλις πρωτοεμφανίζονταν, και τους ξένους μουσικούς μόνον να τους ακούσουμε μπορούσαμε. Πρακτικά, η διασκέδαση γινόταν στις ταβέρνες και στις ταβέρνες δεν μπορείς να είσαι ολημερίς. Αναλογίσου, σήμερα, πόσες περισσότερες δυνατότητες έχει ένας φοιτητής για να μην είναι στον χώρο του πανεπιστημίου.

Κάτι άλλο, όμως, που μου φαίνεται ακόμα πιο σημαντικό. Τότε ήταν πολύ πιο ισχυρή η συλλογικότητα. Αντανάκλαση μιας κοινωνίας που δεν είχε εισέλθει ακόμα πλησίστια στη μετανεωτερική της φάση, ενισχυόταν ακόμα από μια φοιτητική πολιτικοποίηση που διέθετε τίτλους τιμής από τους αντιχουντικούς αγώνες του φοιτητικού κινήματος. Τότε η φοιτητική παρέα αποτελούσε μόρφωμα ισχυρό και υπαρκτό. Το σημερινό πανεπιστήμιο μοιάζει ολοένα και περισσότερο με πρωινή στάση λεωφορείου. Ο καθείς περνάει από εκεί για να πάει τη δουλειά του. Δεν στέκεται, δεν ρωτάει τους άλλους για το που πάει, δεν συζητάει. Μοιάζει να ξέρει από τα πριν τον μοναχικό προορισμό του.

Και εμάς μας απασχολεί το άμαζο των καταλήψεων, και μάλιστα θα σου έλεγα ότι εμάς μας καίει πραγματικά σε σχέση με τους πάσης φύσεως αντιπάλους που ουσιαστικά επιχαίρουν. Αλλά για τον αχαλίνωτο ατομικισμό που αποτρέπει τους φοιτητές από το να βρίσκονται όλοι μαζί στους χώρους του πανεπιστημίου, πίστεψε με, αγαπητέ μου συνάδελφε, οι τελευταίοι που φταίνε, είναι οι ίδιοι οι φοιτητές.

Πεισμένος ότι δεν σε κακοκάρδισα

[Σχόλια και συζήτηση για το άρθρο στο ιστολόγιο των ενθεμάτων]

*Ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου