πηγή: alfavita.gr
του Παναγιώτη Σωτήρη
Όταν το Υπουργείο Παιδείας δυσκολεύεται να βρει συνομιλητές και συμπαραστάτες στο εσωτερικό των Πανεπιστημίων, με την εξαίρεση συγκεκριμένων κύκλων καθηγητών, που εξαιτίας είτε καταναγκαστικού εκσυγχρονισμού είτε εμμονικής αντιπάθειας στη συλλογική δράση πάντοτε χειροκροτούν τις πρωτοβουλίες του, λογικό είναι να στραφεί στο εξωτερικό.
Έτσι φτιάχτηκε η περιβόητη «Διεθνής Συμβουλευτική Επιτροπή για την Τριτοβάθμια εκπαίδευση», αποτελούμενη από πανεπιστημιακούς που, όπως φαίνεται και από τα βιογραφικά τους που παρατίθενται στο τέλος, έχουν όλες και όλοι διακριθεί στην εμπέδωση του τεχνοκρατικού επιστημονισμού, της νεοφιλελεύθερης επιχειρηματικής αντίληψης για την ανώτατη εκπαίδευση και της λογική του σύγχρονου ακαδημαϊκού μάνατζμεντ. Άλλωστε, όταν αναφέρονται στις αξίες που πρέπει να προάγει η ανώτατη εκπαίδευση, προτάσσουν την επιχειρηματικότητα ενώ παραλείπουν τη δημοκρατία.
Η ίδια η έκθεση, η οποία δεν συντάχτηκε καν από το σύνολο των μελών της επιτροπής – προφανώς κάποιοι είχαν άλλα σημαντικότερα πράγματα να κάνουν –, αποπνέει πρώτα από όλα ουσιώδη άγνοια του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, πέραν μιας εξωτερικής «τουριστικής» γνώσης. Επιπλέον, απηχεί όλο το φάσμα μιας αποικιοκρατικής λογικής που θεωρεί πως ούτως ή άλλως η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση θα ήταν παρωχημένη, δεν είχε την ορθή «κοινωνική και πολιτική κουλτούρα» και δεν παρακολουθούσε τις εξελίξεις των υπολοίπων χωρών. Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με μια εκσυγχρονισμένη αναπαραγωγή της μυθολογίας περί της «καθυστερημένης» Ελλάδας.
Ενδεικτική της ιδιαίτερης μεροληψίας των συντακτών της Έκθεσης είναι η πρωτοφανής εκτίμηση ότι οι πανεπιστημιακοί χώροι δεν είναι ασφαλείς και η σχετική μομφή προς τους Πρυτάνεις ότι εφόσον δεν επιτρέπουν την απρόσκοπτη εισβολή των αστυνομικών δυνάμεων δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Είναι προφανής εδώ η εχθρότητά τους προς τα μαζικά κινήματα που αντιμετωπίζονται ως «στοιχεία που επιδιώκουν την πολιτική αστάθεια» και η προτίμησή τους προς επιτηρούμενα και αστυνομοκρατούμενα ιδρύματα, στα οποία προφανώς και θα έχει πλήρως καταργηθεί το πανεπιστημιακό άσυλο.
Όσο για την πολιτική ουδετερότητα της προσέγγισης αυτή αποτυπώνεται στην ολόθερμη υποστήριξή τους προς το πρόγραμμα κοινωνικής καταστροφής που εφαρμόζει η κυβέρνηση σήμερα στο πλαίσιο του Μνημονίου, το οποίο εξυμνούν ως τη μόνη απάντηση στην κρίση.
Οι προτάσεις που κάνουν αρθρώνουν τον πυρήνα μιας ακραίας λογικής πλήρους μετάλλαξης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης. Ως προς τη διοίκηση η πρόταση είναι η κατάργηση κάθε έννοιας δημοκρατικής αυτοδιοίκησης προς όφελος των περιβόητων «συμβουλίων διοίκησης» που θα είναι απρόσβλητα από τις διεκδικήσεις και τα αιτήματα της πανεπιστημιακής κοινότητας και η λογική των πρυτάνεων και αντιπρυτάνεων που θα λειτουργούν ως μάνατζερ και θα έχουν τον τελικό λόγο για όλες τις σημαντικές αποφάσεις.
Κάθε διαδικασία εκλογής από την ακαδημαϊκή κοινότητα προτείνεται να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από ειδικές επιτροπές που θα επιλέγουν είτε τα στελέχη της διοίκησης είτε το διδακτικό προσωπικό, ενώ την ίδια στιγμή απαξιώνεται κάθε έννοια μαζικής φοιτητικής συμμετοχής. Ουσιαστικά, το πρότυπο διοίκησης δεν είναι πλέον η ακαδημαϊκή συνέλευση, αλλά το διοικητικό συμβούλιο μιας μεγάλης επιχείρησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη εκλογή έχει σχεδόν παντού αντικατασταθεί από τη λέξη επιλογή.
Ως προς τα προγράμματα σπουδών πέραν του μηρυκάζουν τις γνωστές αναφορές στο αναγκαίο υψηλό επίπεδο, υπογραμμίζουν την ευελιξία, που είναι ο τρέχων ευφημισμός για την αποδιάρθρωση των πτυχίων, αλλά και την ανάγκη πιστοποίησης, δηλαδή πλήρους συμμόρφωσης με την αγοραία αντίληψη περί αναγκαίου περιεχομένου των σπουδών. Άλλωστε, και στα προγράμματα σπουδών τον τελευταίο λόγο θα πρέπει να έχουν, κατά τους συντάκτες της έκθεσης, οι πρυτάνεις – μάνατζερ.
Εξίσου επιθετική είναι και η στάση τους απέναντι στο θέμα της αξιολόγησης. Προτιμούν μάλιστα να αναφέρονται σε λογοδοσία και μέτρηση ακαδημαϊκών υποθέσεων. Αυτό απηχεί την αντίληψη ότι τα πανεπιστήμια, στο πρότυπο και των επιχειρήσεων, θα πρέπει να κρίνονται με βάση μετρήσιμους, ποσοτικοποιημένος στόχους και από αυτό να εξαρτάται η χρηματοδότησή τους, μια λογική που οδηγεί νομοτελειακά στο μαρασμό μεγάλου μέρους των ιδρυμάτων.
Τέλος, η καινοτομία που προτείνουν είναι η εισαγωγή και στην Ελλάδα των διετών περιφερειακών κολεγίων που θα προσφέρουν ουσιαστικά μεταλυκειακή επαγγελματική κατάρτιση. Είναι μια πρόταση την οποία είχε κάνει και ο υφυπουργός Πανάρετος, ο οποίος μάλιστα είχε στοχοποιήσει τα ΤΕΙ και τα περιφερειακά ΑΕΙ ως υποψήφια γι’ αυτή την υποβάθμιση. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με πρόταση ρητής απαξίωσης μεγάλου μέρους της ανώτατης εκπαίδευσης αλλά και του φοιτητικού πληθυσμού.
Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι η έκθεση αυτή ούτε αποτίμηση και εκτίμηση της πραγματικής κατάστασης και των προβλημάτων της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης είναι, ούτε και συγκεκριμένη πρόταση. Η βασική της λειτουργία είναι να συντηρήσει ένα κλίμα ιδεολογικής τρομοκρατίας, να παρουσιάσει κάθε αντίδραση στις μεθοδεύσεις του Υπουργείου Παιδείας ως παρωχημένη ανορθογραφία, να προσδώσει το κύρος μιας «επιτροπής σοφών» στην επιχείρηση μετάλλαξης του δημόσιου πανεπιστημίου. Δείχνει, ταυτόχρονα, ότι κάθε άλλο παρά διαλλακτικό θα είναι το Υπουργείο Παιδείας, όταν τελικά καταθέσει το νέο νόμο. Ιδού λοιπόν ένας λόγος παραπάνω για να βγει επιθετικά μπροστά το πανεπιστημιακό κίνημα αποδομώντας το νεοφιλελεύθερο κυνισμό που διαλύει σήμερα το δημόσιο πανεπιστήμιο, ανασημασιοδοτώντας την δημόσια δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση ως κοινωνικό αγαθό συνώνυμο με την δημοκρατία, την κριτική σκέψη, την αλληλεγγύη, τη συλλογικότητα και, βέβαια, διαλέγοντας το δρόμο της αποφασιστικής αγωνιστικής σύγκρουσης με τις αντιεκπαιδευτικές πολιτικές.
του Παναγιώτη Σωτήρη
Όταν το Υπουργείο Παιδείας δυσκολεύεται να βρει συνομιλητές και συμπαραστάτες στο εσωτερικό των Πανεπιστημίων, με την εξαίρεση συγκεκριμένων κύκλων καθηγητών, που εξαιτίας είτε καταναγκαστικού εκσυγχρονισμού είτε εμμονικής αντιπάθειας στη συλλογική δράση πάντοτε χειροκροτούν τις πρωτοβουλίες του, λογικό είναι να στραφεί στο εξωτερικό.
Έτσι φτιάχτηκε η περιβόητη «Διεθνής Συμβουλευτική Επιτροπή για την Τριτοβάθμια εκπαίδευση», αποτελούμενη από πανεπιστημιακούς που, όπως φαίνεται και από τα βιογραφικά τους που παρατίθενται στο τέλος, έχουν όλες και όλοι διακριθεί στην εμπέδωση του τεχνοκρατικού επιστημονισμού, της νεοφιλελεύθερης επιχειρηματικής αντίληψης για την ανώτατη εκπαίδευση και της λογική του σύγχρονου ακαδημαϊκού μάνατζμεντ. Άλλωστε, όταν αναφέρονται στις αξίες που πρέπει να προάγει η ανώτατη εκπαίδευση, προτάσσουν την επιχειρηματικότητα ενώ παραλείπουν τη δημοκρατία.
Η ίδια η έκθεση, η οποία δεν συντάχτηκε καν από το σύνολο των μελών της επιτροπής – προφανώς κάποιοι είχαν άλλα σημαντικότερα πράγματα να κάνουν –, αποπνέει πρώτα από όλα ουσιώδη άγνοια του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, πέραν μιας εξωτερικής «τουριστικής» γνώσης. Επιπλέον, απηχεί όλο το φάσμα μιας αποικιοκρατικής λογικής που θεωρεί πως ούτως ή άλλως η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση θα ήταν παρωχημένη, δεν είχε την ορθή «κοινωνική και πολιτική κουλτούρα» και δεν παρακολουθούσε τις εξελίξεις των υπολοίπων χωρών. Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με μια εκσυγχρονισμένη αναπαραγωγή της μυθολογίας περί της «καθυστερημένης» Ελλάδας.
Ενδεικτική της ιδιαίτερης μεροληψίας των συντακτών της Έκθεσης είναι η πρωτοφανής εκτίμηση ότι οι πανεπιστημιακοί χώροι δεν είναι ασφαλείς και η σχετική μομφή προς τους Πρυτάνεις ότι εφόσον δεν επιτρέπουν την απρόσκοπτη εισβολή των αστυνομικών δυνάμεων δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Είναι προφανής εδώ η εχθρότητά τους προς τα μαζικά κινήματα που αντιμετωπίζονται ως «στοιχεία που επιδιώκουν την πολιτική αστάθεια» και η προτίμησή τους προς επιτηρούμενα και αστυνομοκρατούμενα ιδρύματα, στα οποία προφανώς και θα έχει πλήρως καταργηθεί το πανεπιστημιακό άσυλο.
Όσο για την πολιτική ουδετερότητα της προσέγγισης αυτή αποτυπώνεται στην ολόθερμη υποστήριξή τους προς το πρόγραμμα κοινωνικής καταστροφής που εφαρμόζει η κυβέρνηση σήμερα στο πλαίσιο του Μνημονίου, το οποίο εξυμνούν ως τη μόνη απάντηση στην κρίση.
Οι προτάσεις που κάνουν αρθρώνουν τον πυρήνα μιας ακραίας λογικής πλήρους μετάλλαξης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης. Ως προς τη διοίκηση η πρόταση είναι η κατάργηση κάθε έννοιας δημοκρατικής αυτοδιοίκησης προς όφελος των περιβόητων «συμβουλίων διοίκησης» που θα είναι απρόσβλητα από τις διεκδικήσεις και τα αιτήματα της πανεπιστημιακής κοινότητας και η λογική των πρυτάνεων και αντιπρυτάνεων που θα λειτουργούν ως μάνατζερ και θα έχουν τον τελικό λόγο για όλες τις σημαντικές αποφάσεις.
Κάθε διαδικασία εκλογής από την ακαδημαϊκή κοινότητα προτείνεται να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από ειδικές επιτροπές που θα επιλέγουν είτε τα στελέχη της διοίκησης είτε το διδακτικό προσωπικό, ενώ την ίδια στιγμή απαξιώνεται κάθε έννοια μαζικής φοιτητικής συμμετοχής. Ουσιαστικά, το πρότυπο διοίκησης δεν είναι πλέον η ακαδημαϊκή συνέλευση, αλλά το διοικητικό συμβούλιο μιας μεγάλης επιχείρησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη εκλογή έχει σχεδόν παντού αντικατασταθεί από τη λέξη επιλογή.
Ως προς τα προγράμματα σπουδών πέραν του μηρυκάζουν τις γνωστές αναφορές στο αναγκαίο υψηλό επίπεδο, υπογραμμίζουν την ευελιξία, που είναι ο τρέχων ευφημισμός για την αποδιάρθρωση των πτυχίων, αλλά και την ανάγκη πιστοποίησης, δηλαδή πλήρους συμμόρφωσης με την αγοραία αντίληψη περί αναγκαίου περιεχομένου των σπουδών. Άλλωστε, και στα προγράμματα σπουδών τον τελευταίο λόγο θα πρέπει να έχουν, κατά τους συντάκτες της έκθεσης, οι πρυτάνεις – μάνατζερ.
Εξίσου επιθετική είναι και η στάση τους απέναντι στο θέμα της αξιολόγησης. Προτιμούν μάλιστα να αναφέρονται σε λογοδοσία και μέτρηση ακαδημαϊκών υποθέσεων. Αυτό απηχεί την αντίληψη ότι τα πανεπιστήμια, στο πρότυπο και των επιχειρήσεων, θα πρέπει να κρίνονται με βάση μετρήσιμους, ποσοτικοποιημένος στόχους και από αυτό να εξαρτάται η χρηματοδότησή τους, μια λογική που οδηγεί νομοτελειακά στο μαρασμό μεγάλου μέρους των ιδρυμάτων.
Τέλος, η καινοτομία που προτείνουν είναι η εισαγωγή και στην Ελλάδα των διετών περιφερειακών κολεγίων που θα προσφέρουν ουσιαστικά μεταλυκειακή επαγγελματική κατάρτιση. Είναι μια πρόταση την οποία είχε κάνει και ο υφυπουργός Πανάρετος, ο οποίος μάλιστα είχε στοχοποιήσει τα ΤΕΙ και τα περιφερειακά ΑΕΙ ως υποψήφια γι’ αυτή την υποβάθμιση. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με πρόταση ρητής απαξίωσης μεγάλου μέρους της ανώτατης εκπαίδευσης αλλά και του φοιτητικού πληθυσμού.
Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι η έκθεση αυτή ούτε αποτίμηση και εκτίμηση της πραγματικής κατάστασης και των προβλημάτων της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης είναι, ούτε και συγκεκριμένη πρόταση. Η βασική της λειτουργία είναι να συντηρήσει ένα κλίμα ιδεολογικής τρομοκρατίας, να παρουσιάσει κάθε αντίδραση στις μεθοδεύσεις του Υπουργείου Παιδείας ως παρωχημένη ανορθογραφία, να προσδώσει το κύρος μιας «επιτροπής σοφών» στην επιχείρηση μετάλλαξης του δημόσιου πανεπιστημίου. Δείχνει, ταυτόχρονα, ότι κάθε άλλο παρά διαλλακτικό θα είναι το Υπουργείο Παιδείας, όταν τελικά καταθέσει το νέο νόμο. Ιδού λοιπόν ένας λόγος παραπάνω για να βγει επιθετικά μπροστά το πανεπιστημιακό κίνημα αποδομώντας το νεοφιλελεύθερο κυνισμό που διαλύει σήμερα το δημόσιο πανεπιστήμιο, ανασημασιοδοτώντας την δημόσια δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση ως κοινωνικό αγαθό συνώνυμο με την δημοκρατία, την κριτική σκέψη, την αλληλεγγύη, τη συλλογικότητα και, βέβαια, διαλέγοντας το δρόμο της αποφασιστικής αγωνιστικής σύγκρουσης με τις αντιεκπαιδευτικές πολιτικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου