πηγή: alfavita
Πρόκειται, φυσικά, για καθαρή κι ανιστόρητη στρεψοδικία. Το πανεπιστημιακό άσυλο, όπως και κάθε θεσμικός περιορισμός της κρατικής αυθαιρεσίας, νοείται μόνο σε καθεστώς στοιχειώδους δημοκρατίας, όπου οι διατάξεις προστασίας των ατομικών ελευθεριών ενδέχεται να γίνουν σεβαστές. Στα δικτατορικά καθεστώτα τέτοιοι περιορισμοί δεν υπάρχουν, ούτε πανεπιστημιακό άσυλο. Επί χούντας το «σπουδαστικό» της Ασφάλειας έκανε ό,τι ήθελε στο εσωτερικό των ΑΕΙ, οι φοιτητές με αντιδικτατορική δράση έχαναν βάσει νόμου (Ν. 93/1969) τη σπουδαστική ιδιότητα, ενώ απολυόταν με συνοπτικές διαδικασίες κάθε πανεπιστημιακός που θεωρούνταν έστω και στο ελάχιστο «αντιφρονών».
Μόνο το 1973, όταν το καθεστώς επιχείρησε να «πολιτικοποιηθεί» οργανώνοντας τη μετεξέλιξή του σε μια μόνιμη «κοινοβουλευτική» στρατοκρατία, άρχισε να γίνεται λόγος για «ακαδημαϊκό άσυλο». Η επιχειρηματολογία δε που επιστράτευσαν οι τότε κρατούντες κι οι προπαγανδιστές τους για να αντιμετωπίσουν το φοιτητικό κίνημα, θυμίζει απελπιστικά όσα ακούμε στις μέρες μας απ' τους συνήθεις ασυλοκτόνους.
Την επαύριο της πρώτης κατάληψης της Νομικής, ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος ζήτησε π.χ. από τις συγκλήτους των αθηναϊκών ΑΕΙ να επαναφέρουν οι ίδιοι στην τάξη «τους ελαχίστους ταραξίας, οι οποίοι κάθονται εις τα σκαλοπάτια, μέσα εις το περιβάλλον των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ασκούντες ψυχολογικήν βίαν επί της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων σπουδαστών, δεν τους επιτρέπουν να εισέλθουν εις τας αιθούσας και να παρακολουθήσουν το μάθημα» (2.3.73).
Οσο για την ομιλία του της ίδιας μέρας προς τα διορισμένα Δ.Σ. των φοιτητικών συλλόγων, αυτή θα μπορούσε -με εξαίρεση την καθαρεύουσα- να προέρχεται από τη σημερινή (ή κάποια λίγο προηγούμενη) υπουργό Παιδείας: «Πέραν της μορφής του αγώνος διά του διαλόγου», υποστήριξε, «πέραν της μορφής του αγώνος διά των ιδεών, οιασδήποτε άλλης μορφής αγών είναι αγών "ζούγκλας" ο οποίος δεν πρέπει να προσιδιάζη εις άτομα πολιτισμένα, εις κοινωνίας οργανωμένας και πολιτισμένας».
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών κατήγγειλε τη δεύτερη κατάληψη της Νομικής (20.3.73) σαν μια «παράνομον συνάθροισιν φοιτητών, με συνθήματα και αιτήματα όλως απαράδεκτα και άσχετα προς τα φοιτητικά θέματα» κι εξέφρασε τη λύπη της «διότι ομάς φοιτητών, ελαχίστη εν σχέσει προς τον όγκον του φοιτητικού κόσμου, παρά πάσαν έννοιαν δικαίου και ελευθερίας προσπαθεί να εμποδίση την άσκησιν του αναφαιρέτου δικαιώματος των φοιτητών όπως μορφωθούν».
Η κατάληψη αυτή έληξε, όπως είναι γνωστό, με τη βίαιη εισβολή της αστυνομίας ύστερα από άδεια της συγκλήτου. Δικαιολογώντας τη στάση της, η τελευταία θα «αποδοκιμάση τας ενεργείας εκείνων οι οποίοι μεταχειρίζωνται το πανεπιστημιακόν άσυλον διά την εκτόξευσιν πολιτικών συνθημάτων», αποστασιοποιούμενη υποκριτικά από «την χρήσιν βίας οποθενδήποτε και εάν προήλθε αύτη» (24.5).
Η ίδια δέσμη επιχειρημάτων επιστρατεύτηκε μετά τη σφαγή του Πολυτεχνείου. Ξεναγώντας τους δημοσιογράφους στο ΕΜΠ μετά την επέμβαση των τανκς, ο υφυπουργός Τύπου Σπύρος Ζουρνατζής θα υποστηρίξει στις 19 Νοεμβρίου πως «η κυβέρνησις εσεβάσθη όσον ουδεμία άλλη προ αυτής το πανεπιστημιακόν άσυλον. Τούτου όμως έκαμαν αρχικώς χρήσιν και κατόπιν κατάχρησιν οι εγκλεισθέντες εις το Πολυτεχνείον δίκην παρισινής κομμούνας».
Κεντρικό επιχείρημά του ήταν ο μειοψηφικός χαρακτήρας της εξέγερσης («εκ των 85.000 φοιτητών μόνον 1.500 συμμετείχον εις τα επεισόδια των Αθηνών, των Πατρών και της Θεσσαλονίκης»), ενώ έμφαση έδωσε και στους υποτιθέμενους «βανδαλισμούς» των καταληψιών: «Εάν ήτο δυνατόν να περάση όλη η σπουδάζουσα νεολαία της Ελλάδος και να ίδη τα "κατορθώματα" των τεσσάρων ημερών του αναρχοκομμουνισμού
εις τας σχολάς του Πολυτεχνείου, θα αποκτούσε ένα μάθημα το οποίον θα την εγέμιζεν εις όλην την ζωήν της με φρίκην. Και κάτι ως μάθημα επίσης: Η βία δεν λύει κανένα πρόβλημα, διότι η ίδια είναι το πρόβλημα».
Ως «βία» χαρακτηρίζονταν -και τότε- τα οδοφράγματα ή ο πετροπόλεμος, όχι τα αστυνομικά γκλομπς και τα άρματα μάχης. Απ' τον καιρό της Νομικής, ο προκάτοχος του Ζουρνατζή Βύρων Σταματόπουλος το 'χε άλλωστε ξεκαθαρίσει: «Εάν ένα κτίριο κατελήφθη διά της βίας, πρέπει να ανακαταληφθή διά της νομίμου χρήσεως της βίας» (21.3.73). Για πιο ξενόφοβα γούστα, τα ΜΜΕ θα τονίσουν πως δύο από τους έντεκα επίσημους νεκρούς της εξέγερσης του Νοέμβρη ήταν «αλλοδαποί» -μια νορβηγίδα σπουδάστρια κι ένας αφγανικής καταγωγής τούρκος υπήκοος.
Η πιο επίκαιρη (για τα καθ' ημάς) διατύπωση περί πανεπιστημιακού ασύλου έγινε τέλος απ' τον υπουργό Παιδείας του Ιωαννίδη, Παναγιώτη Χρήστου, ένα μήνα περίπου μετά το μακελειό: «Διεθνώς σήμερον δεν αναγνωρίζεται άλλο άσυλον πέραν της πανεπιστημιακής ασυλίας, ήτοι της ασυλίας των ακαδημαϊκών ελευθεριών», ανακοίνωσε στις 13 Δεκεμβρίου 1973. «Τας ακαδημαϊκάς ελευθερίας και συνεπώς την ακαδημαϊκήν ασυλίαν καταπατούν και οι ολίγοι εκείνοι ταραχοποιοί φοιτηταί, οι οποίοι παρεμποδίζουν τους συμφοιτητάς των εις την άσκησιν του δικαιώματός των να σπουδάζουν, τους καθηγητάς εις την άσκησιν του δικαιώματός των να διδάσκουν και τας πρυτανικάς αρχάς εις την άσκησιν του δικαιώματός των να διοικούν τα πανεπιστήμια επί τη βάσει των νόμων».
Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ ΘΥΜΙΖΕΙ ΑΠΕΛΠΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ «ΑΣΥΛΟΚΤΟΝΟΥΣ»
Οι διαχρονικές αντιλήψεις και τα στερεότυπα στη χώρα μας για τις καταλήψεις στα πανεπιστημιακά κτίρια
Με αφορμή την ειρηνική «κατάληψη» του αχρησιμοποίητου παλιού κτιρίου της Νομικής από τους μετανάστες απεργούς πείνας και τους συμπαραστάτες τους, οι υπέρμαχοι της πλήρους κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου ξεσάλωσαν ακόμη μια φορά από τα τηλεοπτικά παράθυρα.
Κεντρικό επιχείρημά τους, η αναντιστοιχία του θεσμού με τις επιταγές των καιρών μας: η ύπαρξη ενός «ασύλου» στο χώρο των ΑΕΙ, απροσπέλαστου από τα σώματα ασφαλείας χωρίς ειδική άδεια, ισχυρίζονται, έχει νόημα μόνο σε καιρούς ανελεύθερους κι όχι σε μια σύγχρονη δημοκρατία. Πρόκειται, φυσικά, για καθαρή κι ανιστόρητη στρεψοδικία. Το πανεπιστημιακό άσυλο, όπως και κάθε θεσμικός περιορισμός της κρατικής αυθαιρεσίας, νοείται μόνο σε καθεστώς στοιχειώδους δημοκρατίας, όπου οι διατάξεις προστασίας των ατομικών ελευθεριών ενδέχεται να γίνουν σεβαστές. Στα δικτατορικά καθεστώτα τέτοιοι περιορισμοί δεν υπάρχουν, ούτε πανεπιστημιακό άσυλο. Επί χούντας το «σπουδαστικό» της Ασφάλειας έκανε ό,τι ήθελε στο εσωτερικό των ΑΕΙ, οι φοιτητές με αντιδικτατορική δράση έχαναν βάσει νόμου (Ν. 93/1969) τη σπουδαστική ιδιότητα, ενώ απολυόταν με συνοπτικές διαδικασίες κάθε πανεπιστημιακός που θεωρούνταν έστω και στο ελάχιστο «αντιφρονών».
Μόνο το 1973, όταν το καθεστώς επιχείρησε να «πολιτικοποιηθεί» οργανώνοντας τη μετεξέλιξή του σε μια μόνιμη «κοινοβουλευτική» στρατοκρατία, άρχισε να γίνεται λόγος για «ακαδημαϊκό άσυλο». Η επιχειρηματολογία δε που επιστράτευσαν οι τότε κρατούντες κι οι προπαγανδιστές τους για να αντιμετωπίσουν το φοιτητικό κίνημα, θυμίζει απελπιστικά όσα ακούμε στις μέρες μας απ' τους συνήθεις ασυλοκτόνους.
Την επαύριο της πρώτης κατάληψης της Νομικής, ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος ζήτησε π.χ. από τις συγκλήτους των αθηναϊκών ΑΕΙ να επαναφέρουν οι ίδιοι στην τάξη «τους ελαχίστους ταραξίας, οι οποίοι κάθονται εις τα σκαλοπάτια, μέσα εις το περιβάλλον των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ασκούντες ψυχολογικήν βίαν επί της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων σπουδαστών, δεν τους επιτρέπουν να εισέλθουν εις τας αιθούσας και να παρακολουθήσουν το μάθημα» (2.3.73).
Οσο για την ομιλία του της ίδιας μέρας προς τα διορισμένα Δ.Σ. των φοιτητικών συλλόγων, αυτή θα μπορούσε -με εξαίρεση την καθαρεύουσα- να προέρχεται από τη σημερινή (ή κάποια λίγο προηγούμενη) υπουργό Παιδείας: «Πέραν της μορφής του αγώνος διά του διαλόγου», υποστήριξε, «πέραν της μορφής του αγώνος διά των ιδεών, οιασδήποτε άλλης μορφής αγών είναι αγών "ζούγκλας" ο οποίος δεν πρέπει να προσιδιάζη εις άτομα πολιτισμένα, εις κοινωνίας οργανωμένας και πολιτισμένας».
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών κατήγγειλε τη δεύτερη κατάληψη της Νομικής (20.3.73) σαν μια «παράνομον συνάθροισιν φοιτητών, με συνθήματα και αιτήματα όλως απαράδεκτα και άσχετα προς τα φοιτητικά θέματα» κι εξέφρασε τη λύπη της «διότι ομάς φοιτητών, ελαχίστη εν σχέσει προς τον όγκον του φοιτητικού κόσμου, παρά πάσαν έννοιαν δικαίου και ελευθερίας προσπαθεί να εμποδίση την άσκησιν του αναφαιρέτου δικαιώματος των φοιτητών όπως μορφωθούν».
Η κατάληψη αυτή έληξε, όπως είναι γνωστό, με τη βίαιη εισβολή της αστυνομίας ύστερα από άδεια της συγκλήτου. Δικαιολογώντας τη στάση της, η τελευταία θα «αποδοκιμάση τας ενεργείας εκείνων οι οποίοι μεταχειρίζωνται το πανεπιστημιακόν άσυλον διά την εκτόξευσιν πολιτικών συνθημάτων», αποστασιοποιούμενη υποκριτικά από «την χρήσιν βίας οποθενδήποτε και εάν προήλθε αύτη» (24.5).
Η ίδια δέσμη επιχειρημάτων επιστρατεύτηκε μετά τη σφαγή του Πολυτεχνείου. Ξεναγώντας τους δημοσιογράφους στο ΕΜΠ μετά την επέμβαση των τανκς, ο υφυπουργός Τύπου Σπύρος Ζουρνατζής θα υποστηρίξει στις 19 Νοεμβρίου πως «η κυβέρνησις εσεβάσθη όσον ουδεμία άλλη προ αυτής το πανεπιστημιακόν άσυλον. Τούτου όμως έκαμαν αρχικώς χρήσιν και κατόπιν κατάχρησιν οι εγκλεισθέντες εις το Πολυτεχνείον δίκην παρισινής κομμούνας».
Κεντρικό επιχείρημά του ήταν ο μειοψηφικός χαρακτήρας της εξέγερσης («εκ των 85.000 φοιτητών μόνον 1.500 συμμετείχον εις τα επεισόδια των Αθηνών, των Πατρών και της Θεσσαλονίκης»), ενώ έμφαση έδωσε και στους υποτιθέμενους «βανδαλισμούς» των καταληψιών: «Εάν ήτο δυνατόν να περάση όλη η σπουδάζουσα νεολαία της Ελλάδος και να ίδη τα "κατορθώματα" των τεσσάρων ημερών του αναρχοκομμουνισμού
εις τας σχολάς του Πολυτεχνείου, θα αποκτούσε ένα μάθημα το οποίον θα την εγέμιζεν εις όλην την ζωήν της με φρίκην. Και κάτι ως μάθημα επίσης: Η βία δεν λύει κανένα πρόβλημα, διότι η ίδια είναι το πρόβλημα».
Ως «βία» χαρακτηρίζονταν -και τότε- τα οδοφράγματα ή ο πετροπόλεμος, όχι τα αστυνομικά γκλομπς και τα άρματα μάχης. Απ' τον καιρό της Νομικής, ο προκάτοχος του Ζουρνατζή Βύρων Σταματόπουλος το 'χε άλλωστε ξεκαθαρίσει: «Εάν ένα κτίριο κατελήφθη διά της βίας, πρέπει να ανακαταληφθή διά της νομίμου χρήσεως της βίας» (21.3.73). Για πιο ξενόφοβα γούστα, τα ΜΜΕ θα τονίσουν πως δύο από τους έντεκα επίσημους νεκρούς της εξέγερσης του Νοέμβρη ήταν «αλλοδαποί» -μια νορβηγίδα σπουδάστρια κι ένας αφγανικής καταγωγής τούρκος υπήκοος.
Η πιο επίκαιρη (για τα καθ' ημάς) διατύπωση περί πανεπιστημιακού ασύλου έγινε τέλος απ' τον υπουργό Παιδείας του Ιωαννίδη, Παναγιώτη Χρήστου, ένα μήνα περίπου μετά το μακελειό: «Διεθνώς σήμερον δεν αναγνωρίζεται άλλο άσυλον πέραν της πανεπιστημιακής ασυλίας, ήτοι της ασυλίας των ακαδημαϊκών ελευθεριών», ανακοίνωσε στις 13 Δεκεμβρίου 1973. «Τας ακαδημαϊκάς ελευθερίας και συνεπώς την ακαδημαϊκήν ασυλίαν καταπατούν και οι ολίγοι εκείνοι ταραχοποιοί φοιτηταί, οι οποίοι παρεμποδίζουν τους συμφοιτητάς των εις την άσκησιν του δικαιώματός των να σπουδάζουν, τους καθηγητάς εις την άσκησιν του δικαιώματός των να διδάσκουν και τας πρυτανικάς αρχάς εις την άσκησιν του δικαιώματός των να διοικούν τα πανεπιστήμια επί τη βάσει των νόμων».
Η δικτατορία του 1973 δεν είχε βέβαια την παραμικρή σχέση με τη σύγχρονη ελληνική δημοκρατία. Εκτός από τα στερεότυπα των προασπιστών του «νόμου και της τάξης» (τους)...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου