Περίληψη
Στην εργασία αυτή η νοµοτελής ανάπτυξη της επιστηµονικής σκέψης εξετάζεται ως "φυσικοϊστορική" διαδικασία, στιγµές της οποίας είναι οι εκάστοτε γνωσιακές συγκυρίες, ως ιστορικά συγκεκριµένες βαθµίδες της ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας που προσδιορίζονται από: 1) Την υφή, τον χαρακτήρα, τον τρόπο συγκρότησης του αντικειµένου, το είδος των αλληλεπιδράσεων των µερών του και το επίπεδο της ανάπτυξής του. 2) Το επίπεδο ανάπτυξης της επιστηµονικής γνώσης περί του αντικειµένου, τα κεκτηµένα της επιστήµης και τους τρόπους διερεύνησής του. 3) Το επίπεδο ανάπτυξης και το είδος του υποκειµένου της έρευνας (ερευνητή), τη σχέση του µε τα θεµέλια της επιστήµης και τη µεθοδολογική αναστοχαστική του ικανότητα. 4) Την περιρρέουσα κοινωνική-πολιτισµική συγκυρία, τις ανάγκες και την (καθοριζόµενη από συσχετισµούς δυνάµεων, συµφερόντων κλπ.) δεσπόζουσα «κοινωνική ζήτηση», που προβάλλουν ως αξιώσεις προς την επιστήµη.
Εξετάζεται το φάσµα (δηµιουργικών και αυτοκαταστροφικών) δυνατοτήτων που προβάλλει ιδιαίτερα έντονα κατά τις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες.
Αναδεικνύεται η αντιφατικότητα που χαρακτηρίζει την άµεση και απροκάλυπτη υπαγωγή της επιστήµης και της εκπαίδευσης στις τρέχουσες και απώτερες ανάγκες της κερδοφορίας του ισχυρότερου µονοπωλιακού κεφαλαίου επί κεφαλαιοκρατίας, καθώς και σειρά εκφυλιστικών φαινοµένων στην επιστήµη και στην εκπαίδευση. Έµφαση δίδεται στις καθολικές δηµιουργικές δυνατότητες εντός της επιστήµης και της παιδείας, µε τις οποίες συνδέεται η προοπτική χειραφέτησης και ενοποίησης της ανθρωπότητας.
Εισαγωγή
Βάσει της «Λογικής της Ιστορίας»(Βαζιούλιν 2004), της θεωρητικής και µεθοδολογικής προσέγγισης που πρεσβεύω, η επιστήµη και η παιδεία δεν µπορούν να θεωρούνται ως µορφώµατα αποκοµµένα από την διάρθρωση της κοινωνίας και από το κοινωνικό γίγνεσθαι (βλ. και Bernal). Δεν µπορεί επίσης να εξετάζονται υπό το πρίσµα µονοµερειών, οι οποίες έχουν κατά καιρούς επικρατήσει κατά την διάρκεια του 20ου αι., όπως λ.χ. αυτών που ανάγουν την επιστήµη σε φορµαλισµούς της τυπικής λογικής (όπως στον λογικό θετικισµό, βλ. σχετικά: Carnap, Κράφτ, Πάνου), σε «συµβολικές κατασκευές», είτε σε κοινωνικο-ψυχολογικές συµβάσεις (βλ. π.χ. Kuhn).
Η επιστήµη συνιστά ένα µόρφωµα της κοινωνικής συνείδησης (Πατέλης 1998). Η τελευταία συγκροτείται µέσω µιας διττής αποβλεπτικότητας. Αφ’ ενός µεν είναι σχέση νοητικής προσοικείωσης, πρόσκτησης αντικειµένων (συν-ειδέναι), αφ’ ετέρου δε, συνιστά συνειδητοποίηση αυτού του υποκειµένου ως υποκειµένου και της σχέσης του µε άλλα υποκείµενα (συν-ειδέναι), µια λειτουργία που προορίζεται για την ρύθµιση των σχέσεων µεταξύ των ανθρώπων ως υποκειµένων.
Προϊούσης της διαδικασίας του καταµερισµού εργασίας εντός του ιστορικού γίγνεσθαι, αυτονοµείται σχετικά η συνδεόµενη µε την σκοποθεσία νοητική προσοικείωση της πραγµατικότητας, το ειδέναι, συστηµατική έκφανση του οποίου σε κοινωνίες µε ανεπτυγµένο και δη, ανταγωνιστικού χαρακτήρα καταµερισµό της εργασίας, είναι η επιστήµη. Η κίνηση αυτή πραγµατοποιείται µέσα από αλλεπάλληλες ποιοτικές, ουσιώδεις και ανατροφοδοτούµενες αναβαθµίσεις των συστηµάτων εµπράγµατης (τεχνολογικής) και ιδεατής (νοητικής) διαµεσολάβησης της (πρωτίστως εργασιακής) σχέσης του ανθρώπου µε τη φύση, αλλά και των σχέσεων µεταξύ των ανθρώπων. Αρχικά η γνώση αποτελεί συνιστώσα (µέσο) της σκοποθεσίας της εργασίας για την λήψη του επιθυµητού αποτελέσµατος. Με την σχετική αυτονόµηση της επιστήµης, σκοπός της τελευταίας γίνεται η διαφόρων επιπέδων γνώση περί του αντικειµένου της. Στην επιστηµονικά συγκροτηµένη τεχνολογία, η εφαρµοσµένες εκδοχές του εκάστοτε διαθέσιµου διεπιστηµονικού κεκτηµένου, χρησιµοποιούνται ως µέσο για την επίτευξη του ζητούµενου κατασκευαστικού σκοπού. Για τους λόγους αυτούς, µαζί µε τα βασικά είδη εργασίας (εργασία για την παραγωγή αγαθών προς κατανάλωση και µέσων και αντικειµένων παραγωγής) διακρίνεται και η εργασία για την προπαρασκευή-κατάρτιση του ανθρώπου ως υποκειµένου της εργασίας, µέσω της παραγωγής, αναπαραγωγής και διάδοσης (επιστηµονικών και µη) γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων.
Αυτή η εργασιακή συνιστώσα της εκπαίδευσης, δηλαδή η εργασία για την παραγωγή και αναπαραγωγή της βασικής παραγωγικής δύναµης –του ανθρώπου της εργασίας, φορέα συγκεκριµένων ιδιοτήτων– είναι η ουσιωδέστερη και στρατηγικής εµβέλειας διάσταση της εκπαίδευσης, παράγωγα της οποίας είναι όλες οι υπόλοιπες λειτουργίες της τελευταίας, µε προεξάρχουσα τη λειτουργία της παραγωγής και αναπαραγωγής του υποκειµένου των σχέσεων παραγωγής και του όλου πλέγµατος των κοινωνικών σχέσεων, του υλικού και πνευµατικού πολιτισµού. Απ’ αυτή την εργασιακή συνιστώσα απορρέει και σ’ αυτήν κατατείνει και προσανατολίζεται µε ποικίλους τρόπους η οργανικά συνδεόµενη µε την επιστήµη οργανωµένη εκπαίδευση, η οποία συνιστά «επεξεργασία» ανθρώπων και επεξεργασία γνώσεων, δεξιοτήτων, ικανοτήτων.
Η νοµοτελής ανάπτυξη της επιστήµης και η γνωσιακή συγκυρία.
Η επιστήµη προβάλλει ως συστηµατική παραγωγή αντικειµενικής, τεκµηριωµένης και αληθούς γνώσης περί του µέρους εκείνου του επιστητού που αποτελεί το γνωστικό της αντικείµενο. Η επιστήµη είναι µεν γνωστική σχέση του υποκειµένου προς το αντικείµενο (ειδέναι), η οποία όµως διαµεσολαβείται πάντοτε από κοινωνικά-πολιτισµικά επεξεργασµένα νοητικά είτε και τεχνικά µέσα και τρόπους προσοικείωσης του αντικειµένου, αλλά συµβάλλει και στη συνειδητοποίηση της σχέσης µεταξύ υποκειµένων (ως υποκειµένων της δραστηριότητας που αναπτύσσουν και των σχέσεων που συνάπτουν) και ως εκ τούτου, είναι και µορφή κοινωνικής συνείδησης, η οποία συνδέεται µε τις λοιπές µορφές του κοινωνικού συν-ειδέναι: ηθική, πολιτική, δίκαιο, αισθητική, θρησκεία και φιλοσοφία. Η σύνδεση αυτή της επιστήµης µε τις µορφές του κοινωνικού συν-ειδέναι, είτε ανακύπτει αυθόρµητα, οπότε η συνειδητοποίηση της κοινωνικής θέσης και του ρόλου της επιστήµης και του επιστήµονα λαµβάνει χώρα µε τους όρους της αγοραίας καθηµερινής συνείδησης και του κοινού νου (και τις συνακόλουθες µονοµέρειες, προκαταλήψεις, κ.ο.κ.), είτε αποκαθίσταται συνειδητά, κυρίως µέσω του µεθοδολογικού και φιλοσοφικού αναστοχασµού. Στο βαθµό που η επιστήµη καθίσταται άµεση παραγωγική δύναµη, παρατηρείται διεύρυνση και εµβάθυνση αυτής της διαµεσολάβησης.
Σε συνθήκες καταµερισµού εργασίας εντός της επιστήµης, η επιστήµη χωρίζεται σε επιστήµη, γνωστικό αντικείµενο της οποίας είναι η φύση, και σε επιστήµη, γνωστικό αντικείµενο της οποίας είναι η κοινωνία. Στο βαθµό που διατηρείται ο υποδουλωτικός καταµερισµός της εργασίας παρατηρείται και η διαίρεση (η οποία συχνά παίρνει την µορφή του ανταγωνισµού) των επιστηµών σε επιστήµες περί φύσεως και επιστήµες περί κοινωνίας. Η διαίρεση αυτή, παρά τις οντολογικές διαφορές των γνωστικών αντικειµένων και τις αντίστοιχες διαφοροποιήσεις των µεθοδολογικών προσεγγίσεων, δεν είναι και δεν µπορεί να είναι απόλυτη, όπως δεν είναι και δεν µπορεί να είναι απόλυτη η διαφορά φύσης και κοινωνίας, είτε η διαφορά ειδέναι και συν-ειδέναι. Οι όποιες διαφορές και αντιθέσεις µεταξύ φυσικών, τεχνολογικών, κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστηµών, ενισχύονται, ιδεολογικοποιούνται και απολυτοποιούνται υπό συγκεκριµένους κοινωνικοοικονοµικούς όρους. Qστόσο, οι τάσεις διεπιστηµονικής σύγκλισης, συνανάπτυξης και ολοκλήρωσης των ερευνητικών δραστηριοτήτων, είναι ήδη έκδηλες και σηµατοδοτούν την προοπτική της συνθετικής και εσωτερικά ενιαίας επιστήµης της ώριµης ανθρώπινης κοινωνίας, εσωτερικά ενιαίες µεν, πλην όµως διαφορετικές στιγµές της οποίας θα είναι η γνώση, διάγνωση της φύσης και συνειδητοποίηση της κοινωνίας (Βαζιούλιν, 2004, σ.242).
Η επιστήµη, συνιστά:
ερευνητική δραστηριότητα, που έχει να κάνει πρωτίστως µε την παραγωγή πρωτότυπης γνώσης, αλλά και µε την αναπαραγωγή και διάδοση αυτής της γνώσης. Η ερευνητική δραστηριότητα διεξάγεται πάντοτε σε συγκεκριµένες συνθήκες, µε την χρήση συγκεκριµένων µέσων και τρόπων (νοητικών ή και εµπράγµατων µέσων, εργαλείων, οργάνων, πειραµατικών διατάξεων, εξοπλισµού, κ.ο.κ.), η διάγνωση και ανάπτυξη των οποίων συνιστά αντικείµενο της έρευνας της λογικής και της µεθοδολογίας της επιστήµης, ενός κλάδου, που συνιστά µέρος του φιλοσοφικού στοχασµού και αναστοχασµού της επιστήµης.
1 αποτελέσµατα, κεκτηµένα της επιστήµης, γνώσεις διαφόρων επιπέδων και µορφών συγκρότησης (εµπειρικού και θεωρητικού).
2 κοινωνικό θεσµό, οργάνωση, ιεραρχία, σχέσεις µεταξύ ανθρώπων και οµάδων, εντός της επιστηµονικής δραστηριότητας, αλλά και πέριξ αυτής, εξ’ αφορµής του ευρύτερου κοινωνικού αντίκτυπου και των χρήσεων των εκάστοτε αποτελεσµάτων, των κεκτηµένων της επιστήµης. Εδώ αναφερόµαστε τόσο στις σχέσεις µεταξύ των ανθρώπων που απαρτίζουν την «επιστηµονική κοινότητα» µε την στενή και την ευρεία έννοια, στις τυπικές (επίσηµες) και στις άτυπες (ανεπίσηµες) µορφές της, όσο και στις σχέσεις µεταξύ των θεσµών της επιστήµης και των υπολοίπων κοινωνικών θεσµών, στη θέση και στον ρόλο της επιστήµης και των ανθρώπων της επιστήµης στο κοινωνικό όλο.
3 η επιστήµη µετατρέπεται και σε άµεση παραγωγική δύναµη, αρχής γενοµένης από την βιοµηχανική επανάσταση, από την στιγµή που η εφαρµοσµένη φυσιογνωσία καθίσταται εκ των ων ουκ άνευ όρος των τεχνολογικών διατάξεων της παραγωγής, σε µια διαδικασία, η οποία κλιµακώνεται µαζί µε την επιστηµονική και τεχνολογική πρόοδο, βαθαίνοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και της παραγωγής, γεγονός που αναβαθµίζει διαρκώς την θέση και τον ρόλο της επιστήµης στη δοµή και στο γίγνεσθαι της κοινωνίας.
4 η επιστήµη συνδέεται και µε αυτό που ο Μαρξ (σ.135) αποκαλούσε καθολική εργασία, δηλαδή µε εκείνο το είδος της ανθρώπινης δηµιουργικής δραστηριότητας, που δεν χαρακτηρίζεται τόσο από την άµεση εµπλοκή του ανθρώπου ως φυσικής παρουσίας και εκτελεστικού οργάνου της εργασίας, ούτε και από την ανταποδοτικότητα του αντιπραγµατισµού και των ανταλλαγών εµπορευµατοκατόχων, όσο από την εκτύλιξη της ανθρώπινης δραστηριότητας σε ένα πεδίο ανταλλαγής, αµοιβαίου εµπλουτισµού δεξιοτήτων, ικανοτήτων και γνώσεων, ανάµεσα στα υποκείµενα του ανθρώπινου πολιτισµού.
Εξετάζω την συγκρότηση και την ιστορική ανάπτυξη της επιστήµης ως νοµοτελή διαδικασία, ως µια «φυσικοϊστορική» διαδικασία (Πατέλης 1991, 2004, 1994-1995, κ.ά.). Η ανάπτυξη της επιστήµης στην ιστορία εκτυλίσσεται µέσω της δραστηριότητας των ανθρώπων της επιστήµης, των ατοµικών και συλλογικών υποκειµένων της επιστήµης και (µέσω της διαµεσολάβησης του καταµερισµού της εργασίας) της κοινωνίας. Πρόκειται για µια διαδικασία, η ιστορικότητα της οποίας µπορεί να διακριβωθεί αρκούντως µέσω αυτού του πλέγµατος των διαλεκτικά αλληλένδετων κριτηρίων που η µεθοδολογία που πρεσβεύω αποκαλεί «γνωσιακή συγκυρία»(βλ. Βαζιούλιν 1964, 1968, 1987).
Η γνωσιακή συγκυρία προσδιορίζεται βάσει των εξής κριτηρίων εξέτασης της ανάπτυξης ορισµένης γνωστικής διαδικασίας, τα οποία συνδέονται µε:
1. την υφή, τον χαρακτήρα, την ιδιοτυπία των νόµων που διέπουν το µέρος εκείνο του επιστητού, το οποίο συνιστά το γνωστικό αντικείµενο της εν λόγω επιστήµης. Εδώ εγείρονται ποικίλα ερωτήµατα: Τι είδους αντικείµενο είναι αυτό; από τι είδους αλληλεπιδράσεις χαρακτηρίζεται; Τι τύπου ανάπτυξη το χαρακτηρίζει (εάν αυτό αναπτύσσεται); Συνιστά άραγε αυτό το αντικείµενο οργανικό όλο (ένα σύστηµα, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η εσωτερική αµοιβαία συνάφεια των µερών του); Εποµένως, πρωταρχικό κριτήριο για την διάγνωση της γνωσιακής συγκυρίας, είναι ένας οντολογικός προσδιορισµός: το είδος και το στάδιο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειµένου (προϋποθέσεις, πρωταρχική εµφάνιση, διαµόρφωση και ωριµότητα).
2. το επίπεδο ανάπτυξης της κεκτηµένης γνώσης της εν λόγω έρευνας, της εν λόγω επιστήµης (από θεωρητικής και µεθοδολογικής σκοπιάς). Αυτό αφορά την «φυλογένεση» της έρευνας, το επίπεδο της µέχρι τούδε ανάπτυξης αυτής της επιστήµης, το µεθοδολογικό επίπεδο που έχει κατακτήσει. Το τελευταίο προσδιορίζεται λαµβάνοντας ως κριτήριο µεθοδολογικής ωριµότητας της έρευνας την χρήση της µεθόδου της ανάβασης από το αφηρηµένο στο νοητά συγκεκριµένο, εφ’ όσον έχει ολοκληρωθεί η ερευνητική λειτουργία της ανάβασης από το κατ’ αίσθηση συγκεκριµένο στο αφηρηµένο, µε την διάκριση της απλούστατης σχέσης του αντικειµένου.
Ανώτερη λοιπόν µεθοδολογική προσέγγιση, προσήκουσα στο ώριµο οργανικό όλο και χαρακτηριστική για το νοείν κατά Λόγο (Vernunft), είναι η διαλεκτική µέθοδος της ανάβασης από το αφηρηµένο στο νοητά συγκεκριµένο (Βαζιούλιν 1992). Λαµβάνοντας ως γνώµονα µεθοδολογικής ωριµότητας της έρευνας την κλιµάκωση της σκέψης προς την µέθοδο της ανάβασης από το αφηρηµένο στο νοητά συγκεκριµένο, µπορούµε να αποτιµήσουµε το επίπεδο ανάπτυξης διαφόρων ερευνητικών διαδικασιών. Οφείλουµε να επισηµάνουµε ότι η πλειονότητα των φυσικών επιστηµών κινείται επί του παρόντος κατ’ εξοχήν στο επίπεδο της προδιαλεκτικής νόησης, της διάνοιας (Verstand), δηλ. κινείται από την κατ’ αίσθηση χαώδη περί του όλου αντίληψη, προς διαφόρων βαθµών αφαιρέσεις και γενικεύσεις (ποσοτικού, µετρικού και τυπικού χαρακτήρα) του εµπειρικού υλικού, των δεδοµένων των αισθήσεων.
3. το επίπεδο γνωστικής και µεθοδολογικής ανάπτυξης της «οντογένεσης» του συγκεκριµένου υποκειµένου της έρευνας (ατοµικού ή και συλλογικού), το επίπεδο θεωρητικής και λογικής του συγκρότησης, δηλ. η ικανότητά του να διαγνώσει τόσο την ιδιοτυπία και το επίπεδο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειµένου, όσο και το επίπεδο ανάπτυξης (το επίπεδο της ιστορικά προσδιορισµένης επάρκειας ή ανεπάρκειας) των περί του αντικειµένου κεκτηµένων γνώσεων. Οι ιδιότητες αυτές του υποκειµένου συνδέονται µε τον τύπο προσωπικότητάς του, µε την όλη παιδεία του και µε την στάση ζωής του, µε την ικανότητά του να εξετάζει κριτικά τόσο το
αντικείµενο, όσο και την κεκτηµένη γνώση και µεθοδολογία, µε την ικανότητά του να αντιλαµβάνεται τις ερευνητικές ανάγκες, την εσωτερική λογική της ανάπτυξης της έρευνας και να διαθλά υπό το πρίσµα της τελευταίας τις πραγµατικές ανάγκες της ανθρωπότητας.
4. την περιρρέουσα ιστορική – πολιτισµική ατµόσφαιρα, η οποία επιδρά αµέσως ή εµµέσως στην έρευνα (ως προς το τι, πώς, γιατί και σε ποια κατεύθυνση, µε ποια σκοπιµότητα, προτεραιότητα και ιεράρχηση πρέπει να διερευνηθεί). Δεδοµένου ότι η επιστήµη ως κατ’ εξοχήν ειδέναι έλκει την καταγωγή της από την πρακτική µετασχηµατιστική δραστηριότητα του ανθρώπου, η πρακτική προβάλλει ως το αφετηριακό σηµείο, το κριτήριο της αλήθειας και ο τελικός προορισµός της. Δεδοµένου επίσης και του γεγονότος ότι η επιστήµη συνιστά καθολική δηµιουργική (και ενίοτε καταστροφική) δύναµη της ανθρωπότητας, θα πρέπει να λάβουµε υπ’ όψιν τον τρόπο µε τον οποίο οι εκάστοτε κοινωνικές ανάγκες ενσωµατώνονται στο corpus της επιστηµονικής έρευνας, µέσω µιας ιδιότυπης «διήθησης» και αναψηλάφησης του εάν, τι, µε τι τρόπο και κατά πόσο εµπίπτει στο πεδίο του γνωστικού αντικειµένου. Qστόσο, οφείλουµε να επισηµάνουµε κατ’ αρχήν, ότι στις ανταγωνιστικές κοινωνίες οι (συνδεόµενες µε τα κυρίαρχα συµφέροντα) εκάστοτε δεσπόζουσες µορφές κοινωνικής ζήτησης (π.χ. οι ανάγκες µεγιστοποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου) ως κριτήριο επιλογής προοπτικής µέσα από το φάσµα δυνατοτήτων της γνωσιακής συγκυρίας, δεν ταυτίζονται µε τις βαθύτερες πραγµατικές ανάγκες της ανθρωπότητας και µε τις ανάγκες της εσωτερικής λογικής της ανάπτυξης της έρευνας.
Ο προσδιορισµός της γνωσιακής συγκυρίας ως συγκεκριµένης ιστορικής στιγµής στο φάσµα δυνατοτήτων της νοµοτελούς πορείας της επιστήµης, είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την συνειδητή εµπλοκή του υποκειµένου στην ερευνητική διαδικασία, για την χάραξη στρατηγικών και τακτικών της έρευνας. Το φάσµα δυνατοτήτων που εµπεριέχει η εκάστοτε γνωσιακή συγκυρία, περιλαµβάνει κινδύνους άγονης δογµατικής αγκύλωσης, µονοµερούς παραµόρφωσης, σκεπτικιστικής-σχετικοκρατικής διάλυσης, καταστροφής κ.λπ., αλλά και γόνιµες προοπτικές δηµιουργικής ανάπτυξης της επιστήµης. Το δίπολο δηµιουργικών και αυτοκαταστροφικών τάσεων, προβάλλει ιδιαίτερα έντονα κατά τις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες.
Οι κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες.
Σε διάφορες φάσεις ανάπτυξης της επιστήµης, µπορούµε να διαπιστώσουµε ότι η κεκτηµένη γνώση (το θεωρητικό κεκτηµένο της επιστήµης) δεν µπορεί να επιτελεί πλέον λειτουργίες τις οποίες επιτελούσε µέχρι πρότινος µε ορισµένη πληρότητα και επάρκεια. Κρισιακή γνωσιακή συγκυρία αποκαλούµε εκείνη την συγκυρία, στα πλαίσια της οποίας η κεκτηµένη γνώση αδυνατεί να µας παράσχει έγκυρη περιγραφή και κυρίως, θεωρητική εξήγηση και επιστηµονική πρόβλεψη πρόγνωση της δοµής και της ανάπτυξης του αντικειµένου. Νέες πτυχές, πλευρές, εµπειρικά γεγονότα κ.ο.κ. που αφορούν το γνωστικό αντικείµενο εγείρονται στο προσκήνιο της έρευνας, χωρίς να είναι η κεκτηµένη γνώση εις θέση να τα περιγράψει, να τα εξηγήσει και να προβλέψει την προοπτική τους µε πληρότητα, αντικειµενικότητα και επάρκεια. Αυτή η αναντιστοιχία της κεκτηµένης γνώσης προς τις νέες ερευνητικές ανάγκες λειτουργεί ως κινητήριος αντίφαση, ως γονιµοποιό κίνητρο για την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας, για την περαιτέρω διεύρυνση και εµβάθυνση της γνώσης. Η τελευταία δεν είναι δεδοµένη αυτοµάτως και αυθορµήτως. Απαιτείται ενεργοποίηση του υποκειµένου για την διακρίβωση της γνωσιακής συγκυρίας από λογικής και µεθοδολογικής σκοπιάς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ερευνητική δραστηριότητα έχει πάντοτε διττή κατεύθυνση: 1) προς το αντικείµενο (για την νοητική αφοµοίωση και τον µετασχηµατισµό του), 2) προς την κεκτηµένη γνώση (αρχικά προεκβαλλόµενη στο εισέτι µη εγνωσµένο πεδίο, ως µέθοδος προσπορισµού νέας γνώσης και –εφ’ όσον διαπιστώνεται η ανεπάρκειά της– ως αντικείµενο προς µετασχηµατισµό µέσω κριτικού µεθοδολογικού αναστοχασµού). Το επιδιωκόµενο αποτέλεσµα της έρευνας νοείται εξ’ αρχής ως ελλείπον στοιχείο του συστήµατος γνώσεων που διαθέτει το επιστηµονικό κεκτηµένο. Και µάλιστα η αναπλήρωση αυτού του ελλείποντος στοιχείου συνδέεται οργανικά µε τον µετασχηµατισµό αυτού του κεκτηµένου.
Η ανάπτυξη της γνώσης επιτυγχάνεται µέσω της διάγνωσης της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης και αλληλοδιείσδυσης των προαναφερθεισών δυναµικών συνιστωσών της γνωσιακής συγκυρίας, διότι σε κάθε φάση της τελευταίας, ο αυθεντικός ερευνητής χαρακτηρίζεται από µια διττή αποβλεπτικότητα: αφ’ ενός µεν έχει µια κριτική στάση προς το γνωστικό αντικείµενο (ώστε αυτό να µη συνιστά ανυπέρβλητο και αµετάβλητο «είναι ως έχει» αλλά να καταστεί «είναι δι ηµάς» µέσω της νοητικής προσκτησής του), αφ’ ετέρου δε, µια κριτική στάση προς την (επαρκή ή ανεπαρκή) κεκτηµένη θεωρητική και µεθοδολογική γνώση. Και οι δύο πλευρές διαµεσολαβούνται από τις σχέσεις εκείνες που αναφέραµε εξετάζοντας την επιστήµη ως παραγωγική δύναµη, και ως θεσµό (µε υλικά και ιδεατά µέσα, ιεραρχία και οργάνωση).
Υπάρχουν λοιπόν κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες που ποικίλουν ως προς το εύρος, το βάθος και την ένταση της αντιφατικότητας που τις χαρακτηρίζει. Οι συγκυρίες αυτές ανακύπτουν στην ιστορία των επιστηµών και της φιλοσοφίας ως περίπλοκα και πολυεπίπεδα φαινόµενα, προϊόν εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Υπάρχουν κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες που οφείλονται σε χονδροειδείς εξωτερικές επεµβάσεις στο έργο της επιστήµης (µέσω θεσµικών παρεµβάσεων, απαγορεύσεων, εξαγορών, επιλεκτικών χρηµατοδοτήσεων ή υποχρηµατοδοτήσεων, αξιολογήσεων, κ.ο.κ.), σε εκ των πραγµάτων εξάντληση του ερευνητικού δυναµικού ορισµένης κεκτηµένης γνώσης, είτε (κατά κανόνα) σε συνδυασµό των παραπάνω (βλ, Σαλοµόν, Jordan, κ.ά.).
Η βαθµιαία κλιµάκωση της αντικειµενικά ανακύπτουσας κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας, δεν οδηγεί αυτοµάτως στο θρίαµβο της νέας γνώσης, της επικείµενης επιστηµονικής επανάστασης, εάν δεν συνοδεύεται από τους κατάλληλους υποκειµενικούς όρους και κυρίως, από την συγκρότηση νέου υποκειµένου της έρευνας µέσω της επαναχάραξης στρατηγικής και τακτικής ενός ανώτερου φάσµατος ερευνητικών προγραµµάτων (βλ. και Πατέλης 1998).
Σε µικρής εµβέλειας και βάθους κρισιακές συγκυρίες, η λύση της αντίφασης επιτυγχάνεται µε ανάπτυξη της γνώσης στα πλαίσια των αρχών της κεκτηµένης γνώσης, µε ενδεχόµενες αλλαγές στον εννοιολογικό και κατηγοριακό εξοπλισµό της θεωρίας. Όταν όµως οι κρισιακές συγκυρίες είναι µεγάλης εµβέλειας και βάθους, απαιτούν επιστηµονικές επαναστάσεις, οι οποίες δεν αφορούν µόνο την κατ’ αρχήν ποιοτική και ουσιώδη αναβάθµιση της θεωρίας και της µεθοδολογίας, αλλά θίγουν και τα θεµέλια των επιστηµών (την «επιστηµονική εικόνα του κόσµου», τα ιδεώδη, τους κανόνες και τα πρότυπα επιστηµονικότητας και την όλη λανθάνουσα ή συνειδητά επιλεγόµενη κοσµοθεωρητική και φιλοσοφική θεµελίωση της γνώσης). Όπως θα δούµε παρακάτω, υπάρχουν και χρονίζουσες,«κακοφορµίζουσες» κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες, οι οποίες προβάλλουν επί µακρόν και βιώνονται ως αδιέξοδα, που δεν θέτουν εν αµφιβόλω µόνο την αξιοπιστία της επιστήµης, αλλά και την ίδια την γνωσιολογική αισιοδοξία και τον ορθολογισµό (βλ. Φεγιεράµπεντ).
Η έγκαιρη διάγνωση των χαρακτηριστικών µιας κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας, µπορεί να οδηγήσει σε γόνιµη υπέρβασή της, µέσω της προώθησης συγκεκριµένου φάσµατος ερευνητικών προγραµµάτων.
Επιστήµη, εκπαίδευση και αγορά επί κεφαλαιοκρατίας.
Επί κεφαλαιοκρατίας παρατηρείται µια αναβάθµιση του ρόλου της επιστήµης και της παιδείας, που αφορά κατ’ εξοχήν τη στενότερη σύνδεσή τους µε τις ανάγκες της παραγωγής (στο ερευνητικό πεδίο και από την άποψη της παιδείας-εκπαίδευσης του υποκειµένου της εργασίας, ικανού τουλάχιστον για χειρισµό µηχανών), αλλά και µια οργανικότερη σύνδεση µε το µηχανισµό παραγωγής και αναπαραγωγής του όλου πλέγµατος των σχέσεων παραγωγής, που εδράζονται στην εκµετάλλευση της µισθωτής εργασίας µέσω της άντλησης υπεραξίας. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι επί κεφαλαιοκρατίας, η παιδεία λειτουργεί κατ’ εξοχήν ως θεσµός παραγωγής και αναπαραγωγής του υποκειµένου της εργασίας, αλλά και του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων δια του συνειδέναι (της συνείδησης), προσανατολίζεται πρωτίστως στην παραγωγή και αναπαραγωγή του κοινωνικά αναγκαίου φάσµατος παραλλαγών και διαβαθµίσεων του εµπορεύµατος «εργασιακή δύναµη». Η επεξεργασία γνώσεων και ανθρώπων γίνεται στο έπακρο κατακερµατισµένη, διαβαθµισµένη και πολυεπίπεδη, ώστε να ανταποκρίνεται πρωτίστως στις ποικίλες ανάγκες του αντίστοιχου καταµερισµού της εργασίας (ποικίλων βαθµών ειδίκευσης, συνθετότητας και περιπλοκότητας), αλλά και στην κοινωνική διαστρωµάτωση, ως έκφανση αυτού του καταµερισµού. Η κατακερµατισµένη γνώση, υποβαθµιζόµενη σε πληροφορία προς αναπαραγωγή, εγκεκριµένη και ταξινοµηµένη κατά µαθήµατα, υπονοµεύει τις δυνατότητες δηµιουργικής κοσµοθεωρητικής σύνθεσης. Οι παρεχόµενες γνώσεις υπάγονται πλέον σαφέστερα σε εξωεπιστηµονικά κριτήρια κερδώας αποδοτικότητας, κατακερµατίζονται σε βραχύβιες ενότητες προσανατολισµένες εργαλειακά στα συγκυριακά κελεύσµατα της αγοράς.
Τα προβλήµατα αυτά επιτείνονται στη σύγχρονη παγκόσµια συγκυρία χαρακτηριστικό της οποίας είναι η αύξουσα ανισοµέρεια, µέσω της κλιµάκωσης της ροής υπεραξίας από τοµείς «εντάσεως εργασίας» σε τοµείς «εντάσεως κεφαλαίου». Η ανισοµέρεια των παραγωγικών διαδικασιών (των τεχνολογιών, των υποδοµών) γίνεται µέσο για την υπερεκµετάλλευση του συνόλου της εργασιακής δύναµης σε πλανητικό επίπεδο, γεγονός που δεν µπορεί παρά να υπαγορεύει στο κεφάλαιο την ανάγκη αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης, για την επίτευξη των στόχων του και µέσω αυτής. Υποβαθµίζεται ο ρόλος του κράτους στην εκπαίδευση έναντι της δραστηριοποίησης των άµεσα ενδιαφερόµενων για συγκεκριµένου τύπου εργαζόµενους κεφαλαίων. Η εκπαίδευση, από υπόθεση του «συνολικού κεφαλαιοκράτη»(ως δηµόσια υπόθεση) τείνει να γίνει αυστηρά ιδιωτική επένδυση του ατόµου, του ίδιου του εργαζόµενου σε «µορφωτικό κεφάλαιο» είτε (και) των όποιων άµεσα ενδιαφερόµενων «χορηγών»... Τα εξατοµικευµένα προγράµµατα σπουδών και οι προωθούµενοι µηχανισµοί «δια βίου κατάρτισης» ανταποκρίνονται στην ανάγκη της παγκοσµιοποιούµενης κεφαλαιοκρατικής διαχείρισης και ελέγχου της λεπτής και εύκαµπτης ισορροπίας µεταξύ απασχόλησης και ανεργίας («απασχολησιµότητα», «ελαστασφάλεια»), µέσω του κατακερµατισµού και της χειραγώγησης της εργατικής τάξης. Βασικός σκοπός τους: η δηµιουργία δια βίου καταρτιζόµενων και παντίοις τρόποις διαθέσιµων απασχολήσιµων, οι οποίοι δεν θα επωµίζονται όλο και πιο πολύ µόνο το κόστος (υλικό και ηθικό) των σπουδών τους, αλλά και το κόστος της ανεργίας, της µερικής απασχόλησης κ.ο.κ. Οι τάσεις αυτές θα µπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως κινήσεις άµεσης υπαγωγής της εκπαίδευσης στα πλέον επιθετικά και ανταγωνιστικά τµήµατα του κεφαλαίου και ως τροποποίηση του κρατικού παρεµβατισµού (φορέα των συµφερόντων του συλλογικού κεφαλαίου) σε αυτή την κατεύθυνση. Οι εθνικοί και υπερεθνικοί κρατικοί θεσµοί (ΥΠ.Ε.Π.Θ., Ο.Ο.Σ.Α., Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Ταµείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, κ.λπ.) δεν λειτουργούν πλέον µόνον ως µηχανισµοί εκπόνησης και επιβολής των στρατηγικών επιλογών των δυναµικότερων µερίδων του κεφαλαίου, αλλά και ως απ’ ευθείας εργολάβοι, επιτηρητές και αξιολογητές των προγραµµάτων άµεσης υπαγωγής της εκπαίδευσης και της επιστήµης στο κεφάλαιο, στην αγορά, ώστε το Πανεπιστήµιο «να παρακολουθεί τις απαιτήσεις της Αγοράς και να προσαρµόζει το πρόγραµµα σπουδών σύµφωνα µε αυτές», βάσει των αρχών της ανταγωνιστικότητας, της αποτελεσµατικότητας (για το κεφάλαιο πάντα), και της βιωσιµότητας. Προνοµιακή θέση καταλαµβάνει π.χ. εκείνη η επιστήµη, τα αποτελέσµατα της οποίας µπορούν να οδηγήσουν αµεσότερα σε κερδοφόρες τεχνολογικές εφαρµογές, µε σαφή τον κίνδυνο υπονόµευσης της βασικής, της θεµελιώδους έρευνας (που αφορά την φύση και την κοινωνία) και αντίστοιχη υποβάθµιση εκείνων των κατευθύνσεων της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστηµών που δεν υιοθετούν απολογητικούς ρόλους. Σε αντιστοιχία µε τα παραπάνω διαµορφώνεται και η εκάστοτε προσφορά και ζήτηση της παρεχόµενης εκπαίδευσης και του γοήτρου εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, σχολών, τµηµάτων, κ.ο.κ. Κατ’ αυτό τον τρόπο και δεδοµένης της στρατηγικής εµβέλειας της εκπαίδευσης, οι όποιες αλλαγές προωθούνται σε αυτό το πεδίο, δεν είναι κοινωνικά ουδέτερες κινήσεις που υπαγορεύονται από τη λογική µιας δήθεν κοινωνικά και αξιολογικά ουδέτερης αδήριτης λογικής που επιτάσσει η πρόοδος της επιστήµης και της τεχνολογίας.
Στα πλαίσια της βελτιστοποίησης των όρων άντλησης υπεραξίας από τους δυνάµει και ενεργεία «αποσχολήσιµους» σε συνθήκες ήττας του εργατικού κινήµατος και εκµηδένισης των παραδοσιακών συλλογικοτήτων, κινείται και η επιχειρούµενη «µεταρρύθµιση» της παιδείας. Προωθείται λοιπόν ένα σύστηµα «δια βίου κατάρτισης» πολλών ταχυτήτων, όπου ανασφαλείς εκπαιδευτές θα εκπαιδεύουν µε τη σειρά τους εφήµερους εκπαιδευτές ανέργων και οι εκπαιδευόµενοι άνεργοι θα πιέζουν για θέσεις εργασίας. Επιδιώκεται δηλαδή µια άµεσα χειραγωγική και χρησιµοθηρική υπαγωγή της προπαρασκευής της βασικής παραγωγικής δύναµης (του ανθρώπου-εργαζοµένου) στις τρέχουσες αγοραίες ανάγκες του παγκόσµιας εµβέλειας επιθετικού κεφαλαίου, µε γνώµονα τη µεγιστοποίηση της κερδοφορίας δια του κατακερµατισµούανταγωνισµού του υποκειµένου της εργασίας. Ο καθολικός χαρακτήρας της επιστηµονικής εργασίας συρρικνώνεται µέσω της ιδιωτικής της χρήσης και εκµετάλλευσης. Το όλο σύστηµα των πνευµατικών δικαιωµάτων, αδειών και ευρεσιτεχνιών µαζί µε τον µονοπωλιακό έλεγχο που ασκείται σε ευρύτατο φάσµα ερευνών, λειτουργεί ως ωµός φραγµός στην έρευνα (για να αποφευχθεί η απαξίωση εν ενεργεία κεφαλαιουχικών εξοπλισµών και να µην απωλεσθούν µονοπωλιακές θέσεις και κέρδη). Η µονόπλευρη αξίωση για µεγιστοποίηση της κερδοφορίας, σε σύγκριση µε το µέσο ποσοστό κέρδους, οδηγεί σε ανηλεή αγώνα για την πρωτοπορία, που χαρακτηρίζεται από κατασπατάληση πόρων και ανθρώπινου δυναµικού, λόγω επιβολής επιχειρηµατικού απορρήτου, µε τις αλληλοεπικαλύψεις ερευνών (το περιεχόµενο των οποίων είναι απροσπέλαστο λόγω ανταγωνισµού και «εµπορικού απορρήτου», λόγω εµπλοκής µε την πολεµική βιοµηχανία, κ.ο.κ.), σε υπονόµευση του καθολικού χαρακτήρα των ενδοεπιστηµονικών και διεπιστηµονικών σχέσεων (λόγω του ανταγωνισµού των επιστηµόνων, των ερευνητικών κέντρων), κ.λπ.
Ιµπεριαλιστική «παγκοσµιοποίηση»,και «επιχειρηµατικό πανεπιστήµιο».
Εκ των ων ουκ άνευ όρος για την διερεύνηση των τάσεων της σύγχρονης επιστήµης και της παιδείας, είναι η τοποθέτησή τους στο παγκόσµιο κοινωνικό γίγνεσθαι, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η κυριαρχία των Διεθνικών Οµίλων, των Πολυεθνικών ΧρηµατιστικώνΜονοπωλιακών Συγκροτηµάτων (βλ. και Πατέλης 2005). Στα πλαίσια της επιστηµονικής και τεχνολογικής επανάστασης, η παραγωγική διαδικασία καθίσταται πεδίο εφαρµογής της επιστήµης. Όλο και πιο βαρύνων γίνεται ο ρόλος της επιστήµης και της τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία, γεγονός που συνιστά την αντικειµενική βάση της µεταφυσικής υποστασιοποίησης αυτού του ρόλου στα περί «κοινωνίας της γνώσης» και «κοινωνίας της πληροφορίας» ιδεολογήµατα. Αυτή η αντικειµενική φαινοµενικότητα ενισχύεται από το γεγονός της σχετικής αυτονόµησης της επιστηµονικής-ερευνητικής δραστηριότητας από το όλο πλέγµα του καταµερισµού της εργασίας, αλλά και από την ιδιοτυπία του προϊόντος της επιστηµονικής εργασίας: την δυνατότητα επί µακρόν απόσπασής του από τη δραστηριότητα που το γεννά, την σχετική αυτονόµηση των υλικών φορέων συσσώρευσης-«αποµνηµόνευσης», επεξεργασίας, κωδικοποίησης, συστηµατοποίησης, δικτύωσης και διακίνησής του από τον ανθρώπινο εγκέφαλο, το ευρύτατο φάσµα δυνατοτήτων πρακτικών διεξόδων που διανοίγει και από τον χωροχρονικά κυµαινόµενο βαθµό ελευθερίας για την όποια παραγωγική πραγµάτωσή του.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η επιστηµονική γνώση είναι δυνάµει αξία χρήσης, η µετατροπή της οποίας σε ενεργεία (άµεσα κοινωνική αξία) διαµεσολαβείται από ένα περίπλοκο πλέγµα αλληλεπιδράσεων µεταξύ παραγωγικών δυνάµεων (παραγωγικών αναγκών) και κοινωνικών σχέσεων (οικονοµικών, κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών), το οποίο (πλέγµα) συγκροτεί και τους αναγκαίους και ικανούς όρους αυτής της µετατροπής. Το προϊόν της επιστηµονικής έρευνας επί κεφαλαιοκρατίας δεν συνιστά αυτοτελή αξία χρήσης, αλλά φορέα της συνολικής εργασιακής αξίας κατά τρεις τρόπους: 1. λειτουργεί ως µηχανισµός µεταβίβασης αξίας σε άλλα προϊόντα (µέσω του σχεδιασµού και της τεχνολογίας), 2. λειτουργεί ως µέσο και τρόπος µεταβίβασης αξίας, µε το σύστηµα προπαρασκευής του ανθρώπου ως υποκειµένου της εργασίας (ποικίλων βαθµών µόρφωσης, κατάρτισης, εξειδίκευσης, κ.ο.κ.) και του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων και δραστηριοτήτων (παιδεία, εκπαίδευση ως µηχανισµός «κατεργασίας» ανθρώπων µέσω της «κατεργασίας» γνώσεων) και 3. ως κεκτηµένη γνώση, λειτουργεί (ευρετικά και µεθοδολογικά) ως µέσο και τρόπος προσπορισµού νέας γνώσης, ως µηχανισµός µεταβίβασης αξίας στη νέα γνώση (βλ. και Αµπντούλοφ, Κούλκιν, σ. 38-39). Χαρακτηριστική για την εποχή µας είναι η πρωτόγνωρου βαθµού συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της µονοπωλιακής χρήσης των επιστηµονικών ερευνών.
Πρότυπο θεσµικής υπαγωγής της επιστήµης στο κεφάλαιο είναι εδώ και µερικές δεκαετίες το αµερικανικό πανεπιστηµιακό σύστηµα, η αποδοτικότητα του οποίου, η ικανότητά του για δυναµική ανάπτυξη, απορρόφηση και αποτελεσµατική χρήση µεγάλων κονδυλίων, συναρτώνται µε το πνεύµα «επιχειρηµατικότητας» και «ανταγωνιστικότητας» που διαπνέει τους ακαδηµαϊκούς κύκλους. Αντίστοιχο είναι και το πρότυπο του ακαδηµαϊκού λειτουργούεπιχειρηµατία, ο οποίος είναι πανταχού παρών και διαθέσιµος στην αγορά, συνεργάζεται (αν δεν συγκροτεί ο ίδιος) µε κάθε είδους οργανώσεις (εταιρίες, κοινοπραξίες, κ.ο.κ.), οι οποίες ιδρύονται, αναπτύσσονται και εξαφανίζονται σε συνάρτηση µε τις εκάστοτε συγκυριακά ανακύπτουσες δυνατότητες βραχυπρόθεσµης χρηµατοδότησης. Στον σύγχρονο κόσµο της κυριαρχίας του κεφαλαίου, η επιστήµη και το πανεπιστήµιο είναι αρένα ενός αδυσώπητου ανταγωνισµού µεταξύ οργανωµένων θεσµών (τµηµάτων, τοµέων, σχολών, πανεπιστηµίων, ερευνητικών κέντρων, κ.ο.κ.), συγκυριακών εξωθεσµικών συσσωµατώσεων και µεµονωµένων επιστηµόνων, εντός της οποίας οι εµπλεκόµενοι, συχνά δεν φείδονται θεµιτών και αθέµιτων µέσων κατίσχυσης και επιβολής (συµπεριλαµβανοµένης και της απάτης, της κατασυκοφάντησης και εξόντωσης αντιπάλων, της λογοκλοπής, της απηνούς εκµετάλλευσης υφισταµένων, φοιτητών, µεταπτυχιακών, κ.ο.κ., της κολακείας προς τους προϊστάµενους, τους οικονοµικά και πολιτικά ισχυρούς, της καταδολίευσης, της κατάδοσης, της τροµοκράτησης, κ.ο.κ.).
Η σύγχρονη ιµπεριαλιστική παγκοσµιοποίηση του κεφαλαίου, εκφράζεται και µε την θεαµατική ανισοµέρεια λαών, εθνών και περιοχών, µε µια εν πολλοίς χωροταξικά ιεραρχηµένη διανοµή των πολιτισµικών αγαθών της επιστήµης και της τεχνολογίας (Κοβαλιόφ), στα πλαίσια της σύγχρονης τεχνολογικής νεοαποικιοκρατίας. Και µάλιστα, οι ισχυρές ως προς το κεφάλαιο χώρες, µε επικεφαλής τις Η.Π.Α., επιδιώκουν την εδραίωση της κυριαρχίας τους και µέσω µηχανισµών αφαίµαξης εγκεφάλων και αποκλεισµού (αποκλειστικής νοµής) από την πρόσβαση σε πολιτισµικά αγαθά της επιστήµης και της τεχνολογίας (πατέντες, πνευµατικά δικαιώµατα, αλλά και απαγόρευση της ανάπτυξης συγκεκριµένων τεχνολογιών µε την απειλή ή την άσκηση στρατιωτικής επιβολής). Ο αγώνας για την παγκόσµια υπεροχή και κυριαρχία στην επιστήµη και την τεχνολογία χαρακτήριζε εν πολλοίς την εποχή του «ψυχρού πολέµου». Μετά την ήττα των περισσότερων πρώιµων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου αι. (βλ. σχετικά Πατέλη 2007), η παγκόσµια κεφαλαιοκρατία ανέκτησε εν πολλοίς το παγκόσµιο µονοπώλιο επί της επιστήµης, της τεχνολογίας και της παιδείας, και επιδιώκει πλέον να τις υπαγάγει πλήρως στο κεφάλαιο, ορίζοντας τα θεσµικά και λειτουργικά πλαίσιά τους µε την επιβολή σε αυτές ενιαίων προτύπων σε περιφερειακό και παγκόσµιο επίπεδο.
Αγοραία αναµόρφωση θεσµών και ηθών.
Η αντίληψη κατά την οποία «η γνώση είναι δύναµη», χαρακτηριστική από τις απαρχές της ανόδου της κεφαλαιοκρατίας, σήµερα αποκτά νέα τροπή: η επιστηµονική γνώση γίνεται στρατηγικό όπλο του εταιρικού σχεδιασµού, τρόπος δυνητικής διασφάλισης της δυνατότητας κυριαρχίας στην παγκόσµια αγορά. Η δηµόσια και ιδιωτική χρηµατοδότηση της έρευνας γίνεται µε βασικό κριτήριο την ανάδειξη τοµέων ικανών να ενισχύσουν την παραγωγή «υψηλής προστιθέµενης αξίας» και την ανταγωνιστικότητα.
Αναδεικνύεται κατ’ αυτό τον τρόπο µια «επιστήµη του ελεύθερου επιχειρείν», που απαιτεί αντίστοιχη ανα(παρα-)µόρφωση των θεσµών και των ανθρώπων της επιστήµης. Η υποβάθµιση της βασικής έρευνας, των κοινωνικών επιστηµών και της φιλοσοφίας προσλαµβάνει καταστροφικές διαστάσεις που υπονοµεύουν τα θεµέλια της παιδείας. Ακόµα και οι ασχολούµενοι µε την βασική έρευνα, οφείλουν να προσανατολίζονται διαρκώς στην αγοραία χρήση και στην κερδώα αξιοποίηση της έρευνάς τους. Η πολιτική που εφαρµόζει αυτή την στρατηγική αναµόρφωσης της έρευνας, αποσκοπεί σαφώς στην ακύρωση των όποιων θεσµικά κατοχυρωµένων µηχανισµών αυτονοµίας, ασυλίας και κοινωνικού ελέγχου της ελεύθερης έρευνας (όπου θα µπορούσε να υπόκειται σε τρόπον τινά δηµοκρατικό έλεγχο, ώστε να στρέφεται στις πραγµατικές ανάγκες της κοινωνίας), και στην µετάθεση αυτού του ελέγχου στην ιδιωτική σφαίρα, όπου ο µόνος εφικτός «έλεγχος» είναι αυτός που ασκείται εµµέσως, δια των µηχανισµών της αγοράς (Dickson, σ. 33), δηλαδή, αυτός που διασφαλίζει την κυριαρχία του ισχυρότερου κεφαλαίου. Σε αυτά τα πλαίσια κινείται και η νοµική διασφάλιση ιδιωτικών πνευµατικών δικαιωµάτων εκπροσώπων επιστηµονικών ιδρυµάτων και ιδιωτικών εταιριών, ακόµα και επί αποτελεσµάτων ερευνών που διεξάγονται µε δηµόσιους πόρους και µε την χρήση δηµόσιων υποδοµών, γεγονός που σηµαίνει, ότι οι φορολογούµενοι καλούνται να επιβαρυνθούν εις διπλούν: και µε την επιδότηση της έρευνας, αλλά και µε την µετασχηµατισµένη σε µονοπωλιακές τιµές «προστιθέµενη αξία» που προσδίδει αυτή η έρευνα σε καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες. Η κατάσταση επιτείνεται µε τις φοροαπαλλαγές των οποίων χαίρουν οι εταιρίες που προβαίνουν σε δαπάνες για την έρευνα.
Εξυπακούεται ότι οι αναµορφώσεις αυτές συνάδουν πλήρως µε τις επιδιώξεις σηµαντικής µερίδας επιστηµόνων και µελών Δ.Ε.Π.(οι µισθοί των οποίων συνιστούν µικρό έως αµελητέο µερίδιο των συνολικών εσόδων τους), που συνδέουν µε αυτές την αναβάθµιση του κοινωνικού και πολιτικού τους κύρους, αλλά βρίσκουν ευήκοον ους και µεταξύ επιστηµόνων, οι οποίοι δεν βλέπουν άλλη δυνατότητα βελτίωσης των γλίσχρων εσόδων τους, εκτός από την άµεση υπαγωγή τους στην αγορά.
Αυτή η συγχώνευση (σύµφυση, διαπλοκή) πανεπιστηµίου και ιδιωτικής επιχείρησης, η εν πολλοίς µετατροπή του (ιδιωτικού ή δηµοσίου) πανεπιστηµίου σε επιχείρηση, το «επιχειρηµατικό πανεπιστήµιο», δεν µπορεί να µη εγείρει στο προσκήνιο την σύγκρουση δύο ετερογενών και ετερόκλητων (ως προς την ιστορική τους πορεία, την συµβολή τους στον πολιτισµό, αλλά και ως προς την σαφώς διακριτή θέση και τον ρόλο τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι) πεδίων κανόνων, ηθών, αξιών και ιεραρχήσεων: του ιδιωτικού επιχειρείν (της επιχειρηµατικότητας) και της επιστήµης.
Η διαδικασία αυτή οδηγεί συχνά σε ακραία φαινόµενα, που όχι απλώς δεν συνάδουν µε την επιστηµονική δεοντολογία, αλλά αντιστρατεύονται και στοιχειώδεις ηθικές αρχές συµβίωσης και αξιοπρέπειας. Ο ιστορικός της επιστήµης Horace Freeland Judson αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η απάτη είναι αναπόφευκτη όταν υπάρχουν µυστικότητα, προνόµια και µη απόδοση λόγου»(βλ. Γιαννούτσου). Qστόσο αυτή η ανα(παρα-)µόρφωση προωθείται ποικιλοτρόπως σε όλα τα επίπεδα, σταθερά και συστηµατικά, µε πρόθυµους θιασώτες της εκείνους τους «επιτήδειους» πανεπιστηµιακούς, που (από κοινού µε τους επιχειρηµατίες εταίρους τους και τους πολιτικούς υπαλλήλους των τελευταίων) επιθυµούν διακαώς να απαλλαγούν από κάθε «βαρίδι» κατά την προώθηση αυτής της στρατηγικής, και κυρίως από τους µηχανισµούς που διατηρούν έστω και ελάχιστες δυνατότητες δηµοκρατικού ελέγχου εκ µέρους της κοινωνίας επί των ιεραρχήσεων, του χαρακτήρα και του προσανατολισµού της έρευνας και της διδασκαλίας και επί των χρήσεων των αποτελεσµάτων της. Στην πορεία αυτή µετέρχονται απροκάλυπτα των πλέον αυταρχικών µεθόδων, να επιβάλλουν πραξικοπηµατικά τις κατάλληλες αποφάσεις καταστρατηγώντας κάθε αρχή δηµοκρατικής λειτουργίας ακαδηµαϊκών συλλογικών οργάνων και θέτοντας κυριολεκτικά υπό διωγµό, όχι µόνον όσους δεν υποτάσσονται σε αυτή την «µεταρρύθµιση», αλλά και εκείνα τα γνωστικά αντικείµενα που επιτρέπουν τον αναστοχασµό επί αυτών των ζητηµάτων (φιλοσοφία, κοινωνικές επιστήµες).
Οι επιχειρηµατικοί δεσµοί διασφαλίζονται µέσω της προσέλκυσης (ή και του διορισµού) πανεπιστηµιακών στα συµβούλια (επιτροπές και άλλα σώµατα) επιχειρήσεων, καθώς και εκπροσώπων των τελευταίων στα όργανα των πανεπιστηµίων ή διαφόρων γραφειοκρατικών θεσµών, που επιβλέπουν, συντονίζουν, χαράσσουν στρατηγικές και αξιολογούν το έργο των πανεπιστηµίων (βλ. π.χ. τον νόµο «περί διασφάλισης ποιότητας…»).
Ταυτοχρόνως, πάντα εν ονόµατι της ενίσχυσης της αυτονοµίας και της αυτοδιαχείρισης, ενισχύεται η αδιαφάνεια ως προς την προέλευση και την διαχείριση των πόρων, ως προς το περιεχόµενο και τον τελικό αποδέκτη των αποτελεσµάτων της έρευνας, µε την επίκληση του εµπορικού απορρήτου, ή και της εθνικής ασφαλείας (µε σηµαντική µερίδα ερευνών να στρέφεται στην πολεµική βιοµηχανία), ως προς την πρόσβαση και την δυνατότητα διάδοσης και χρήσης αυτών των αποτελεσµάτων.
Παρατηρείται λοιπόν µια σοβαρή µεταστροφή. Ενώ κατά τις προηγούµενες δεκαετίες υπήρχε ορισµένος προσανατολισµός της έρευνας σε κοινωφελή πεδία (ενεργειακός τοµέας, υγεία, προστασία του περιβάλλοντος, κ.ά.) µε κατ’ εξοχήν δηµόσια χρηµατοδότηση, τώρα πλέον επιχειρείται µια άρδην αναθεώρηση της έννοιας της κοινωνικής ευθύνης των επιστηµόνων. Η τελευταία ερµηνεύεται πλέον ως αναγκαιότητα παντίοις τρόποις στήριξης των επιχειρήσεων, για την επίτευξη των οικονοµικών και πολιτικών τους στόχων. Αυτή η µεταστροφή δροµολογήθηκε αρχικά στα αµερικανικά και βρετανικά πανεπιστήµια, για να επεκταθεί βαθµηδόν µε αξιώσεις καθολικής επιβολής στην Ε.Ε. και παγκόσµια.
Αυτή η ενίσχυση της σύµφυσης πανεπιστηµίων και επιχειρείν, αποσκοπεί στην ενίσχυση του ελέγχου στην πρόσβαση στα αποτελέσµατα της έρευνας, για την διασφάλιση της ηγεµονίας των ισχυρότερων οικονοµικών οµίλων (µε επικεφαλής αυτούς των Η.Π.Α.) στην παγκόσµια αγορά (Dickson, σ. 104-105). Οι διαδικασίες αυτές συνδέονται ευθέως µε την στάση της υπαγόρευσης από θέση ισχύος και τη βία, συστατικό της οποίας είναι και η στρατιωτικοποίηση της οικονοµίας, της έρευνας και της τεχνολογίας. Η βεβιασµένη ή ακούσια επιβολή του πνεύµατος της επιχειρηµατικότητας του κεφαλαίου στο πεδίο της επιστήµης, οδηγεί σε κατάρρευση και απόρριψη των ιδεωδών της επιστηµονικής κοινότητας, που θυσιάζονται στον βωµό της κερδώας αποτελεσµατικότητας και της στρατιωτικοποίησης, αλλά και στην µετάλλαξη των στόχων και των προτεραιοτήτων των επιστηµονικών ερευνών (βλ. Πατέλη 2003).
Η µετατροπή της επιστηµονικής και διδακτικής δραστηριότητας του πανεπιστηµίου σε ιδιότυπη επιχειρηµατική δραστηριότητα, αποκαλείται πλέον «ακαδηµαϊκός καπιταλισµός». Στα πλαίσια αυτού του προτύπου, η εκτέλεση ερευνητικών προγραµµάτων τίθεται σε απ’ ευθείας εξάρτηση από την χρηµατοδότηση των ενδιαφεροµένων εταιριών, γεγονός που έχει ως αποτέλεσµα την επικράτηση των εφαρµοσµένων και τεχνολογικών ερευνητικών σκοπών και των επ’ αµοιβή ερευνών έναντι της ανιδιοτελούς δηµιουργικής αναζήτησης νέας γνώσης. Βαθµηδόν, στην τροχιά αυτού του «ακαδηµαϊκού καπιταλισµού» δεν έχουν αχθεί µόνο τα αµερικανικά πανεπιστήµια, αλλά άγονται πλέον άρδην (βάσει της διαδικασίας της Μπολόνια και της δηµιουργίας του «Ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ανώτατης εκπαίδευσης») και τα ευρωπαϊκά πανεπιστήµια, γεγονός που γίνεται όλο και πιο έκδηλο µε την αλλαγή προτεραιοτήτων στην χρηµατοδότηση, στον προσανατολισµό των επιστηµονικών ερευνών και στην αλλαγή της δοµής και του περιεχοµένου των προγραµµάτων σπουδών.
Το περιεχόµενο της επιστηµονικής γνώσης καθορίζεται πλέον κατά κύριο λόγο από την ζήτηση της αγοράς, ενώ απωθούνται από την διαδικασία προσπορισµού της αγοραίου προσανατολισµού γνώσης τα στοιχεία εκείνα που ανθίστανται ή λειτουργούν παρελκυστικά ως προς αυτόν τον προσανατολισµό στις εκάστοτε τρέχουσες ανάγκες της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Στα πλαίσια της γενικευµένης «µακντοναλντοποίησης» [Macdonaldization] της κοινωνίας (µε την αντίστοιχη συρρίκνωση της διακινδύνευσης για τον ολικό εξορθολογισµό και την αποτελεσµατική διαχείρισή της, βλ. σχετικά Ritzer 2000, 2002), το πανεπιστήµιο µετατρέπεται σε επιχειρηµατική µονάδα, σε πρακτορείο παροχής ερευνητικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών, γεγονός που έχει ως αποτέλεσµα την αλλαγή της µορφής και του περιεχοµένου της έρευνας και της διδασκαλίας, µε τον εκτοπισµό της βασικής έρευνας, των κοινωνικών επιστηµών και της φιλοσοφίας, στη θέση των οποίων προτάσσονται προσανατολισµένα στην εκάστοτε τρέχουσα αγοραία ζήτηση µαθήµατα εφαρµοσµένου πρακτικού περιεχοµένου.
Οι διαδικασίες αυτές προωθούνται άρδην και µε την χρήση ορισµένων θεσµικών αποκρυσταλλωµάτων του υποδουλωτικού καταµερισµού της εργασίας εντός της επιστήµης. Όλο και πιο σαφής γίνεται η διάκριση µεταξύ των επιστηµόνων που ασχολούνται κατ’ εξοχήν µε την έρευνα και την µελέτη και εκείνων που ασχολούνται µε την διοίκηση της επιστήµης. Οι µεν πρώτοι, προτάσσουν στην κλίµακα αξιών τους την δηµιουργία νέας γνώσης, οι δε δεύτεροι τους (ποσοτικούς) δείκτες που χειρίζονται στις διοικητικές λειτουργίες τους, συστατικό στοιχείο των οποίων γίνεται όλο και πιο πολύ το marketing, η προβολή των δεικτών που καταδεικνύουν την υπεροχή του ιδρύµατος (σχολής, τµήµατος) που διοικούν στον γενικότερο ανταγωνισµό της αγοράς, ώστε να διασφαλίσουν εύσηµα και πόρους από την πολιτική ηγεσία, αλλά και από τις δυνάµεις της αγοράς. Οι δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων της επιστήµης (µε την ευρεία έννοια, διότι ο ασκών την διοίκηση, κατά κανόνα δεν προλαβαίνει και ίσως δεν µπορεί πλέον να ασχολείται πρωτίστως µε την έρευνα, άρα προτάσσει το διοικητικό του αξίωµα ως κατ’ εξοχήν πεδίο κοινωνικής καταξίωσης) οµιλούν τελικά σε διαφορετικές γλώσσες.
Όλο και πιο πολλοί επιστήµονες προειδοποιούν για τον εκφυλισµό της επιστηµονικής έρευνας και εκφράζουν την ανησυχία τους για το µέλλον που επιφυλάσσει στην έρευνα η «πίεση των µετόχων για βραχυπρόθεσµα αποτελέσµατα» και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις επενδύουν πολύ λιγότερο στην έρευνα και την εξειδικεύουν σε τοµείς µε άµεση κερδοφορία... Ο Πιερ-Ζιλ ντε Ζεν αναφέρει χαρακτηριστικά: «...ο χρηµατιστηριακός πυρετός µετέφερε τη λήψη αποφάσεων σε επενδυτές άσχετους µε το έργο […] η έρευνα έγινε επιπόλαιη. Τα πάντα κρίνονται σε χρονικό ορίζοντα τριών ετών, γιατί έτσι επιτάσσουν τα οικονοµικά επιτελεία, οπότε αποτελέσµατα που χρειάζονται µεγαλύτερο χρόνο ωρίµανσης πετιούνται στο καλάθι των αχρήστων. Ενέσκηψε και η µόδα της "συνέργειας": Βιοµηχανικοί κολοσσοί συνδυάζουν τις δυνάµεις τους για την επίτευξη πολλαπλασιαστικού οφέλους. Τι σηµαίνει αυτό στην πράξη; Ότι εξαίρετα ερευνητικά εργαστήρια κλείνουν και πολύπειροι ερευνητές απολύονται, ως υπεράριθµοι! Ή, όπως έγινε στην περίπτωση της Rhone Poulenc, εγκαταλείπεται η έρευνα στα αγροτικά προϊόντα για χάρη των φαρµακευτικών που είναι πιο κερδοφόρα. Φοβάµαι ότι σύντοµα θα αρχίσουµε να υφιστάµεθα τις συνέπειες αυτής της τυφλής υπαγωγής της επιστήµης στο κυνήγι του άµεσου κέρδους». Η άκριτη υιοθέτηση των δογµάτων του νεοφιλελευθερισµού, οδηγεί τους νεόκοπους προφήτες της επιφητίσεως του Αγίου Πνεύµατος της «Αοράτου Χειρός» της αγοράς σε έναν θρησκευτικών χαρακτηριστικών λόγο.«Στις µέρες µας ο λόγος καλείται να τεκµηριώνει το κύρος και την ισχύ του µέσω της απτής εργαλειακής ωφελιµότητάς του.H επιστηµονική γνώση µπορεί να θεωρείται ως το κατ’ εξοχήν πολύτιµο εµπόρευµα της εποχής µας µόνον επειδή και στο µέτρο που αποδεικνύει εµπράκτως πως είναι σε θέση να συναγωνίζεται επιτυχώς τους πολεµίους, αρνητές και «ανταγωνιστές» της στον επαληθεύσιµο δηµοκρατικό στίβο της παραγωγής και της παραγωγικότητας. Υπό τους όρους αυτούς, η ενεργός ζήτηση των προϊόντων και των υπηρεσιών λειτουργεί ως οιονεί θεοδικία. Ο κυρίαρχος ελεύθερος καταναλωτής είναι πλέον ο µόνος αρµόδιος να χωρίζει ακριβοδίκαια ζώντες και νεκρούς και να επιβραβεύει αδιακρίτως καινοτόµους και τσαρλατάνους. Έτσι, ως σύγχρονη Πυθία, η αγοραία ετυµηγορία, δεν διαιτητεύει µόνον τις οικονοµικές ροές, αλλά αναλαµβάνει και τους ρόλους του ύπατου κριτή της αλήθειας και του Ombudsman του ορθού λόγου. Και αν η αγορά είναι ο Θεός, τα MME είναι οι προφήτες του»(Τσουκαλάς).
Περί του δια της πληροφορικοποίησης εκφυλισµού της έρευνας επί κεφαλαιοκρατίας.
Οι τάσεις ανάπτυξης της επιστήµης δεν µπορούν να εξετάζονται εκτός των σφαιρικότερων τάσεων και αντιφάσεων του κοινωνικού καταµερισµού της εργασίας στην σύγχρονη κεφαλαιοκρατία, του χαρακτήρα που προσδίδει στην εργασία ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος της πληροφορικοποίησης του συνόλου των εργασιακών και µη δραστηριοτήτων, σχέσεων και επικοινωνιών.
Με την ραγδαία αναβάθµιση της παραγωγικότητας της εργασίας και µε τον παρασιτισµό που αναπτύσσεται στις ανεπτυγµένες κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες (λόγω της τεχνολογικής ανισοµέρειας και της παγκόσµιας κλίµακας εκµετάλλευσης πληθυσµών και πόρων), στις εν λόγω χώρες, όλο και λιγότερη µερίδα του πληθυσµού απασχολείται στην παραγωγή προϊόντων. Οι απαλλασσόµενες από την ως άνω παραγωγή µερίδες της εργασιακής δύναµης του πληθυσµού κατανέµονται µεταξύ του τοµέα των υπηρεσιών και της παραγωγής, επεξεργασίας, διακίνησης, κ.ο.κ. πληροφορίας.
Η ίδια η πληροφορία, κατ’ αρχάς εξεταζόταν –και εξακολουθεί εν πολλοίς να εξετάζεται– ως συνιστώσα της διοίκησης τεχνολογικών διαδικασιών της βιοµηχανίας, και κυρίως υπό αυτήν την ιδιότητά της εντάσσεται στο όλο πλέγµα του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού τρόπου παραγωγής.
Στις µέρες µας προβάλλει όλο και πιο έντονα και µια άλλη τάση (αλληλένδετη µε την προαναφερθείσα, αλλά όλο και πιο διακριτή και διαφοροποιούµενη, σε βαθµό που συµπαρασύρει και την αρχική), τις λογικές προεκτάσεις της οποίας και τους κινδύνους που εγκυµονεί θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω αδροµερώς, υπερτονίζοντας σκοπίµως χαρακτηριστικές για την αντιφατικότητα της επιστηµονιχοτεχνικής προόδου επί κεφαλαιοκρατίας λανθάνουσες πτυχές της, οι οποίες δεν είναι έκδηλες σε καθαρή µορφή.
Η πληροφορία αρχίζει να εξετάζεται ως αυταξία, ανεξαρτήτως της εφαρµοσιµότητάς της στην παραγωγική διαδικασία. Στο βαθµό που ενισχύεται αυτή η τάση, η πληροφορία όλο και πιο πολύ αποκόπτεται από την γνωστική-περιεκτική της διάσταση, ανεξαρτοποιείται από την πραγµατική νοηµατοδότησή της. Η «µεταµοντέρνα» αντίληψη περί γλώσσας ως αυτόνοµου από κάθε νόηµα παιγνίου λέξεων, συνάδει µε αυτήν την τάση, όπως αυτή βιώνεται εν πολλοίς στους κύκλους των κατ’ επάγγελµα ασχολούµενων µε αυτήν. Qς εκ τούτου, η προσοχή τείνει να επικεντρώνεται στην τεχνολογία κωδικοποίησης-αποκωδικοποίησης της πληροφορίας, στην αύξηση του όγκου της και κυρίως, στην ανάπτυξη µιας ιδιότυπης επικοινωνίας, που ανάγεται στην διοίκηση (management) των ροών πληροφορίας, γεγονός που συνεπιφέρει τον βαθµιαίο εκτοπισµό του ζητήµατος του περιεχοµένου και του νοήµατος αυτής της πληροφορίας. Η ραγδαία αύξηση του όγκου της πληροφορίας, που συνοδεύεται από επιτάχυνση και περιπλοκή των ροών της, προβάλλει πλέον ως αυθύπαρκτος κοινωνικοποιητικός παράγων, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή της απουσίας κάποιου περιεκτικού νοήµατος σε αυτές.
Εκείνο που προτάσσεται είναι η ίδια η διαδικασία αυτής της «επικοινωνίας», ως πηγής εδραίωσης αυτής της νέας δυναµικά αναπτυσσόµενης δικτυακής κοινωνικής δοµής, αυτού του δυναµικού συστήµατος, εντός του οποίου η πληροφορία προβάλλει ως η κατ’ εξοχήν ανεξάρτητη µεταβλητή. Οι τάσεις αυτές, στο βαθµό που ενισχύονται, συνδέονται µε αντιφάσεις µείζονος σηµασίας για την κοινωνία, η µη επίλυση των οποίων οδηγεί σε έντονα κρισιακά φαινόµενα. Τα τελευταία εκδηλώνονται µε την πρωτοφανή πλέον διόγκωση και κυριαρχία µιας εγγενούς ιδιότητας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων: της καθολικής συγκρισιµότητας και της µονοµερούς ποσοτικής αποτίµησης των πάντων. Παρ’ όλες τις αναφορές στην ποιότητα, η κυρίαρχη τάση είναι η επιταχυνόµενη αύξηση των ποσοτικών χαρακτηριστικών κάθε κοινωνικά σηµαίνουσας σφαίρας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Πως εκδηλώνονται όλα αυτά στη σύγχρονη επιστηµονική δραστηριότητα; Ζούµε στην εποχή του θριάµβου των επιστηµοµετρικών, βιβλιοµετρικών, κ.ο.κ. δεικτών, προεξαρχούσης της εκθετικής αύξησης των επιστηµονικών δηµοσιεύσεων. Εξυπακούεται ότι, οι δυνατότητες αποκωδικοποίησης, γενίκευσης και αναστοχαστικής διακρίβωσης της πραγµατικής συνεισφοράς µιας εκάστης των δηµοσιεύσεων στην προαγωγή της έρευνας, είναι νοµοτελώς αντιστρόφως ανάλογες του όγκου και των ρυθµών αύξησής τους. Η φθίνουσα δυνατότητα γενίκευσης, συρρικνώνει τις δυνατότητες σφαιρικής κριτικής αποτίµησης του επιστηµονικού κεκτηµένου, οδηγεί σε κατακερµατισµό και αποσπασµατικότητα της επιστηµονικής εικόνας του κόσµου, αποτρέπει από τον κοσµοθεωρητικό, µεθοδολογικό και φιλοσοφικό αναστοχασµό, επιτείνει τα φαινόµενα συρρίκνωσης γνωστικών αντικειµένων, ερευνητικού µινιµαλισµού και «επαγγελµατικού κρετινισµού».
Qστόσο, ο µηχανισµός αυτός λειτουργεί πλέον µε τα χαρακτηριστικά ενός αναπαραγόµενου σε όλο και ευρύτερη βάση βρόγχου θετικής ανάδρασης, που επιτείνει τα κρισιακά φαινόµενα. Ακριβώς η συρρίκνωση του ερευνητικού πεδίου µετατρέπει τον ερευνητή σε «αποδοτικό» για αυτό το σύστηµα αναφοράς, η συµµόρφωση µε το οποίο δεν τον καθιστά κυριολεκτικά επιστήµονα, αλλά µάλλον τεχνολόγο, εξειδικευµένο στη χρήση τεχνικών προσπορισµού (ενίοτε και κατασκευής) νέων επιστηµονικών γεγονότων και δεδοµένων, ή στην εµπλοκή σε συγκυριακά δηµοφιλείς θεµατικές, που του διασφαλίζουν ευάριθµες δηµοσιεύσεις, αναφορές, αναγνώριση, κ.ο.κ.
Υπάρχει πληθώρα σχετικής βιβλιογραφίας που καταδεικνύει όχι µόνο την σχετικότητα των ως άνω δεικτών, αλλά και την ευχέρεια λαθροχειρικών χειραγωγήσεων και απάτης που παρέχουν. Τι και αν οι επιστηµολογικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι επιστηµοµετρικοί δείκτες που αφορούν αυτές τις επιδόσεις είναι κατά κανόνα αντιστρόφως ανάλογοι του εύρους και του βάθους της πρωτότυπης συνεισφοράς στην επιστήµη; Μια µατιά στα κριτήρια αξιολόγησης που τείνουν να επικρατήσουν θεσµικά και εθιµικά (ιδιαίτερα στις πολυτεχνικές σχολές) αρκεί για να καταδείξει τον βαθµό στον οποίο έχουν εµφιλοχωρήσει αυτές ακριβώς οι πρακτικές, µε την αντίστοιχη φετιχοποίηση των διαφόρων Impact factor και citation index ως ύπατων τελετουργικών µορφών και διαπιστευτηρίων εχεγγύων επιστηµονικότητας… Η σχολαστική αναφορά, µε ιδιαίτερη σπουδή στην «ακρίβεια» και στις χρονικές διακυµάνσεις των ως άνω φετιχοποιηµένων δεικτών κατά την αξιολόγηση της δραστηριότητας ενός εκάστου των ανθρώπων της επιστήµης, αποκτά διαστάσεις αντιστρόφως ανάλογες της πραγµατικής αποτίµησης της ερευνητικής συµβολής του… Η πρυτανεύουσα λογική της αξιολόγησης της «παραγωγικότητας» των µελών Δ.Ε.Π. µε τα ως άνω κριτήρια (Impact factor και citation index), έχει ως αποτέλεσµα την σταδιακή εξαφάνιση της συνθετικής µονογραφίας. Ο ερευνητικός µινιµαλισµός, ο κατακερµατισµός των γνωστικών αντικειµένων, η στροφή στο έλασσον και επιµέρους και η αποστροφή προς το µείζον και τη σύνθεση, εκφράζεται σε όλα τα επίπεδα, συµπεριλαµβανοµένων και των βραβείων Νοµπέλ. Εδώ πρέπει να επισηµάνουµε και την αποστροφή προς την διαλεκτική λογική και µεθοδολογία, δεδοµένου ότι δεν συνάδει µε αυτές τις τάσεις, ούτε και µε τον αγοραίο κοινό νου. Επιπλέον, λόγω του ότι είναι πάντα κριτική και επαναστατική, απορρίπτεται και από την κυρίαρχη ιδεολογία ως επικίνδυνη.
Σε αντιδιαστολή µε την (δυνητικά κοσµοθεωρητικής εµβέλειας) καθολική γενίκευση της εµπειρικής πραγµατικότητας, που χαρακτηρίζει κατά παράδοση την βασική έρευνα, η σύγχρονη ερευνητική δραστηριότητα ανάγεται σε τεχνολογία παραγωγής γεγονότων και δεδοµένων, ο αναστοχασµός επί των οποίων (ιδιαίτερα αν είναι κοµοθεωρητικου-φιλοσοφικού χαρακτήρα) τίθεται πλέον εκτός του πλαισίου της επιστηµονικής δραστηριότητας. Βρισκόµαστε λοιπόν ενώπιον µιας ριζικής αλλαγής υποδείγµατος. Εάν για την κλασική επιστήµη η θεωρία ήταν αναβαθµός της γνωστικής διαδικασίας, σύστηµα προσέγγισης και διάγνωσης των νόµων που διέπουν το επιστητό, η «µεταµοντέρνα» κατάσταση της επιστήµης τείνει να ορίζει την επιστηµονική αλήθεια συµβασιοκρατικά, ως σύµβαση (εν πολλοίς µηχανικά επικυρούµενη δια της επίκλησης των ως άνω τελετουργικών επιστηµοµετρικών διαπιστευτηρίων) της επιστηµονικής κοινότητας. Η αλήθεια µετατοπίζεται από την αναφορά στο µέρος του επιστητού που συνιστά το γνωστικό αντικείµενο, στο καθ’ ύλην αρµόδιο θεσµικό συλλογικό υποκείµενο, που ανάγεται πρακτικά στο δίκτυο καταχώρησης και αναγνώρισης της σχετικής πληροφορίας.
Η προεργασία αυτής της διαδικασίας σε επίπεδο επιστηµολογίας και φιλοσοφίας της επιστήµης έχει µακρά ιστορία. Ξεκινά από την έκπτωση της επιστηµονικής εικόνας του κόσµου, από τον εξοβελισµό της κοσµοθεωρητικής προβληµατικής ως «µεταφυσικής», από την γενικότερη υποβάθµιση του κύρους της θεωρίας και την λατρεία των «αντικειµενικών γεγονότων» και των «δεδοµένων» στα πλαίσια του θετικισµού. Η µετεξέλιξη του τελευταίου από την αναλυτική της παράστασης στην αναλυτική της γλώσσας, µαζί µε την έκπτωση του δοµισµού στον µεταδοµισµό, άνοιξαν το δρόµο στην «µεταµοντέρνα» αποδόµηση και στην διάλυση των πάντων στην «διακειµενικότητα», υπό το πρίσµα της οποίας εξοβελίζεται πλέον και το ίδιο το «αντικειµενικό γεγονός». Και η ίδια η επιστηµονική δραστηριότητα ενός εκάστου των εµπλεκοµένων σε αυτήν υποκειµένων, τείνει να προβάλλει ως τυπικό αυτοαναφορικό σηµείο. Πράγµατι, εάν η αλήθεια προσδιορίζεται συµβασιοκρατικά, τότε και το ίδιο το επιστηµονικό γεγονός ορίζεται κατά τα ειωθότα, εντός της συναινετικά δικτυωµένης επιστηµονικής κοινότητας, βάσει των εκάστοτε παραδεδεγµένων κανόνων ενδοεπικοινωνίας του σχετικού δικτύου. Συνεπώς, και η επιστηµονική δηµοσίευση, τείνει να εκλαµβάνεται µάλλον ως σηµείο, δηλωτικό της δηµοτικότητας στα πλαίσια των συµβατικών κανόνων αυτοαναφορικών δικτύων, χωρίς την αξίωση της όποιας συσχέτισης µε κάποια εκτός του ως άνω πεδίου κοινωνικής αλληλεπίδρασης κείµενη πραγµατικότητα (Στρόεφ). Η επιστηµονική δραστηριότητα αποµακρύνεται από την συνεπή και συστηµατική επιδίωξη της νοητικής ανασύστασης του γνωστικού αντικειµένου. Οι «ερευνητές» αναλίσκονται συχνά σε επιστηµονικοφανείς λεκτικοποιήσεις παραστάσεων, σε διαχείριση του λόγου (του κειµένου), σε συνειρµικές (ή και ασυνάρτητες) αναφορές και «θεµατοποιήσεις», σε «πλαισιώσεις» και «αναπλαισιώσεις» κατά το δοκούν, κ.ο.κ. εντός ενός τελετουργικά προσδιορισµένου πλαισίου βερµπαλισµών και λεξιλαγνείας. Η εκρηκτικών διαστάσεων «πληροφορική βόµβα»(Βαριλιό) στο χώρο της επιστήµης, συνδέεται άµεσα µε αυτόν τον φαύλο βρόγχο θετικής ανάδρασης, σύµπτωµα του οποίου είναι η όλο και διευρυνόµενη αναπαραγωγή της τιποτολογίας. Η τάση αυτή (αν δεν αναστραφεί) µας δίνει την εικόνα µιας επιστηµονικής κοινότητας, η οποία δεν θα εδράζεται στην πραγµατική διερεύνηση των νόµων του αντικειµενικού κόσµου, ούτε και σε κάποιον εµπράγµατο καταµερισµό εργασίας. Θα λειτουργεί ως επικοινωνιακή κοινότητα µε σύστηµα αναφοράς ορισµένο πληροφοριακό δίαυλο επικοινωνίας.
Ποια είναι η συνείδηση αυτού του τύπου υποκειµένων; Εκείνη ακριβώς που καθορίζει το είναι τους (για να µη λησµονούµε και τον Μαρξ). Ο καταιγισµός πληροφορίας και δεδοµένων απαιτεί δεξιότητες ταχείας µετατόπισης της προσοχής για να αντεπεξέλθει ο άνθρωπος στις αξιώσεις που του προβάλλει η κοινότητα. Ούτε οι δυνάµεις του, ούτε και ο χρόνος δεν του επιτρέπουν την ενδελεχή, συστηµατική, κριτική και αναστοχαστική ανάγνωση του κάθε µηνύµατος. Η αδυναµία προσήλωσης, η χαµηλή ικανότητα στοιχειώδους παρατεταµένης συγκέντρωσης (που όλο και πιο πολύ χαρακτηρίζουν τα σηµερινά παιδιά και τους εφήβους) είναι συµπτώµατα δηλωτικά µιας σύγχρονης «δεξιότητας» που αποκτάται δια της προσαρµογής στην σύγχρονη περιρρέουσα επικοινωνιακή πραγµατικότητα: της ικανότητας ταχείας αντίδρασης σε ποικίλα ερεθίσµατα και ταυτόχρονης διεκπεραίωσης µερικών διαφορετικών υποθέσεων. Νοµοτελώς, τηρουµένων αµετάβλητων των λοιπών συνθηκών, η ταχύτητα πρόσληψης και αντίδρασης στην πληροφορία είναι αντιστρόφως ανάλογη του βάθους και της κριτικής επεξεργασίας της. Η απρόσκοπτη διαθεσιµότητα για πρόσληψη νέας πληροφορίας προϋποθέτει την ταχεία απαλλαγή της µνήµης από την παλαιά. Η επισταµένη εξάσκηση της βραχυπρόθεσµης µνήµης ακυρώνει την δηµιουργική αξιοποίηση της κριτικά αφοµοιωµένης κεκτηµένης γνώσης (και όλου του πλούτου που έχει συσσωρεύσει η ανθρωπότητα) ως καθολικής εµβέλειας µέσου και τρόπου νοητικής επενέργειας στο εισέτι µη εγνωσµένο για τον προσπορισµό νέας γνώσης. Η άκριτη αποδοχή προδιαγεγραµµένων ρόλων και (πρωτίστως καταναλωτικών) προτύπων στο εικονικό πλαίσιο αναφοράς του επικοινωνιακού δικτύου (επαγγελµατικού και εξωεπαγγελµατικού, µέσω των Μ.Μ.Ε. και της µαζικής βιοµηχανίας θεάµατος-ακροάµατος) γίνεται εκ των ων ουκ άνευ όρος «επιτυχούς» προσαρµογής σε αυτό, δια της απώλειας των ιδιοτήτων του ανθρώπου ως πραγµατικού υποκειµένου, ως προσωπικότητας.
Υπάρχει διέξοδος από αυτόν τον φαύλο κύκλο; Το θέµα δεν έγκειται στην επιδίωξη της καλύτερης επίδοσης (βάσει προδιαγεγραµµένων κριτηρίων) σε κάποιον από τους επιβεβληµένους ρόλους (του ψηφοφόρου, του οπαδού, του καταναλωτή, του καταξιωµένου επιχειρηµατία «επιστήµονα», του επιτυχηµένου καριερίστα, κ.ο.κ.), ούτε και στην εναγώνια εναλλαγή υιοθετούµενων ρόλων της εκλαµβανόµενης ως ανυπέρβλητης εικονικής πραγµατικότητας από το προδιαγεγραµµένο φάσµα του ενός ή του άλλου δικτύου διακίνησης αυτόανακυκλούµενης και αυτοαναδιατασσόµενης πληροφορίας. Η διαχωριστική γραµµή της συνειδητοποίησης που οδηγεί στην χειραφέτηση από την εµπλοκή στον κόσµο των υποκαταστάτων, περνά µεταξύ εκείνων που βαυκαλίζονται άκριτα και αυτάρεσκα µε την κατανάλωση των επιβαλλοµένων ρόλων (από το ως άνω σύστηµα σεναρίων και παιγνίων), και εκείνων που αντιλαµβανόµενοι την εικονικότητα των ως άνω χειραγωγικών µηχανισµών, αναδεικνύουν την υφή των υποκαταστάτων και της αποµίµησης ζωής, και δεν εκτονώνονται στις προδιαγεγραµµένες ψευδοαντιπαλότητες του κυρίαρχου σεναρίου, αλλά επιδιώκουν την ανατροπή και υπέρβασή του.
Τι αντίκτυπο έχουν αυτές οι διαδικασίες στην παιδεία;
Όπως διαπιστώσαµε, στα πλαίσια της άγουσας σήµερα χρησιµοθηρικής τάσης του αστικού εκπαιδευτικού συστήµατος, µε την επίκληση της ανάγκης «σύνδεσης της εκπαίδευσης µε την παραγωγή» και στο πνεύµα των αστικών τεχνοκρατικών ιδεολογηµάτων περί δήθεν κοινωνικά ουδέτερης και αναπόδραστης τεχνολογικής προόδου δίκην φυσικού φαινοµένου, εκείνο που προωθείται στην πράξη είναι το πρότυπο της πλέον άµεσης και απροκάλυπτης υπαγωγής της εκπαίδευσης στις τρέχουσες και απώτερες ανάγκες της κερδοφορίας του ισχυρότερου µονοπωλιακού κεφαλαίου.
Αυτός ο υποδουλωτικός καταµερισµός της εργασίας υπονοµεύει και το περιεχόµενο της µαθησιακής διαδικασίας. Η περί του αντικειµένου γνώση υποκαθίσταται από ένα σύστηµα φραστικών αναφορών στο αντικείµενο (αποκοµµένων από την πρακτική και γνωστική σχέση προς αυτό), το οποίο τείνει να «εµφυτεύεται» ως κάτι που είναι αδιάφορο προς το αντικείµενο. Η «γνώση» προβάλλει εδώ ως ένα σύστηµα λέξεων, όρων, συµβόλων, τύπων, παραστάσεων, κ.ο.κ. αρθρωµένων σε σταθερούς, επιβεβληµένους και νοµιµοποιηµένους από τη χρήση συνδυασµούς προτάσεων και συστηµάτων προτάσεων (από τη γλώσσα της επιστήµης, το λεξιλογικό της απόθεµα µε την αντίστοιχη συντακτική οργάνωση-δοµή). Έτσι και στην εκπαιδευτική διαδικασία, το αντικείµενο υποκαθίσταται από το λεκτικοποιηµένο αντικείµενο, και το όλο πρόβληµα ανάγεται στην «ορθή» λεκτικοποίηση του εισέτι µη λεκτικοποιηµένου υλικού, ενώ το αντικείµενο ανάγεται στο χάος του αισθητηριακού υλικού, δηλ. αυτού που δεν γνωρίζουµε περί του αντικειµένου. Εξυπακούεται ότι η εν λόγω λεκτικοποίηση απέχει πόρρω από τον αναπτυσσόµενο εννοιολογικό-κατηγοριακό εξοπλισµό της ζωντανής αναπτυσσόµενης γνωστικής διαδικασίας.
Κατ’ αυτό τον τρόπο διαµορφώνεται ορισµένος τύπος ψυχισµού, για τον οποίο η γλώσσα (οι λέξεις) δεν είναι µέσο προσοικείωσης του περιβάλλοντος κόσµου, αλλά τουναντίον, ο εξωτερικός κόσµος (εν είδει σχηµάτων, θραυσµάτων και παραδειγµάτων) αποκτά τη σηµασία του εξωτερικού µέσου αφοµοίωσης και ενίσχυσης των λεκτικών τύπων, οι οποίοι προβάλλουν µάλιστα ως το αυθεντικό γνωστικό αντικείµενο (αυθεντικότερο του πραγµατικού, µιας και βάσει αυτού αξιολογείται η επίδοση). Φυσικά αυτός ο τύπος ψυχισµού αδυνατεί να υπερβεί τα όρια της εµπλοκής στην προδιαλεκτική βαθµίδα της νόησης, της δογµατικής τυποποίησηςλεκτικοποίησης του αντικειµένου του και αδυνατεί να συσχετίσει αυτό το αντικείµενο µε την εµπειρική-πρακτική πραγµατικότητα.
Τότε παρεµβαίνει άλλος ένας κρίκος του υποδουλωτικού καταµερισµού της εργασίας στην εκπαίδευση –η διδακτική, οι «µέθοδοι διδασκαλίας»– εισηγούµενος πλείστα όσα «εποπτικά µέσα διδασκαλίας». Μόνο που τα τελευταία κατά κανόνα δεν είναι παρά µόνον οπτικοποιήσεις του ως άνω λεκτικοποιηµένου σχήµατος…Έτσι παγιώνεται και αναπαράγεται αυτό το βραχυκύκλωµα, η εµπλοκή της εκπαίδευσης σε υποκατάστατα γνώσης, µε αντίστοιχο ευνουχισµό της νοητικής ικανότητας ( Ιλιένκοφ Ε. Β., 1991).
Η εισαγωγή «εγγυηµένων σύγχρονων εκπαιδευτικών προτύπων» µέσω των «νέων τεχνολογιών» της πληροφορικής, της ψηφιοποίησης των εποπτικών µέσων, της εικονικής πραγµατικότητας και του Internet, που προβάλλεται δηµαγωγικά ως πανάκεια για την αναβάθµιση της εκπαίδευσης, µε αµετάβλητο το όλο πλαίσιο, τις κατευθύνσεις, τη δοµή και τις λειτουργίες της, µπορεί να οδηγήσει αυτή την εµπλοκή σε ολέθρια αποτελέσµατα. Μπορεί να επιτείνει την υποβάθµιση της γνωστικής διαδικασίας σε παραστατική αναπαραγωγή τυποποιηµένης πληροφορίας, είτε ακόµα και να οδηγήσει σε εγκλωβισµό εκπαιδευτικών και εκπαιδευόµενων στο χαώδες συµφυρµατικό πληροφοριακό zapping και surfing της «εικονικής πραγµατικότητας», µε ανεπανόρθωτη υπονόµευση κάθε λογικής συνέπειας, κριτικής στάσης και νοητικής πειθαρχίας… Οι δυνατότητες της σύγχρονης ψηφιακής επεξεργασίας παραστάσεων της εικονικής πραγµατικότητας λειτουργούν στις σηµερινές συνθήκες αντιφατικά: παρέχουν απείρως µεγαλύτερη ευχέρεια δηµιουργικών οπτικοποιήσεων, αλλά και τη δυνατότητα οπτικοποίησης κάθε λεκτικοποιηµένης ή µη ανορθολογικής αυθαιρεσίας, προσπελάσιµης µάλιστα από ηλικιακές οµάδες και υπό όρους, οι οποίοι κάθε άλλο παρά εξασφαλίζουν την κριτική επεξεργασία των προσφερόµενων παραστάσεων και προτύπων. Ανακύπτει κατ’ αυτό τον τρόπο ο κίνδυνος αναβίωσης της πρωτόγονης ανορθολογικής «καθολικής αιτιοκρατίας» (όπου κάθε τι µπορεί να προκύψει από τα πάντα – βλ. σχετικά: Πατέλης, 1999, σελ. 114) σε µια τεχνική βάση, που παρέχει και θεµελιώδεις δυνατότητες καταστροφής του λόγου. Διαπιστώνουµε λοιπόν, ότι και εδώ εκδηλώνεται µια νοµοτέλεια που χαρακτηρίζει τις ανταγωνιστικές βαθµίδες του γίγνεσθαι της ανθρωπότητας: κάθε νέα δυνατότητα άρδην αναβάθµισης των δηµιουργικών δυνατοτήτων της ανθρωπότητας, προβάλλει αρχικά µε την αρνητική-καταστροφική της όψη…
Στο προσκήνιο προβάλλει ο τεχνοκρατικά-χρησιµοθηρικά εννοούµενος «επαγγελµατισµός», ο εµπειρισµός και η αποσπασµατικότητα, ενώ η παιδαγωγική αλληλεπίδραση σε µαζική κλίµακα υπάγεται σε προπονητικές αρχές, στη δάµαση, τιθάσευση και καταστολή εκπαιδευτικών και εκπαιδευοµένων, που οδηγεί σε διανοητικό ευνουχισµό, σε ηθική κενότητα και σε πολιτισµική σχιζοφρένεια, όπου π.χ. συνυπάρχουν ορθολογικές επιστηµονικές γνώσεις µε θρησκευτικό µυστικισµό (Sharp R., σελ.5, Silberman Ch. Σελ.VII).
Είναι γεγονός ότι το Πανεπιστήµιο δεν µπορεί να είναι αποκοµµένο από την κοινωνία και τις ανάγκες της. Qστόσο, σε καµία περίπτωση το αγοραίο ιδιωτικό οικονοµικό συµφέρον δεν µπορεί να αρθεί στο ύψος της καθολικής αντικειµενικής θεώρησης και της συνειδητοποίησης των βαθύτερων ανθρώπινων αναγκών. Εξ’ ου και ο κατακερµατισµός της γνώσης µε αγοραία χρησιµοθηρικά, τεχνοκρατικά, κοντόφθαλµα, µονοµερή και εφήµερα κριτήρια, η αντίστοιχη θεσµική – γραφειοκρατική δηµιουργία γνωστικών αντικειµένων (κλάδων, νέων τµηµάτων σε Α.Ε.Ι. κ.ο.κ.) είτε η (συχνά επιδοτούµενη, µε κριτήριο την αγοραία «ανταγωνιστικότητα») «αναµόρφωση προγραµµάτων σπουδών» και ο συνακόλουθος ερευνητικός µινιµαλισµός.
Υπάρχει διέξοδος;
Η επιστήµη (όπως και η συνδεόµενη µε αυτήν οργανωµένη εκπαίδευση) υπάγεται εν πολλοίς στην εκµετάλλευση του κεφαλαίου. Η επιλογή κατεύθυνσης της περαιτέρω ανάπτυξης της έρευνας από το εκάστοτε φάσµα δυνατοτήτων, δεν γίνεται πάντοτε βάσει της εσωτερικής λογικής της εν λόγω έρευνας, είτε βάσει της συνειδητοποίησης των βαθύτερων και απώτερων αναγκών της ανθρωπότητας. Η αλµατώδης επιστηµονική και τεχνολογική πρόοδος επί κεφαλαιοκρατίας γίνεται εν πολλοίς στρεβλά, κατά έναν εργαλειακό τρόπο, υποταγµένη στη λογική της µεγιστοποίησης της κερδοφορίας, µε δραµατικές επιπτώσεις στον άνθρωπο και στη φύση.
Η άµεση υπαγωγή της επιστήµης και της παιδείας στο κεφάλαιο είναι πλέον µια άγουσα τάση µε δυναµική παγκόσµιας κατίσχυσης. Ωστόσο, η υπαγωγή αυτή δεν είναι, ούτε και θα καταστεί ποτέ απόλυτη. Δεν µπορεί βέβαια να συνιστά εναλλακτική διέξοδο η υιοθέτηση εκδοχών του αντιεπιστηµονισµού, της τεχνοφοβίας και της απόρριψης της παιδείας. Η επιστήµη, η τεχνολογία και η παιδεία είναι πολύ σοβαρές υποθέσεις της ανθρωπότητας ώστε να αφεθούν στην ιδιοτελή δικαιοδοσία του κεφαλαίου και των τεχνοκρατών υπηρετών του, είτε στην υπονόµευσή τους από εκδοχές του τεχνοφοβικού ροµαντισµού.
Οι αντιστάσεις που συναντά αυτή η υπαγωγή, είναι δηλωτικές του εύρους και του βάθους της αντιφατικότητας αυτής της διαδικασίας, η οποία συνδέεται µε µια θεµελιώδη αντίφαση: την αντίφαση µεταξύ του καθολικού δηµιουργικού χαρακτήρα της επιστήµης και της παιδείας και της µονοµέρειας του ιδιωτικού συµφέροντος του κεφαλαίου. Εντός αυτής της αντιφατικής διαδικασίας αναπτύσσονται οι συνδεόµενες µε την αλµατωδώς αύξουσα κοινωνικοποίηση της εργασίας δυνάµεις αµφισβήτησης και ανατροπής της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Οι δυνάµεις αυτές, εκφράζονται µε προσωπικότητες και συλλογικότητες, οι οποίες µε το ανιδιοτελές και πρωτοπόρο ερευνητικό τους έργο βρίσκονται στα πλέον προκεχωρηµένα φυλάκια της επιστήµης και της παιδείας, γεγονός που τους επιτρέπει να συνειδητοποιούν σταδιακά και να καταδεικνύουν τόσο τους συνδεόµενους µε την κυριαρχία του κεφαλαίου περιορισµούς και καταστροφικούς κινδύνους, όσο και την νοµοτελή αναγκαιότητα διεξόδου της ανθρωπότητας σε έναν ριζικά διαφορετικό τύπο συγκρότησης και ανάπτυξης. Η κριτική της χειραγωγικής ουσίας της υπαγωγής της έρευνας και της παιδαγωγίας στο κεφάλαιο και το αντίστοιχο κίνηµα, οφείλουν να αντιπαραθέτουν σε αυτήν το θετικό ιδεώδες της ολόπλευρης καλλιέργειας του ανθρώπου του µέλλοντος (στοιχεία του οποίου ανιχνεύονται ήδη στην αντιφατικότητα του παρόντος), συνδέοντας έτσι τις διεκδικήσεις στο χώρο της επιστήµης και της παιδείας µε την προοπτική του ριζικού µετασχηµατισµού της κοινωνίας στην κατεύθυνση προς την ώριµη κοινωνικοποιηµένη ανθρωπότητα.
Βιβλιογραφία
Bernal J. D., "Η επιστήµη στην ιστορία", τόµοι 1-4, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, χ.χ.
Carnap Κ., "Φιλοσοφία και λογική σύνταξη", Εγνατία, Θεσ/κη, χ.χ.
Dickson D., "The New Politics of Science", London, 1988.
Jordan M., "Σκασµός! Τα βρώµικα µυστικά της επιστηµονικής έρευνας", Κοχλίας, Αθήνα, 2003.
Kuhn T.S., "H δοµή των Επιστηµονικών Επαναστάσεων", Σύγχρονα Θέµατα, Αθήνα, 1981.
Ritzer G., "The Macdonaldization of Society", Thousand Oaks, California, 2000.
Ritzer G., "The Weberian Theory of Rationalization and the MacDonaldization of Contemporary
Societies", in Kivisto ed., Illuminating Social Life, Pine Forge, 2002. P. 47-72.
Levy P., "Δυνητική πραγµατικότητα. Η φιλοσοφία του πολιτισµού και του κυβερνοχώρου",
Κριτική, Αθήνα, 1999.
Sharp R., "Knowledge, Ideology and the Politics of Schooling", London, 1980.
Silberman Ch., "Crisis in the Classroom. The Remaking of American Edukation", N. Y. , 1971. Αµπντούλοφ Α.Ν., Κούλκιν Α.Μ., "Εξουσία, επιστήµη, κοινωνία. Το σύστηµα κρατικής αρωγής
της επιστηµονικής και τεχνικής δραστηριότητας: η εµπειρία των Η.Π.Α. ", Μόσχα, 1994.
Απέκη Λ., "Πανεπιστήµιο. Η πολιτική της απορρύθµισης", Εταιρεία Ν. Πουλατζάς, Αθήνα,
2001.
Βαζιούλιν Β. Α., "Η λογική του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ", Μόσχα, 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου