πηγή: Αυγή
Του Χρήστου Κάτσικα
Κάτω από τον εύηχο τίτλο «Αναβάθμιση της διοίκησης της εκπαίδευσης» το υπουργείο Παιδείας δημοσιοποίησε Σχέδιο Νόμου για την "Αναδιάρθρωση των περιφερειακών υπηρεσιών διοίκησης της εκπαίδευσης" στο πλαίσιο της προσαρμογής της σχολικής εκπαίδευσης στη νέα «καλλικρατική» δομή της δημόσιας διοίκησης. Την ίδια ώρα η υφυπουργός Παιδείας Εύη Χριστοφιλοπούλου προανήγγειλε την έναρξη της διαδικασίας αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, παράλληλα με τη λειτουργία του νέου λυκείου. Σύμφωνα με την υφυπουργό, από τη νέα σχολική χρονιά η αυτοαξιολόγηση, που γίνεται από τον προηγούμενο χρόνο σε περίπου 600 σχολεία, θα επεκταθεί σε όλα, ενώ παράλληλα θα δρομολογηθούν οι όροι «για την έναρξη και της εξωτερικής αξιολόγησης, τόσο των σχολείων όσο και του εκπαιδευτικού έργου, µε συγκεκριμένους, στόχους επίδοσης που θα πρέπει να επιτυγχάνουν τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί».
Αν ενώσουμε όλα τα διαθέσιμα κομμάτια του παζλ των αλλαγών που επιχειρεί η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας στη σχολική εκπαίδευση (ν. 38/48/2010, Εγκύκλιος Αυτοαξιολόγησης, Πρόταση για το «Νέο Λύκειο», Σχέδιο Νόμου για την "Aναδιάρθρωση των περιφερειακών υπηρεσιών διοίκησης της εκπαίδευσης" ) θα αναδειχθεί μπροστά μας η μορφή του φθηνού σε περιεχόμενο σχολείου το οποίο θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικούς όρους, με εκπαιδευτικούς - κακοπληρωμένους τεχνικούς, γονείς- πελάτες και μαθητές- καύσιμη ύλη.
Αλλά ας δούμε τα βασικά σημεία των αλλαγών στο σύστημα διοίκησης της εκπαίδευσης και πώς αυτά συνδέονται με ένα νήμα αφενός με την αξιολόγηση - χειραγώγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού και αφετέρου με τη μετατροπή της σχολικής μονάδας σε μικρή επιχείρηση, με έξοδα, έσοδα, απολογισμό που θα υποχρεώνεται να πάρει μέτρα για να διατηρήσει την «πελατεία» της.
Το υπουργείο Παιδείας επικαλούμενο, για μια ακόμη φορά, υπαρκτά προβλήματα (αποκρύπτοντας, βεβαίως, επιμελώς, το γεγονός ότι έχουν λιπανθεί στο έδαφος της δικής του πολιτικής) όπως τον «συγκεντρωτισμό» και την «αναποτελεσματικότητα» της διοίκησης της δημόσιας εκπαίδευσης, καθώς και την ύπαρξη «ενός πληθωριστικού και πολύπλοκου συνόλου οργάνων και λειτουργιών με ιδιαίτερες δυσκολίες στην άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας και διαχείρισης»:
1. Προωθεί την ενίσχυση του ελεγκτικού και «πανοπτικού» ρόλου του υπουργείου, που θα κρατά υπό τον ασφυκτικό έλεγχο κάθε σημαντική λειτουργία του μηχανισμού διοίκησης-εποπτείας της εκπαίδευσης. Ουσιαστικά το υπουργείο Παιδείας, χωρίς να αφήνει από τα χέρια του τα «κλειδιά» στη λήψη των κατευθυντήριων αποφάσεων της εκπαιδευτικής πολιτικής, εκχωρεί αφενός στις περιφερειακές διευθύνσεις και τις Διευθύνσεις Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης την αρμοδιότητα της περαιτέρω εξειδίκευσης και του ελέγχου υλοποίησής τους και αφετέρου στις σχολικές μονάδες την «αυτονομία» να κινηθούν δραστήρια στο πλαίσιο που ήδη έχει οριστεί.
2. Στο όνομα της «αποκέντρωσης των αρμοδιοτήτων» και της «ενίσχυσης του ρόλου των περιφερειακών δομών διοίκησης της εκπαίδευσης», επιδιώκει να μεταφέρει συγκεκριμένες αρμοδιότητες -χωρίς όμως τους αντίστοιχους πόρους- από την κεντρική εξουσία σε μια ελεγχόμενη από τα πάνω, αυστηρά ιεραρχική, διοικητική πυραμίδα (περιφερειακούς διευθυντές, διευθυντές εκπαίδευσης και σχολικών μονάδων).
3. Προβάλλει την ανάγκη αυτονόμησης της σχολικής μονάδας. Η αυτονόμηση αυτή αφορά τη δυνατότητα της περιφερειακής διοίκησης αλλά και της σχολικής μονάδας να χειριστούν «τον προϋπολογισμό και τη διαχείριση των πιστώσεων για λειτουργικές δαπάνες με βάση τον προγραμματισμό της Σχολικής Μονάδας, όπως προκύπτει από τη διαδικασία αυτοαξιολόγησης»
4. Αυξάνει τις αρμοδιότητες και την εξουσία του διευθυντή, ενώ την ίδια στιγμή αποψιλώνει τις αρμοδιότητες του Συλλόγου Διδασκόντων και των λοιπών συλλογικών οργάνων. Στόχος είναι η θεσμική μετεξέλιξη του διευθυντή από τον παλιό γραφειοκράτη διευθυντή, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τη διεκπεραίωση της «υπηρεσιακής αλληλογραφίας» και την τήρηση της «εύρυθμης λειτουργίας του σχολείου», σε έναν «δυναμικό άρχοντα-manager», ο οποίος θα αναζητά πόρους και θα λειτουργεί ως φορέας προώθησης της νέας κουλτούρας επιχειρηματικού πνεύματος, καινοτόμων δράσεων και διασύνδεσης «του σχολείου του» με την τοπική αγορά. Μια τέτοια λειτουργία του διευθυντή θα εναρμονίζεται με τη νέα μορφή «αυτοαξιολόγησης σχολικών μονάδων» που έχει θεσμοθετήσει το υπουργείο, αφού, μέσα από τη διαδικασία αξιολόγησης που προβλέπεται, τα σχολεία θα λειτουργούν ως «αυτονομημένες μονάδες», οι οποίες θ’ ανταγωνίζονται η μία την άλλη στην επίδειξη καλών σχολικών αποτελεσμάτων, καινοτομικών δράσεων και πρακτικών, ανεύρεσης πόρων και, τέλος, προσέλκυσης πελατών (μαθητών). Στο πλαίσιο αυτά ο διευθυντής της σχολικής μονάδας αναλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα «τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου», γεγονός που ενισχύει όλους τους μηχανισμούς αξιολόγησης («κοινωνικής λογοδοσίας») και τους συνδέει αφενός με τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών και αφετέρου με την ίδια την χρηματοδότηση των σχολείων.
Κάτω από τον εύηχο τίτλο «Αναβάθμιση της διοίκησης της εκπαίδευσης» το υπουργείο Παιδείας δημοσιοποίησε Σχέδιο Νόμου για την "Αναδιάρθρωση των περιφερειακών υπηρεσιών διοίκησης της εκπαίδευσης" στο πλαίσιο της προσαρμογής της σχολικής εκπαίδευσης στη νέα «καλλικρατική» δομή της δημόσιας διοίκησης. Την ίδια ώρα η υφυπουργός Παιδείας Εύη Χριστοφιλοπούλου προανήγγειλε την έναρξη της διαδικασίας αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, παράλληλα με τη λειτουργία του νέου λυκείου. Σύμφωνα με την υφυπουργό, από τη νέα σχολική χρονιά η αυτοαξιολόγηση, που γίνεται από τον προηγούμενο χρόνο σε περίπου 600 σχολεία, θα επεκταθεί σε όλα, ενώ παράλληλα θα δρομολογηθούν οι όροι «για την έναρξη και της εξωτερικής αξιολόγησης, τόσο των σχολείων όσο και του εκπαιδευτικού έργου, µε συγκεκριμένους, στόχους επίδοσης που θα πρέπει να επιτυγχάνουν τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί».
Αν ενώσουμε όλα τα διαθέσιμα κομμάτια του παζλ των αλλαγών που επιχειρεί η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας στη σχολική εκπαίδευση (ν. 38/48/2010, Εγκύκλιος Αυτοαξιολόγησης, Πρόταση για το «Νέο Λύκειο», Σχέδιο Νόμου για την "Aναδιάρθρωση των περιφερειακών υπηρεσιών διοίκησης της εκπαίδευσης" ) θα αναδειχθεί μπροστά μας η μορφή του φθηνού σε περιεχόμενο σχολείου το οποίο θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικούς όρους, με εκπαιδευτικούς - κακοπληρωμένους τεχνικούς, γονείς- πελάτες και μαθητές- καύσιμη ύλη.
Αλλά ας δούμε τα βασικά σημεία των αλλαγών στο σύστημα διοίκησης της εκπαίδευσης και πώς αυτά συνδέονται με ένα νήμα αφενός με την αξιολόγηση - χειραγώγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού και αφετέρου με τη μετατροπή της σχολικής μονάδας σε μικρή επιχείρηση, με έξοδα, έσοδα, απολογισμό που θα υποχρεώνεται να πάρει μέτρα για να διατηρήσει την «πελατεία» της.
Το υπουργείο Παιδείας επικαλούμενο, για μια ακόμη φορά, υπαρκτά προβλήματα (αποκρύπτοντας, βεβαίως, επιμελώς, το γεγονός ότι έχουν λιπανθεί στο έδαφος της δικής του πολιτικής) όπως τον «συγκεντρωτισμό» και την «αναποτελεσματικότητα» της διοίκησης της δημόσιας εκπαίδευσης, καθώς και την ύπαρξη «ενός πληθωριστικού και πολύπλοκου συνόλου οργάνων και λειτουργιών με ιδιαίτερες δυσκολίες στην άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας και διαχείρισης»:
1. Προωθεί την ενίσχυση του ελεγκτικού και «πανοπτικού» ρόλου του υπουργείου, που θα κρατά υπό τον ασφυκτικό έλεγχο κάθε σημαντική λειτουργία του μηχανισμού διοίκησης-εποπτείας της εκπαίδευσης. Ουσιαστικά το υπουργείο Παιδείας, χωρίς να αφήνει από τα χέρια του τα «κλειδιά» στη λήψη των κατευθυντήριων αποφάσεων της εκπαιδευτικής πολιτικής, εκχωρεί αφενός στις περιφερειακές διευθύνσεις και τις Διευθύνσεις Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης την αρμοδιότητα της περαιτέρω εξειδίκευσης και του ελέγχου υλοποίησής τους και αφετέρου στις σχολικές μονάδες την «αυτονομία» να κινηθούν δραστήρια στο πλαίσιο που ήδη έχει οριστεί.
2. Στο όνομα της «αποκέντρωσης των αρμοδιοτήτων» και της «ενίσχυσης του ρόλου των περιφερειακών δομών διοίκησης της εκπαίδευσης», επιδιώκει να μεταφέρει συγκεκριμένες αρμοδιότητες -χωρίς όμως τους αντίστοιχους πόρους- από την κεντρική εξουσία σε μια ελεγχόμενη από τα πάνω, αυστηρά ιεραρχική, διοικητική πυραμίδα (περιφερειακούς διευθυντές, διευθυντές εκπαίδευσης και σχολικών μονάδων).
3. Προβάλλει την ανάγκη αυτονόμησης της σχολικής μονάδας. Η αυτονόμηση αυτή αφορά τη δυνατότητα της περιφερειακής διοίκησης αλλά και της σχολικής μονάδας να χειριστούν «τον προϋπολογισμό και τη διαχείριση των πιστώσεων για λειτουργικές δαπάνες με βάση τον προγραμματισμό της Σχολικής Μονάδας, όπως προκύπτει από τη διαδικασία αυτοαξιολόγησης»
4. Αυξάνει τις αρμοδιότητες και την εξουσία του διευθυντή, ενώ την ίδια στιγμή αποψιλώνει τις αρμοδιότητες του Συλλόγου Διδασκόντων και των λοιπών συλλογικών οργάνων. Στόχος είναι η θεσμική μετεξέλιξη του διευθυντή από τον παλιό γραφειοκράτη διευθυντή, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τη διεκπεραίωση της «υπηρεσιακής αλληλογραφίας» και την τήρηση της «εύρυθμης λειτουργίας του σχολείου», σε έναν «δυναμικό άρχοντα-manager», ο οποίος θα αναζητά πόρους και θα λειτουργεί ως φορέας προώθησης της νέας κουλτούρας επιχειρηματικού πνεύματος, καινοτόμων δράσεων και διασύνδεσης «του σχολείου του» με την τοπική αγορά. Μια τέτοια λειτουργία του διευθυντή θα εναρμονίζεται με τη νέα μορφή «αυτοαξιολόγησης σχολικών μονάδων» που έχει θεσμοθετήσει το υπουργείο, αφού, μέσα από τη διαδικασία αξιολόγησης που προβλέπεται, τα σχολεία θα λειτουργούν ως «αυτονομημένες μονάδες», οι οποίες θ’ ανταγωνίζονται η μία την άλλη στην επίδειξη καλών σχολικών αποτελεσμάτων, καινοτομικών δράσεων και πρακτικών, ανεύρεσης πόρων και, τέλος, προσέλκυσης πελατών (μαθητών). Στο πλαίσιο αυτά ο διευθυντής της σχολικής μονάδας αναλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα «τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου», γεγονός που ενισχύει όλους τους μηχανισμούς αξιολόγησης («κοινωνικής λογοδοσίας») και τους συνδέει αφενός με τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών και αφετέρου με την ίδια την χρηματοδότηση των σχολείων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου