Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Δραματοποιώντας την κατάσταση του Δημοσίου Πανεπιστημίου: Ντοκιμαντέρ και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση


πηγή: Red NoteBook

Για το ντοκυμαντέρ του Βαξεβάνη σε σχέση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση
 
Των Λουδοβίκου Κωτσονόπουλου και Γιώργου Κορφιάτη
Σε καιρούς μεταρρυθμιστικούς, είναι αναμενόμενο και κάτι παραπάνω από θεμιτό τα φώτα της δημοσιότητας να πέφτουν πάνω στο αντικείμενο της μεταρρύθμισης. Είναι αναμενόμενο λοιπόν το δημόσιο πανεπιστήμιο, το οποίο μεταρρυθμίζεται αενάως την τελευταία πενταετία, να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Πληθώρα δημοσιογραφικών εκπομπών προσπαθούν να παρουσιάσουν τους όρους του προβλήματος, ή καλύτερα να φωτίσουν συγκεκριμένες πλευρές του, συσκοτίζοντας άλλες. Σε αυτό το πνεύμα η πλέον πρόσφατη δημοσιογραφική απόπειρα έγινε από την εκπομπή του κυρίου Βαξεβάνη, η οποία δεν διεκδίκησε δάφνες πρωτοτυπίας, αλλά αρκέστηκε στην ανακύκληση ήδη γνωστών υποθέσεων.

1) Σκανδαλοθηρική μετάθεση των πραγματικών προβλημάτων
Η εκπομπή επικεντρώνεται σε επιμέρους σκάνδαλα που οφείλονται στον τρόπο με τον οποίο λυμαίνονται συγκεκριμένες ομάδες καθηγητών το πανεπιστήμιο. Ανάγει δηλαδή μία επιμέρους παθογένεια σε βασικό πρόβλημα του συστήματος. Συνεπώς το όλο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα βρίσκεται υπόλογο διότι συγκεκριμένες ομάδες το χρησιμοποίησαν για προσωπικά οφέλη. Τακτική που ελαχιστοποιεί την ευθύνη των άμεσα εμπλεκομένων και η οποία ενισχύεται σκηνοθετικά από τη μετατροπή των εμπλεκομένων σε γραφικές καρικατούρες. (Ο μέσος τηλεθεατής αντιδρά απέναντι σε αυτή την καρικατούρα με μία λογική του τύπου "φαντάσου τι νούμερα καθηγητές έχει το δημόσιο πανεπιστήμιο").


Η αιτία των προβλημάτων αυτών αποδίδεται μεταξύ άλλων στη φοιτητική συμμετοχή στη διοίκηση του πανεπιστημίου και στις συνακόλουθες συναλλαγές καθηγητών με μερίδες φοιτητών, οδηγώντας στην απαξίωση της συμμετοχής αυτής καθώς και του αυτοδιοίκητου του πανεπιστημίου εν γένει. Όμως, οι υπαρκτές στρεβλώσεις της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης των φοιτητών στα όργανα δε μπορεί να σημαίνει αυτόχρημα και την κατάργησή της. Ο τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκε ο κομματικός συνδικαλισμός στόχευσε αποκλειστικά στην αποπολιτικοποίηση του φοιτητικού πληθυσμού αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για αυθαιρεσίες στο επίπεδο των ακαδημαϊκών οργάνων, εφόσον οι φοιτητικοί συνδικαλιστές εντάχθηκαν από τους καθηγητές και τους κυβερνητικούς παράγοντες σε ένα παιχνίδι συναλλαγής και εγκατέλειψαν την όποια λειτουργία αντιπροσώπευσης.

2) Οι σωτήρες από τα ξένα
Σε επόμενο στάδιο, αφού ο θεσμός έχει ισοπεδωθεί σε τέτοιο βαθμό από τα σκάνδαλα, τη φαυλότητα κλπ, η μόνη λύση που προβάλλεται είναι ο από μηχανής θεός, δηλαδή η έξωθεν παρέμβαση. Εδώ τίθεται το πρόβλημα του πώς παρουσιάζεται ο ρόλος των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού σε σχέση με το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο. Η στάση των ΜΜΕ διακατέχεται από αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί το «σύνδρομο της Αστόριας»: Παρουσιάζεται ο Έλληνας μετανάστης που έχει διακριθεί στα πανεπιστήμια του εξωτερικού και λόγω αυτής της διάκρισης επιθυμεί ή νομιμοποιείται να εφαρμόσει το όραμά του στην ελληνική πραγματικότητα χωρίς προϋποθέσεις.

Η εμπειρία των Ελλήνων επιστημόνων είναι βέβαια πολύτιμη σε κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης. Ωστόσο, για να είναι η παρέμβασή τους χρηστική πρέπει να απαλλαγεί από τα παρακάτω χαρακτηριστικά που συνιστούν το «σύνδρομο της Αστόριας».

α) Οι αλλαγές που προτείνονται οφείλουν να είναι ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες. Οι Έλληνες του εξωτερικού για να διατηρήσουν τις σχέσεις τους με την χώρα, η οποία τους έδιωξε, κατασκευάζουν μία εξιδανικευμένη εικόνα την οποία και διατηρούν πάντα μέσα στην καρδιά και που λίγη σχέση έχει με την πραγματικότητα, η οποία απωθείται. Θέλοντας να ανεβάσουν την χώρα εκεί που της αξίζει συνήθως προτείνουν μεγαλεπήβολα σχέδια που είναι πρακτικά ανεφάρμοστα στην ελληνική πραγματικότητα. Αυτό που χρειάζεται είναι μία σύνθεση απόψεων που θα οδηγήσει σε σταθερά βήματα και όχι μία νοοτροπία ότι θα μετατρέψουμε μονομιάς την Ελλάδα σε Χάρβαρντ.

β) Δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο δαιμόνιο που διακρίνει τους Έλληνες από τους υπόλοιπους λαούς. Το ερώτημα λοιπόν για το πώς είναι δυνατόν οι Έλληνες που είναι έξω να πετυχαίνουν και αυτοί που είναι μέσα να αποτυγχάνουν είναι άκυρο. Οι Έλληνες επιστήμονες που φεύγουν για το εξωτερικό είναι αντικειμενικά στο καλύτερο 10% των καλύτερων φοιτητών της χώρας αλλιώς δεν θα είχαν τα ακαδημαϊκά κριτήρια που απαιτούν τα ιδρύματα του εξωτερικού. Όσοι από αυτούς πετυχαίνουν το κάνουν όχι γιατί είναι περισσότερο δουλευταράδες από αυτούς στο εσωτερικό, αλλά γιατί έχουν σημαντική υποστήριξη, την οποία η ελληνική κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να δώσει σε αυτούς που μένουν στη χώρα.

γ) Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τους Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού για να περάσει την δική της ατζέντα, δηλαδή την απεμπλοκή της από το δημόσιο πανεπιστήμιο. Τους χρησιμοποιεί ως μέτρο σύγκρισης για να αποδείξει ότι οι επιστήμονες του εσωτερικού είναι αντιπαραγωγικοί και τεμπέληδες, και συνεπώς το σύστημα πρέπει να αλλάξει. Όχι όμως προς την κατεύθυνση όποιων βελτιώσεων υποδεικνύουν οι επιστήμονες του εξωτερικού, αλλά στην κατεύθυνση της εγκατάλειψης της έρευνας από το κράτος.

3) Η ποσοτική αξιολόγηση της έρευνας
Σε όλη τη διάρκεια της εκπομπής ανακυκλώνεται συνεχώς η άποψη περί χαμηλής ποιότητας του ελληνικού πανεπιστημίου, που βρίσκεται τάχα σε κατάταξη όμοια τριτοκοσμικών χωρών, με τον παρουσιαστή να αναφωνεί στο τέλος «Η Ελλάδα δεν έχει πανεπιστήμιο!». Ως προς το ερευνητικό σκέλος, αυτό επιχειρείται να στοιχειοθετηθεί με βάση την παραγόμενη ποσότητα του ακαδημαϊκού έργου, δηλαδή το πλήθος των δημοσιεύσεων ανά καθηγητή και τον αριθμό των αναφορών που γίνονται στην έρευνά του από άλλους επιστήμονες. Γίνεται μάλιστα μια αριθμητική σύγκριση ανάμεσα στο ΑΠΘ και το Χάρβαρντ, που παραβλέπει βέβαια την τεράστια διαφορά στη χρηματοδότηση των δύο ιδρυμάτων και το γεγονός ότι το Χάρβαρντ δεν είναι ακριβώς ένα τυχαίο δείγμα από τη μάζα των εκατοντάδων αμερικανικών πανεπιστημίων.

Μια ματιά σε πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (Ελληνικές Επιστημονικές Δημοσιεύσεις 1993-2008) αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι ο αριθμός των ελληνικών δημοσιεύσεων είναι αξιοπρόσεκτος σε διεθνές επίπεδο και συνεχώς αυξανόμενος.

Αυτό όμως που είναι προβληματικό εδώ είναι ακριβώς αυτή η προβολή της ποσοτικής αξιολόγησης του ακαδημαϊκού έργου. Σε ακραίο βαθμό, οι επιστήμονες που παρεμβαίνουν στην εκπομπή αντλούν κύρος και συνεπώς το δικαίωμα λόγου από τον αριθμό δημοσιεύσεων και αναφορών, στοιχεία που συνοδεύουν το όνομά τους. Δε λείπουν και τα ευτράπελα, με γνωστό καθηγητή ιατρικής να εμφανίζεται με πάνω από 2000 δημοσιεύσεις, προφανώς όχι όλες ερευνητικού χαρακτήρα.

Η λογική αυτή παραβλέπει καταρχάς το γεγονός ότι δεν έχουν όλες οι επιστήμες τις ίδιες στοχεύσεις και μεθοδολογίες. Για παράδειγμα, ένας κοινωνικός επιστήμονας οφείλει πρωτίστως να παρακολουθεί το κοινωνικό γίγνεσθαι και να παρεμβαίνει σε αυτό  (η συμμετοχή σε διεθνή συνέδρια είναι μία επιμέρους μόνο λειτουργία). Από την άλλη, παρατηρείται το φαινόμενο, κυρίως στις θετικές επιστήμες, της υπερπληθώρας δημοσιεύσεων αμφιβόλου επιστημονικής αξίας. Έχοντας μπει εδώ και χρόνια, ιδιαίτερα στον αγγλοσαξονικό χώρο, στην ανταγωνιστική λογική μιας τέτοιου τύπου αξιολόγησης, πολλοί επιστήμονες έχουν επιδοθεί σε ένα ξέφρενο ρυθμό παραγωγής δημοσιεύσεων, συχνά τροποποιώντας κατ΄ ελάχιστο προηγούμενες εργασίες τους, συμβάλλοντας ελάχιστα στην εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης.

Το σίγουρο είναι ότι ένα τέτοιο σύστημα αξιολόγησης θα πετούσε εκτός πανεπιστημίου τους  μεγαλύτερους επιστήμονες και διανοητές της ανθρώπινης ιστορίας που ενδιαφέρονταν για την κατανόηση της πραγματικότητας και όχι για την προώθηση της καριέρας τους. Η γνώση εμφανίζεται να έχει μόνο αξία χρήσης και αξία ανταλλαγής και όχι αξία ανάπτυξης της ίδιας της γνώσης και της ανθρώπινης κοινωνίας, όπως συνέβαινε από τον «αιώνα των Φώτων» και εντεύθεν. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι οι ίδιοι δημοσιογράφοι που απαξιώνουν ως αντιπαραγωγική τη μακροπρόθεσμη διανοητική εργασία, είναι αυτοί που βλέπουν τις αγαθές προθέσεις τους να μη συναντιούνται μακροπρόθεσμα με τις συνέπειες των στιγμιαίων παρεμβάσεών τους. Αυτά παθαίνει όποιος δεν κατανοεί ότι όταν οι πράξεις μας συναντούν τις πράξεις των άλλων συχνά παρεκτρέπονται του αρχικού τους σκοπού, καθώς χρησιμοποιούνται από άλλους για αλλότριους σκοπούς παράγοντας τη θλιβερή εικόνα των καλοκάγαθων σχολιαστών των κακώς κειμένων που διαρρυγνύουν τα υμάτιά τους για τις αγαθές προθέσεις τους. Ενώ όμως οι αγαθές ατομικές προθέσεις  δεν καθιστούν ανεύθυνο κανέναν, μπορούν κάλλιστα να τον παραπλανήσουν σε σχέση με τα πραγματικά διακυβεύματα.

Πηγή: Παιδεία και Κοινωνία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου