πηγή: Stavros Mavroudeas Blog
του Σταύρου Δ. Μαυρουδέα (δημοσιεύθηκε στο Ριζοσπάστη 2/11/2008)
του Σταύρου Δ. Μαυρουδέα (δημοσιεύθηκε στο Ριζοσπάστη 2/11/2008)
Η «αξιολόγηση» και η αυτοτέλεια των πανεπιστημίων συνιστούν δύο βασικά επικοινωνιακά κατασκευάσματα που προβάλλονται από κυβερνήσεις και αυτόκλητες συσπειρώσεις πανεπιστημιακών με στόχο να γίνουν αποδεκτές άνευ κριτικής από την ελληνική κοινωνία διαδικασίες που εάν ονομασθούν με το πραγματικό τους όνομα κάθε άλλο παρά αρεστές είναι.
Ο όρος «αξιολόγηση» δεν υπάρχει σε κανένα θεσμικό κείμενο τόσο της ΕΕ όσο και των προτάσεων νόμου της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Αντ’ αυτού υπάρχει ο όρος «διασφάλιση ποιότητας». Είναι χαρακτηριστικά τα σχετικά κείμενα του Ευρωπαϊκού Δικτύου για την Διασφάλιση της Ποιότητας στην Εκπαίδευση (ENQA) που αποτέλεσε και τον σύμβουλο της ΕΕ στην σύνοδο του Μπέργκεν. Τα σχετικά μέτρα δεν μιλούν για την πιο εύηχη ελληνικά «αξιολόγηση» αλλά για «διασφάλιση της ποιότητας» (δηλαδή κάτι σαν ISO) και παραπέμπουν άμεσα σε εμπορικά προϊόντα. Θεωρείται ότι η ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να οργανωθεί σαν αγορά όπου υπάρχουν «εταιρικοί συμμέτοχοι» (stakeholders – που υποτίθεται ότι είναι το σύνολο των φορολογούμενων πολιτών), παράγεται ένα εμπορεύσιμο προϊόν (εκπαιδευτικές υπηρεσίες) και πρέπει να διασφαλισθεί η ποιότητα και η τιμή του.
Ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποιείται ο πρώτος είναι γιατί ο δεύτερος εγείρει εύλογα ερωτήματα ενώ ο πρώτος εξυπονοεί ότι όποιος διαφωνεί είναι εξ ορισμού αναξιοκράτης. Συγκεκριμένα η προπαγανδιστική χρήση του όρου «αξιολόγηση» βασίζεται σε δύο καταφανή ψεύδη.
Το πρώτο ψεύδος είναι ότι δεν υπάρχουν σήμερα διαδικασίες αξιολόγησης (δηλαδή ορισμού στόχων, διαδικασιών επίτευξης τους και τελικής αποτίμησης τους). Κάθε οργανισμός έχει – σωστούς ή λανθασμένους, επαρκείς είτε ανεπαρκείς – τέτοιους μηχανισμούς αλλιώς δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να επιβιώσει. Φυσικά σε καμία περίπτωση οι διαδικασίες αυτές δεν είναι κοινωνικά ουδέτερες αλλά πάντα εκφράζουν ταξικά συμφέροντα και συσχετισμούς. Στην ανώτατη εκπαίδευση υπάρχουν τέτοιοι μηχανισμοί τόσο όσον αφορά γενικά τα πανεπιστήμια (για παράδειγμα η μονίμως διαψευδόμενη υπόσχεση για χρηματοδότηση τους στο 5% του ΑΕΠ συνιστά ένα τέτοιο στοιχείο). Επίσης, όσον αφορά τους πανεπιστημιακούς περνούν περισσότερες από ότι συνάδελφοι στο εξωτερικό διαδοχικές διαδικασίες κρίσεις.
Το δεύτερο ψεύδος είναι ότι αυτές οι διαδικασίες αποτίμησης έργου είναι διαβλητές γιατί δεν υπάρχουν εξωτερικοί κριτές. Έχει ενδιαφέρον η υποκρισία αυτού του επιχειρήματος. Tο πρώτο ερώτημα είναι για ποιο λόγο χρειάζεται εξωτερικός διασφαλιστής ποιότητας εφόσον ο κρινόμενος θέτει ο ίδιος τις δυνατότητες, τους στόχους και τις διαδικασίες (σύμφωνα με τις αρχές διασφάλισης ποιότητας); Αν ο θέτων τους στόχους το πράττει εντίμως τότε γιατί δεν μπορεί να το κρίνει και ο ίδιος; Αν ο λόγος είναι το γραφειοκρατικό κόστος, αυτό έχει αποδειχθεί – ιδιαίτερα στην αγγλοσαξωνική διαδικασία – ότι είναι μεγαλύτερο. Αν ο λόγος είναι ότι οι εξωτερικοί αξιολογητές είναι πιο ειδικοί και καλύτεροι, πρόκειται για προφανές ψεύδος. Έχουν ήδη δημιουργηθεί ιδιωτικές ενώσεις (ενώ στις ΗΠΑ είναι κανονικές εταιρείες) που λειτουργούν ως διασφαλιστές ποιότητας της εκπαίδευσης. Πρόκειται για κριτές «δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» που κάθε άλλο παρά ειδικοί επί της ουσίας είναι. Αν ο λόγος είναι η ύπαρξη ομάδων συμφερόντων, ο φαβοριτισμός και οι πελατειακές σχέσεις μέσα στο πανεπιστήμιο, αυτά κάλλιστα μπορεί να υπάρξουν και με εξωτερικούς κριτές. Αν κάτι θα αλλάξει είναι ότι τέτοιες δυνατότητες θα έχουν μόνο ισχυρά πανεπιστημιακά, κρατικά και κοινωνικο-οικονομικά κέντρα και όχι η οποιαδήποτε πανεπιστημιακή φατρία. Η διαπλοκή και ο φαβοριτισμός θα υπάρχει σε πολύ ψηλότερα επίπεδα, για πιο κρίσιμες περιπτώσεις και ταυτόχρονα θα είναι περισσότερο αδιαφανή (και άρα θα επισύρουν πιο δύσκολα την δημόσια κατακραυγή). Ταυτόχρονα, τα κυρίαρχα συμφέροντα για να επιβληθούν δεν θα χρειάζεται να διαμεσολαβούνται από ενδιάμεσα συμφέροντα πανεπιστημιακών φατριών αλλά θα επιβάλλονται με μικρότερο κόστος (λόγω της περιστολής της διαμεσολάβησης), πιο απρόσωπα και γι’ αυτό πιο λειτουργικά. Αν ο λόγος είναι ότι δεν μπορούν κριτές και κρινόμενοι να είναι οι ίδιοι τότε αυτό είναι το λιγότερο ασυνεπές και σίγουρα υποκριτικό. Είναι χαρακτηριστικό του αδιεξόδου αυτής της λογικής το εξής: αν πάντα χρειάζεται ένας εξωτερικός κριτής τότε ποιος θα κρίνει τους κριτές; Μπροστά σε αυτό το λογικό αδιέξοδο η ENQA καταλήγει στο εξής υποκριτικό σόφισμα: περιοδικά η μία ένωση διασφαλιστών ποιότητας θα κρίνει τις άλλες. Φυσικά εδώ η απαίτηση περί εξωτερικότητας δολίως εξαφανίζεται.
Η επιβολή του μηχανισμού της διασφάλισης ποιότητας θα έχει μία σειρά αντιδραστικές συνέπειες.
Πρώτον, παρά τις διαψεύσεις – και όπως δείχνει η εμπειρία του αγγλοσαξωνικού συστήματος – αργά ή γρήγορα ο μηχανισμός αυτός θα συνδεθεί με ένα σύστημα ποινών και επιβράβευσης (μέσω της κρατικής χρηματοδότησης). Αυτό θα οδηγήσει σε μία αριστοκρατική ιεράρχηση μεταξύ των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων – όπως άλλωστε η συζήτηση περί «κέντρων αριστείας» υποδηλώνει. Πρακτικά θα επικρατήσει η εξαιρετικά αντιδραστική λογική «οι καλοί να γίνουν καλύτεροι και οι κακοί χειρότεροι» καθώς θα επιβραβεύει αυτούς που πάνε καλά και θα τιμωρεί αυτούς που αποτυγχάνουν με αποτέλεσμα οι τελευταίοι – αν δεν μπορέσουν να περάσουν ένα κατώφλι – ουσιαστικά να οπισθοδρομούν ακόμη περισσότερο.
Δεύτερον, θα δημιουργήσει συνθήκες «επιστημονικού μακαρθισμού» καθώς γνωστικά αντικείμενα και επιστημονικές προσεγγίσεις που είναι μη-χρήσιμα ή κριτικά προς το σύστημα θα εξοβελισθούν συστηματικά στις παρυφές ή και εκτός πανεπιστημίου. Στον χώρο της Οικονομικής Θεωρίας η επιβολή διάφορων λιστών «έγκριτων περιοδικών» – υποτίθεται με κριτήριο ποια διαβάζονται ή αναφέρονται πιο πολύ – είναι γνωστό ότι οδηγεί στον εξοβελισμό όχι μόνο της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας αλλά και ακόμη Κεϋνσιανών, Θεσμιστικών και άλλων προσεγγίσεων καθώς επίσης και στην περιθωριοποίηση ολόκληρων γνωστικών αντικειμένων (π.χ. Ιστορία Οικονομικής Σκέψης).
Τρίτον, προοπτικά θα ανοίξει ο δρόμος για τον κατακερματισμό του σώματος των μελών ΔΕΠ και την δημιουργία πολλών διαφορετικών κατηγοριών πανεπιστημιακών. Κάθε μία από αυτές θα έχει διαφορετικό μισθολόγιο και διαφορετικές διοικητικές αρμοδιότητες και δυνατότητες εξέλιξης. Φυσικά αυτό θα υπονομεύσει κάθε δυνατότητα συλλογικής διεκδίκησης.
Το δεύτερο επικοινωνιακό κατασκεύασμα περί αυτοτέλειας των πανεπιστημίων λειτουργεί συμπληρωματικά στο πρώτο. Κατ’ αρχήν είναι περίεργο τι μεγαλύτερη ανεξαρτησία από το κράτος επιζητούν οι διάφοροι θιασώτες του με τις προτάσεις να γίνουν ΝΠΙΔ; Τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι επαρκώς ανεξάρτητα από τον κεντρικό έλεγχο και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που διάφορες ομάδες εξουσίας – γύρω από πρυτανείες – επιδίδονται σε αδιανόητες αυθαιρεσίες και παρανομίες κυριολεκτικά θεωρώντας ότι είναι ανεξέλεγκτες. Εάν η μεγαλύτερη ανεξαρτησία είναι η αποδέσμευση των οικονομικών δραστηριοτήτων τους από τους δημόσιους ελεγκτικούς μηχανισμούς (όπως συχνά γράφεται στο τύπο και όπως συμβαίνει με τις Επιτροπές Ερευνών και τις Εταιρείες Διαχείρισης της περιουσίας των πανεπιστημίων) αυτό κάθε άλλο παρά ως κοινωφελές μπορεί να προβληθεί. Αντίθετα, είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι οι θεσμοί αυτοί ΄χουν εξελιχθεί σε κυριολεκτικά διαφθορεία και εστίες σκανδάλων ενώ καμία ουσιαστική σχέση δεν έχουν ούτε με την διδασκαλία ούτε με την ανιδιοτελή επιστημονική έρευνα. Υπάρχουν όμως ισχυρά ιδιοτελή ενδοπανεπιστημιακά συμφέροντα που ζητούν αυτή την αυτοτέλεια. Πρόκειται για αυτές τις μερίδες πανεπιστημιακών – που έχουν διογκωθεί τα τελευταία χρόνια – που λειτουργούν σαν μάνατζερς των πανεπιστημίων αναπτύσσοντας (υπό τον δημόσιο μανδύα) επιχειρηματικές δραστηριότητες και προσποριζόμενοι, έμμεσα ή άμεσα, σημαντικά οικονομικά οφέλη.
Πίσω από τα ψευδεπίγραφα επιχειρήματα περί «αξιολόγησης» και αυτοτέλειας κρύβεται ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο του συστήματος: εφόσον η ανώτατη εκπαίδευση δεν μπορεί να γίνει άμεσα μία καθαρόαιμη αγορά (με πανεπιστήμια-επιχειρήσεις και φοιτητές-καταναλωτές) τότε πρέπει, μεσοπρόθεσμα, να λειτουργήσει ως «οιωνεί αγορά», δηλαδή να δημιουργηθεί ένας γραφειοκρατικός οργανισμός που να προσομοιώνει την λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς και να επιβάλλει τις αντίστοιχες κατευθύνσεις στα πανεπιστήμια. Ο μηχανισμός αυτός είναι οι διαδικασίες διασφάλισης ποιότητας. Ταυτόχρονα, τα πανεπιστήμια – ακόμη και με δημόσιο χαρακτήρα – πρέπει να λειτουργούν σαν αυτοτελείς «επιχειρηματικές μονάδες», ανεξάρτητες από κάποιο κεντρικό έλεγχο και σχεδιασμό και σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Δηλαδή, με την αυτοτέλεια τα πανεπιστήμια ωθούνται να λειτουργούν σαν εκπαιδευτικές και ερευνητικές επιχειρήσεις και μέσω της διασφάλισης ποιότητας δημιουργείται μία καρικατούρα αγοράς εκπαίδευσης και έρευνας. Φυσικά το επόμενο βήμα είναι η πλήρης και ανοιχτή ιδιωτικοποίηση και επιχειρηματικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης με την πλήρη αυτονόμηση-ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων και την επιβολή διδάκτρων ως μηχανισμού αξιολόγησης κάθε πανεπιστημίου από τους υποψήφιους φοιτητές-«καταναλωτές» του.
Είναι φανερό ότι τόσο από την «αξιολόγηση» όσο και από την αυτοτέλεια δεν προωθείται κάποια υποτιθέμενη δημόσια και κοινή ωφέλεια, πολύ δε περισσότερο δεν ωφελείται η μεγάλη εργαζόμενη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Αυτοί που ωφελούνται είναι τα διάφορα επιχειρηματικά συμφέροντα και το σύστημα τους συνολικά. Γι’ αυτό άλλωστε όλη η σχετική εκστρατεία παραπληροφόρησης οργανώνεται με τέτοια συστηματικότητα και δολιότητα από όλα τα επικοινωνιακά κέντρα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου